(Γιατί μονοτονικό)

ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΛΑΕΡΤΙΟΥ

«Βίοι και Γνώμαι 
των εν Φιλοσοφία
Ευδοκιμησάντων»

[...]

ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ

Επιμενίδης, καθά φησι Θεόπομπος και άλλοι συχνοί, πατρός μεν ην Φαιστίου, οι δε Δωσιάδα, οι δε Αγησάρχου. Κρης το γένος απο Κνωσού, καθέσει της κόμης το είδος παραλλάσσων.
[Ο Επιμενίδης, όπως λέει ο Θεόπομπος και άλλοι πολλοί, πατέρα είχε τον Φαίστιο, άλλοι λένε τον Δωσιάδα, άλλοι τον Αγήσαρχο. Κρης το γένος απο την Κνωσό, παρ' ό,τι είχε παραλλάξει το είδος της κόμης (είχε δηλαδή πολύ μακριά μαλλιά σε αντίθεση με τους συνήθεις Κρητικούς).]

ουτός ποτε πεμφθείς παρά του πατρός εις αγρόν επί πρόβατον, της οδού κατά μεσημβρίαν εκκλίνας υπ' άντρω τινί κατεκοιμήθη επτά και πεντήκοντα έτη. διαναστάς μετά ταύτα εζήτει το πρόβατον, νομίζων επ' ολίγον κεκοιμήσθαι. ως δε ουχ εύρισκε, παρεγένετο εις τον αγρόν, και μετεσκευασμένα πάντα καταλαβών και παρ' ετέρω την κτήσιν, πάλιν ήκεν εις άστυ διαπορούμενος. 
[Αυτός κάποτε σταλμένος απο τον πατέρα του στο χωράφι για να βρει ένα πρόβατο, παρέκκλινε απο το δρόμο και κατά το μεσημέρι μπήκε σε ένα άντρο (σπήλαιο), στο οποίο κοιμήθηκε επτά και πεντήκοντα (πενήντα επτά) χρόνια. Μετά απο αυτά ξύπνησε και αναζητούσε το πρόβατο, νομίζοντας οτι κοιμήθηκε για λίγο. Ενώ δεν το έβρισκε, πήγε στο χωράφι, και κατάλαβε τα πάντα αλλαγμένα γύρω του, και την ιδιοκτησία να ανήκει σε άλλον, και πάλι έφτασε στην πόλη απορημένος.]
 
κακεί δε εις την εαυτού εισιών οικίαν περιέτυχε τοις πυνθανομένοις τις είη, εως τον νεώτερον αδελφόν ευρών τότε ήδη γέροντα όντα, πάσαν έμαθε παρ' εκείνου την αλήθειαν. γνωσθείς δε παρά τοις Έλλησι θεοφιλέστατος είναι υπελήφθη.
[Kαι εκεί λοιπόν, μπαίνοντας στο δικό του σπίτι συνάντησε κάποιους που τον ρωτούσαν ποιος είναι, ώσπου βρήκε τον νεότερο αδελφό του να είναι ήδη γέρος (57 χρόνια μετά), απο τον οποίο έμαθε όλη την αλήθεια. Αυτό το περιστατικό έγινε γνωστό σε όλους τους Έλληνες και τον θεώρησαν θεοφιλέστατο (πολύ φίλο των Θεών).]

Όθεν και Αθηναίοις τότε λοιμώ κατεχομένοις έχρησεν η Πυθία καθήραι την πόλιν ˙  οι δε πέμπουσι ναυν τε και Νικίαν τον Νικηράτου εις Κρήτην, καλούντες τον Επιμενίδην. και ος ελθών Ολυμπιάδι τεσσαρακοστή έκτη εκάθηρεν αυτών την πόλιν και έπαυσε τον λοιμόν τούτον τον τρόπον. λαβών πρόβατα μελανά τε και λευκά ήγαγε προς τον Άρειον πάγον. κακείθεν είασεν ιέναι οι βούλοιντο, προστάξας τοις ακολούθοις ένθα αν κατακλίνοι αυτών έκαστον, θύειν τω προσήκοντι θεώ ˙  και ούτω λήξαι το κακόν. όθεν έτι και νυν έστιν ευρείν κατά τους δήμους των Αθηναίων βωμούς ανωνύμους, υπόμνημα της τότε γενομένης εξιλάσεως. 
[Έτσι και όταν οι Αθηναίοι κατέχονταν απο τον λοιμό (λένε πανούκλα αλλά δεν είναι βέβαιο), χρησμοδότησε η Πυθία οτι πρέπει να καθαρίσει την πόλη ˙  έστειλαν μία Ναυν (μία απο τις Ιερές Νήες, μάλλον την Πάραλο ή την Σαλαμινία) με τον Νικία τον Νικηράτου στην Κρήτη, προσκαλώντας τον Επιμενίδη. Και εκείνος ήρθε στην τεσσαρακοστή έκτη Ολυμπιάδα καθάροντας την πόλη τους και παύοντας τον λοιμό με αυτόν τον τρόπο. Αφού πήρε πρόβατα μαύρα και λευκά, τα οδήγησε στον Άρειο πάγο. Απο εκεί τα απελευθέρωσε, να πάνε όπου ήθελαν, δίδοντας οδηγία σε αυτούς που τα ακολουθούσαν, όπου κοιμηθεί το καθένα τους, να θυσιάζεται επί τόπου στον θεό που πρέπει ˙ και έτσι έληξε το κακό. Έτσι ακόμη και τώρα βρίσκονται στους δήμους των Αθηναίων βωμοί ανώνυμοι, κατάλοιπο του τότε γενομένου καθαρμού.]

οι δε την αιτίαν ειπείν του λοιμού το Κυλώνειον άγος σημαίνειν τε την απαλλαγήν ˙  και δια τούτο αποθανείν δύο νεανίας, Κρατίνον και Κτησίβιον, και λυθήναι την συμφοράν. Αθηναίοι δε τάλαντον εψηφίσαντο δούναι αυτώ και ναύν την ες Κρήτην απάξουσαν αυτόν. ο δε το μεν αργύριον ου προσήκατο ˙  φιλίαν δε και συμμαχίαν εποιήσατο Κνωσίων και Αθηναίων.
[Άλλοι λένε οτι τους είπε πως αιτία του λοιμού είναι το Κυλώνειον Άγος και αυτό σημαίνει και τον τρόπο απαλλαγής ˙  και για αυτό πέθαναν δύο νεανίες, ο Κρατίνος και ο Κτησίβιος, και λύθηκε η συμφορά. Οι Αθηναίοι ψήφισαν να του δοθεί ένα τάλαντο και μία Ναυς να τον οδηγήσει πάλι στην Κρήτη. Εκείνος τα χρήματα δεν δέχτηκε ˙  αλλά φιλία και συμμαχία δημιούργησε μεταξύ Κνωσίων και Αθηναίων.]

Και επανελθών επ' οίκου μετ' ου πολύ μετήλλαξεν, ως φησι Φλέγων εν τω Περί μακροβίων, βιούς έτη επτά και πεντήκοντα και εκατόν ˙  ως δε Κρήτες λέγουσιν, ενός δέοντα τριακόσια ˙  ως δε Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος ακηκοέναι φησί, τέτταρα προς τοις πεντήκοντα και εκατόν.
[Και όχι πολύ μετά αφότου επανήλθε στο σπίτι του, απεβίωσε (προσοχή στη λέξη που χρησιμοποιείται, "μετήλλαξεν") ως λέγει ο Φλέγων στο "Περί Μακροβίων", αφού έζησε επτά και πεντήκοντα και εκατόν (εκατόν πενήντα επτά) έτη ˙ ή όπως λένε οι Κρήτες, παρά ενός έτους τριακόσια ˙ ή όπως ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος έλεγε οτι άκουσε, τέσσερα προς τα πεντήκοντα και εκατό (εκατόν πενήντα τέσσερα).] 

Εποίησε δε Κουρήτων και Κορυβάντων γένεσιν και θεογονίαν, έπη πεντακισχίλια, Αργούς ναυπηγίαν τε και Ιάσονος εις Κόλχους απόπλουν έπη εξακισχίλια πεντακόσια. συνέγραψε δε και καταλογάδην περί θυσιών και της εν Κρήτη πολιτείας και περί Μίνω και Ραδαμάνθυος εις έπη τετρακισχίλια. ιδρύσατο δε και παρ' Αθηναίοις το ιερόν των Σεμνών θεών, ως φησι Λόβων ο Αργείος εν τω Περί ποιητών. λέγεται δε και πρώτος οικίας και αγρούς καθήραι και ιερά ιδρύσασθαι. εισί δ' οι μη κοιμηθήναι αυτόν λέγουσιν, αλλά χρόνον τινά εκπατήσαι ασχολούμενον περί ριζοτομίαν.
[Ποίησε και "Κουρητών και Κορυβάντων Γένεση και θεογονία", 5 χιλίαδων στίχων, "Αργούς ναυπήγηση και απόπλου Ιάσονος στους Κόλχους" 6χιλιάδων 500ων στίχων. Συνέγραψε και σε πεζό λόγο "περί θυσιών και του πολιτεύματος της Κρήτης" και "Περί Μίνωος και Ραδαμάνθυος" 4χιλιάδων στίχων. Ίδρυσε και εις τας Αθήνας το Ιερό των Σεμνών θεών (Ευμενίδων στη βάση του Άρειου Πάγου), όπως λέει ο Λόβων ο Αργείος στο "Περί Ποιητών". Λέγεται δε και ο πρώτος που αποκάθαρε σπίτια και χωράφια, και ίδρυσε ιερά. Είναι δε και κάποιοι οι οποίοι λένε οτι αυτός δεν κοιμήθηκε, αλλά σπατάλησε χρόνο στην ύπαιθρο, ασχολούμενος με το να συλλέγει βότανα.]

Φέρεται δ' αυτού και επιστολή προς Σόλωνα τον νομοθέτην, περιέχουσα πολιτείαν ην διέταξε Κρησί Μίνως. αλλά Δημήτριος ο Μάγνης εν τοις Περί ομωνύμων ποιητών τε και συγγραφέων διελέγχειν πειράται την επιστολήν ως νεαράν και μη τη Κρητική φωνή γεγραμμένην, Ατθίδι δε και ταύτη νέα. εγώ δε και άλλην εύρον επιστολήν έχουσαν ούτως:
[Φέρεται δε δική του και επιστολή προς τον Σόλωνα τον νομοθέτη, περιέχουσα πολίτευμα που ο Μίνωας διέταξε για τους Κρητικούς. Αλλά ο Δημήτριος ο Μάγνης στο περί ομωνύμων ποιητών και συγγραφέων έργο του, αποπειράται να αποδείξει  την επιστολή πολύ νεότερη και οτι δεν είναι σε Κρητική φωνή (διάλεκτο) γραμμένη, αλλά σε Αττική, και αυτή νέα. Εγώ δε και άλλη βρήκα επιστολή που έχει ως ακολούθως:]

Επιμενίδης Σόλωνι ˙

Θάρρει, ω εταίρε. αι γαρ έτι θητευόντεσσιν Αθηναίοις και μη ευνομημένοις επεθήκατο Πεισίστρατος, είχέ κα ταν αρχάν αεί, ανδραποδιξάμενος τως πολιήτας ˙  νυν δε ου κακώς άνδρας δουλώται ˙ τοι μεμνάμενοι τας Σόλωνος μανύσιος αλγιόντι πεδ' αισχύνας ουδέ ανεξούνται τυραννούμενοι. αλλ' αι κα Πεισίστρατος κατασχέθη ταν πόλιν, ου μαν ες παίδας τήνω έλπομαι το κράτος ίξεσθαι ˙  δυσμάχανον γαρ ανθρώπως ελευθεριάξαντας εν τεθμοίς αρίστοις δούλως ήμεν. τυ δε μη αλάσθαι, αλλ' έρπε ες Κρήτην ποθ' αμέ. τουτά γαρ ουκ εσείταί τιν δεινός ο μόναρχος ˙  αι δε πη επ' αλατεία εγκύρσωντί τοι τοί [(σημείωση: δύο "τοι", το ένα χωρίς τόνο, το δεύτερο με τόνο)] τήνω φίλοι, δειμαίνω μη τι δεινόν πάθης.

[Επιμενίδης προς Σόλωνα ˙

Έχε θάρρος, ω φίλε. Γιατι εάν είχε πλήξει ανθρώπους συνηθισμένους στη δουλειά και οι οποίοι δεν είχαν διοικηθεί ποτέ με καλούς νόμους ο Πεισίστρατος, θα εξασφάλιζε για πάντα την αρχή (εξουσία), εξανδραποδίζοντας τον λαό ˙  μα εδώ υπεδούλωσε όχι ανάνδρους, αλλά ανθρώπους που με πόνο και ντροπή θυμούνται τις προειδοποιήσεις του Σόλωνα, και που δεν θα ανεχθούν να τυραννούνται. Αλλά εάν ο Πεισίστρατος κατέστη κύριος της πόλης, όμως δεν θα μπορέσει να μεταβιβάσει την εξουσία στα παιδιά του. Γιατι είναι δύσκολο, άνθρωποι που έζησαν ελεύθεροι και με άριστους νόμους, να παραμείνουν επί μακράν υπόδουλοι. Όσον αφορά εσένα, μην περιπλανάσαι, αλλά έλα σε εμένα, στην Κρήτη, όπου δεν υπάρχει επικίνδυνος μονάρχης. Ενώ ταξιδεύοντας διαρκώς, φοβάμαι μην πάθεις κάποιο κακό.]

Και ούτος μεν ώδε. φησί δε Δημήτριός τινας ιστορείν ως λάβοι παρά Νυμφών έδεσμά τι και φυλάττοι εν χηλή βοός ˙  προσφερόμενός τε κατ' ολίγον μηδεμιά κενούσθαι αποκρίσει μηδέ οφθήναί ποτέ εσθίων. μέμνηται αυτού και Τίμαιος εν τη δευτέρα. λέγουσι δε τινες οτι Κρήτες αυτώ θύουσιν ως θεώ ˙  φασί γαρ και <προ>γνωστικώτατον γεγονέναι. ιδόντα γουν την Μουνιχίαν παρ' Αθηναίοις αγνοείν φάναι αυτούς όσων κακών αίτιον έσται τούτο το χωρίον αυτοίς ˙  επεί καν τοις οδούσιν αυτό διαφορήσαι ˙  ταύτα έλεγε τοσούτοις πρότερον χρόνοις. λέγεται δε ως και πρώτος αυτόν Αιακόν λέγοι, και Λακεδαιμονίοις προείποι την υπ' Αρκάδων άλωσιν προσποιηθήναί τε πολλάκις αναβεβιωκέναι.
[Και αυτός μεν έτσι εδώ (γράφει). Λέγει δε ο Δημήτριος οτι όπως κάποιοι λένε, (ο Επιμενίδης) είχε λάβει απο τις Νύμφες κάποιο έδεσμα και το φύλαττε μέσα σε νύχι βοδιού ˙  πίνοντάς το λίγο λίγο ουδεμία κένωση είχε, ούτε είχε θεαθεί ποτέ να τρώει. Τον μνημονεύει και ο Τίμαιος στο δεύτερο βιβλίο του. Λένε δε κάποιοι, οτι οι Κρήτες θυσίαζαν σε αυτόν ως να είναι θεός ˙  λέγεται λοιπόν οτι ήταν και προορατικότατος. Βλέποντας για παράδειγμα το πλησίον των Αθηνών λιμανάκι της Μουνιχίας, είπε στους Αθηναίους οτι ουδόλως υποπτεύονται πόσα κακά μέλλει να τους προκαλέσει το χωριό αυτό ˙  αλλιώς θα το κατεδάφιζαν με τα δόντια τους ˙  αυτά έλεγε πολλά χρόνια πριν. Λέγεται δε οτι είναι και ο πρώτος που είπε τον εαυτό του Αιακό, και προείπε στους Λακεδαιμονίους οτι θα νικηθούν απο τους Αρκάδες και ισχυριζόταν οτι είχε πολλές φορές ξαναζήσει.]

Θεόπομπος δ' εν τοις Θαυμασίοις, κατασκευάζοντος αυτού το των Νυμφών ιερόν ραγήναι φωνήν εξ ουρανού, Επιμενίδη, μη Νυμφών, αλλά Διός ˙  Κρησί τε προειπείν την Λακεδαιμονίων ήτταν υπ' Αρκάδων, καθάπερ προείρηται ˙  και δη και ελήφθησαν προς Ορχομενώ.
[Ο Θεόπομπος δε στα "Θαυμάσια", (γράφει) οτι ενώ αυτός κατασκεύαζε το Ιερό των Νυμφών, ακούστηκε φωνή εξ ουρανού, "Επιμενίδη, όχι Νυμφών, αλλά Διός" ˙  και στους Κρητικούς προείπε την ήττα των Λακεδαιμονίων απο τους Αρκάδες, όπως άνωθι αναφέρεται ˙  και πράγματι αυτοί συνετρίβησαν κοντά στον Ορχομενό.]

Γηράσαί τ' εν τοσαύταις ημέραις αυτόν οσάπερ έτη κατεκοιμήθη ˙  και γαρ τουτό φησί Θεόπομπος. Μυρωνιανός δε εν Ομοίοις φησίν οτι Κούρητα αυτόν εκάλουν Κρήτες ˙  και το σώμα αυτού φυλάττουσι Λακεδαιμόνιοι παρ' εαυτοίς κατά τι λόγιον, ως φησί Σωσίβιος ο Λάκων.
[Το γήρας του διήρκεσε τόσες μέρες όσα και τα χρόνια που κοιμήθηκε (στο σπήλαιο) ˙  και αυτό το λέει ο Θεόπομπος. Ο Μυρωνιανός δε, στους "Ομοίους" αναφέρει οτι Κούρητα τον καλούσαν οι Κρήτες ˙  και το σώμα του φυλάσσουν οι Λακεδαιμόνιοι, σε εκτέλεση κάποιου χρησμού, ως λέγει ο Σωσίβιος ο Λάκων.]

Γεγόνασι δε και Επιμενίδαι άλλοι δύο, ο τε γενεαλόγος και τρίτος ο Δωρίδι γεγραφώς περί Ρόδου.
[Ήταν δε και Επιμενίδες άλλοι δύο, ο γενεαλόγος, και τρίτος ο στην Δωρική (διάλεκτο) γράψας περί Ρόδου.]

[(Τέλος του Κεφαλαίου Περί του Επιμενίδους)]

Δια την μεταγραφήν
και απόδοσιν,
Παλιγγίνης Ελευθέριος - HecarΧος HellΕυθερεύς  
✩☿Z =))=IΦI=((= S☿✩
✩∞ΙΑΟ∞✩
✩∞ΚΡΣ∞✩
✩☿Z =))=IΦI=((= S☿✩

(Υ.Γ.: παρακαλούνται οι αντιγραφείς 
να παραπέμπουν στην σελίδα 
που βρίσκουν κάθε κείμενο
διότι γίνονται ανανεώσεις)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχολιάστε, ρωτήστε, προτείνετε: