Αθανασίου Σταγειρίτου: 

Ωγυγία

Τόμος Πρώτος 

- - - - - - - -
ΚΕΦΑ'ΛΑΙΟΝ ΛΔ'.

Περί του Τυφώνος.


Αφ' ου οι Θεοί ενίκησαν και εξωλόθρευσαν τους Γίγαντας, τους υιούς της Γης, ηγανάκτησε πάλιν η Γη και εγέννησεν εις την Κιλικίαν εκ του Ταρτάρου τον Τυφώνα, εις εκδίκησιν των Γιγάντων. Και ούτως η Γη, μήτηρ των ανθρώπων, εφάνη η πρώτη εμπαθής και σκανδαλοποιός μεταξύ του οίκου αυτής. Επειδή, πρώτον μεν διήγειρε τους Τιτάνας κατά του ανδρός αυτής Ουρανού, εις εκδίκησιν των Κυκλώπων ·  ύστερον δε, εγέννησε τους Γίγαντας κατά του εγγονού αυτής Διός, εν ω εις τον κατά του Κρόνου πόλεμον των Τιτάνων ήτον εκ μέρους του Διός. Νυν δε εγέννησε και τον Τυφώνα, το αγριώτατον θηρίον κατά του Διός, και παρεσκεύασε και άλλον πόλεμον εναντίον των Θεών και του Ουρανού.

Άλλοι όμως λέγουσιν, οτι η Ήρα επειράχθη πολύ, επειδή εγέννησεν ο Ζευς την Αθηνάν εκ της κεφαλής αυτού, χωρίς την είδησιν αυτής, και παρεκάλεσε τον Ουρανόν, την Γην, και τους Τιτάνας, να δώσωσιν αυτή τέκνον άνευ της συνουσίας του Διός, ούτε άλλου ανδρός, δια να εκδικήση την ατιμίαν. Όθεν υπήκουσεν η Γη και εγέννησε τον Τυφώνα, τον οποίον έδωκε να αναθρέψη ο Δράκων, ος τις ήτον εις τους Δελφούς. Κατ' άλλους δε, η Γη αγανακτήσασα δια την φθοράν των Γιγάντων, ενέβαλε σύγχυσιν μεταξύ Ήρας και Διός, ώστε η Ήρα παρεπονέθη προς τον Κρόνον τον πενθερόν και πατέρα αυτής, δια την ανυπόφορον δεσποτείαν του Διός, και εζήτει συμβουλήν ·  ο δε Κρόνος έδωκεν αυτή δύο αυγά, κεχρισμένα με το σπέρμα αυτού, και είπε να τα θάψη εις την γην ·  επειδή εκείθεν μέλλει να γεννηθή εκείνος, ος τις δύναται να εκθρονίση τον Δία. Έθαψε λοιπόν αυτά εις το Αρίμαιον όρος της Κιλικίας, και με τον καιρόν εγεννήθη ο Τυφών, ότε η Ήρα ήτον φιλιωμένη πάλιν με τον Δία, και είπε προς αυτόν την προτέραν επιβουλήν, και την γέννησιν του Τυφώνος ·  όθεν ο Ζευς εκεραύνωσεν αυτόν ευθύς. Άλλοι όμως διηγούνται την εξής ιστορίαν.

Είχε σώμα μικτόν ανθρώπου και θηρίου ·  και μέχρι των μηρών ήτον ανθρωπόμορφος ·  κάτωθεν δε τούτων, είχεν απείρους ελιγμούς εχιδνών ελιττομένων, συστρεφομένων, και προς την κορυφήν εκτεινομένων, και συριγμόν μέγα και φοβερόν αναπεμπομένων. Το δε μέγεθος αυτού ήτον υψηλότερον πάντων των ορέων, και μάλιστα ενίοτε η κορυφή αυτού έφθανε μέχρι του Ουρανού·  αι δε χείρες εκτείνοντο, η μεν μέχρι της ανατολής, η δ' άλλη μέχρι της δύσεως  ·  εκ τούτων δε εξήρχοντο εκατόν κεφαλαί δρακόντων ·  το δε σώμα αυτού ήτον όλον πτερωτόν ·  κόμην δε και γένεια είχεν αυχμηρά, άγρια, μεγάλα, και αείποτε κυματιζόμενα ·  δύναμιν δε ακαταμάχητον, και φωνήν αγριωτάτην, και παντοίαν ·  εκ δε του στόματος και των οφθαλμών αυτού εξήρχετο πυρ ως χείμαρρος. Και τέλος η μορφή αυτού ήτον άθροισμα πάντων των αγριωτάτων θηρίων, και το τερατωδέστατον και αγριώτατον πάντων των τέκνων της Γης. Ήτον δε και τόσον φαρμακερός, ώστε κατεμολύνθη ο Αήρ εις το σπήλαιον εκείνο της Κιλικίας, ένθα ανετράφη, το οποίον ωνομάζετο και τυφώνειον άντρον απ' αυτού, και ό,τι ζώον εισήρχετο εκεί, απέθνησκεν.

Τοιούτος λοιπόν ων ο Τυφών, εκήρυξε τον πόλεμον κατά του Διός ερεθιζόμενος υπό της Γης, ή κατ' άλλους, επιθυμών αυτός την βασιλείαν του Ολύμπου, και έρριπτε πέτρας αναμμένας κατά του Ουρανού, ορμών και με μεγάλην βοήν και συριγμόν, και πνέων πυρ ως ζάλην και τρικυμίαν εκ του στόματος αυτού, ώστε οι Θεοί ιδόντες ταύτα και εκπλαγέντες, δεν εδέχθησαν την μάχην, αλλ' αφήκαν τον Ουρανόν έρημον και αφύλακτον, και έφυγον εις την Αίγυπτον, εκτός του Διός και της Αθηνάς, κατά τινας. Καταδιωκόμενοι δε και εκεί, και αναγκασθέντες, μετεμορφώθησαν εις διάφορα ζώα, να αποφύγωσι τον κίνδυνον. Και ο μεν Απόλλων μετεμορφώθη εις Ιέρακα, ο δε Ερμής εις Ίβιν, ο Άρης εις Οψάριον, η Άρτεμις εις Σίλουρον, ο Διόνυσος εις Τράγον, η Αφροδίτη ομοίως [(του Άρεως)] εις Οψάριον άλλου είδους, η Λητώ εις Αίλουρον, ο Ήφαιστος εις Βουν, και ο Ηρακλής εις Έλαφον, και οι άλλοι άλλως, όπως εδυνήθη και επρόφθασεν έκαστος. Κατά τινας μεν, μετεμορφώθη και ο Ζευς εις Κριόν, κατ' άλλους δε, έρριπτε μακρόθεν κεραυνούς, και κατεπλήγωσεν αυτόν [(τον Τυφώναν)]. Ύστερον δε ελθών πλησίον, και φοβερίσας αυτόν με την αδαμαντίνην άρπην, τον έτρεψεν εις φυγήν, και τον κατεδίωξε μέχρι του Κασσίου όρους ·  και εκεί πλησιάσας και ιδών αυτόν τετρωμένον, ώρμησεν επ' αυτόν, και ήλθον εις χείρας. Ο Τυφών όμως, περιτυλιχθείς με τας εχίδνας, έλαβε τον Δία υποχείριον, και λαβών και την Άρπην έκοψε τα νεύρα των χειρών και των ποδών αυτού ·  έπειτα λαβών αυτόν εις τους ώμους, τον έφερε δια της Θαλάσσης εις την Κιλικίαν και τον εφυλάκωσεν εις το Κωρύκιον άντρον ·  έπειτα κατέστησε φύλακα την Δράκαιναν Δελφύνην καλουμένην, η οποία ήτον η μισή θηρίον και η μισή παρθένος. Έκρυψε δε εκεί και τα νεύρα [(του Διός)] περιτυλίξας αυτά εις δέρμα Άρκτου. 

Ο Ερμής όμως ύστερον και ο Αιγιπάν έκλεψαν μυστικώς τα νεύρα και προσήρμοσαν αυτά πάλιν εις το σώμα του Διός, έκαστον εις τον οικείον τόπον. Και ούτως αναλαβών ο Ζευς την προτέραν δύναμιν, εφάνη εξαίφνης κατερχόμενος εκ του Ουρανού εφ' άρματος, το οποίον έσυρον ίπποι πτερωτοί, και κατεδίωκε πάλιν τον Τυφώνα, ρίπτων πλήθος κεραυνών. Τότε λέγουσιν, οτι έφυγε προς τον Καύκασον ο Τυφών. Όμως δεν ηδυνήθη να σταθή εκεί, επειδή έπεσον τόσοι κεραυνοί, ώστε άναψε το όρος όλον και εκαίετο ως λαμπάδα. Εκείθεν δε κατέφυγεν εις το όρος Νύσαν ονομαζόμενον, και εκεί εξηπάτησαν αυτόν αι Μοίραι, και έφαγεν εκ των εφημέρων καρπών, των γινομένων και φθειρομένων, τους οποίους τρώγουσιν οι θνητοί, δια να γένη ισχυρώτερος ·  έγινεν όμως τουναντίον αδυνατώτερος ·  όθεν διωκόμενος και εκείθεν ήλθεν εις την Θράκην, και καταλαβών τον Αίμον ανθίστατο εκείθεν ρίπτων όρη ολόκληρα κατά του Διός. Ο δε Ζευς αντικρούων τα όρη προς αυτόν με τους κεραυνούς, τον κατεπλήγωσεν, ώστε εχύθη αίμα πολύ και εκοκκίνησεν όλος ο Αίμος, και δια τούτο ωνομάσθη Αίμος απο του αίματος. 


Διωχθείς δε και εκείθεν έφυγεν εις την Σικελίαν, και έπεσεν εις την Θάλασσαν να σβύση τας φλόγας, επειδή έκαιε το σώμα αυτού υπό των κεραυνών ·  και τότε ο Ζευς έρριψε την Αίτνην και τον επλάκωσε, και πλέον δεν εφάνη. Όθεν αναφυσά η Αίτνη μέχρι τούδε φλόγας, επειδή έπεσον πολλοί κεραυνοί και εκεί. Φοβούμενος όμως ο Ζευς, μήπως ανατρέψη το όρος και σηκωθή πάλιν, διέταξε τον Ήφαιστον φύλακα, ος τις, στήσας τον Άκμονα εις την κορυφήν του όρους, όπου ήτον ο τράχηλος του Τυφώνος, εδούλευε το έργον αυτού. Κατ' άλλους δε, εσκέπασεν αυτόν ο Ζευς με όλην την Σικελίαν, ώστε ο μεν δεξιός βραχίων αυτού ήτον υπό το πέλωρον ακρωτήριον, ο δε αριστερός υπό τον Πάχυνον, και οι πόδες υπό το Λιλύβαιον, η δε κεφαλή υπό την Αίτνην ·  και επειδή κείται ύπτιος, αναφυσά φλόγας και ταράττει συνεχώς την νήσον, αγωνιζόμενος να ανατρέψη το βάρος. Κατ' άλλους δε, επνίγη ο Τυφών, και κατ' άλλους, ετόξευσεν αυτόν ο Απόλλων, και εκ του αίματος εγεννήθη ο Κολχικός Δράκων ·  και κατ' άλλους εταρτάρωσεν αυτόν ο Ζευς. Κατ' άλλους δε, εκεραυνώθη και απέθανεν εις τον Καύκασον, όπου ωνομάσθη απ' αυτού και τις βράχος Τυφώνειος. Και οτι ο πόλεμος συνέβη εις την Μυσίαν, ένθα ωνομάζετο έν μέρος, κατακεκαυμένη, και κατ' άλλους αλλού. Ήτον δε και άλλος Τυφών Αιγύπτιος, περί του οποίου ρηθήσεται εις τον οικείον τόπον.


Είχε δε γυναίκα ο Τυφών την Έχιδναν θυγατέρα του Φόρκυνος, και εγέννησεν εξ αυτής τας Γοργόνας, τον Κέρβερον, την Σκύλλαν, Χίμαιραν, Σφίγγα, την Λερναίαν Ύδραν και τον Εσπέριον Δράκοντα.

[(Tέλος Κεφαλαίου ΛΔ')]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχολιάστε, ρωτήστε, προτείνετε: