(Γιατί ΜΟΝΟτονικό)
  
«Ιάσωνος Χιτών»

 Απολλώνιος Ρόδιος:
«Αργοναυτικά»
Βιβλ. Α', στ. ΨΚΑ '

[...]

Αυτάρ ογ'
άμφ' ώμοισι,
θεάς Ιτωνίδος έργον,
δίπλακα πορφυρέην περονήσατο,
την οι όπασσε Παλλάς,
ότε πρώτον δρυόχους επεβάλλετο
νηός Αργούς,
και κανόνεσσι δάε 
ζυγά μετρήσασθαι.
[After (έπειτα) εκείνος (ο Ιάσων)
γύρω απο τους ώμους του,
θεάς Ιτωνίδος (Αθηνάς) έργον,
διπλό πορφυρό χιτώνα έδεσε,
που του έδωσε η Παλλάδα,
όταν πρώτα την δρυ έβαζε 
στο πλοίο της Αργούς,
και με κανόνα εκείνη τον δίδασκε 
τους ζυγούς να μετρά.]

Της μεν
ρηίτερόν κεν
ες ηέλιον ανιόντα
όσσε βάλοις
ή κείνο μεταβλέψειας έρευθος ·
[Απο αυτόν μεν
ευκολότερο είναι (κάποιος)
στον ήλιο ανιόντα (ανατέλλοντα)
τα μάτια του να βάλει
απο το να μεταβλέψει (δεί) απευθείας 
εκείνον τον χιτώνα · ]

δη γαρ
τοι μέσση
μεν ερευθήεσσα τέτυκτο ·
[επειδή 
στην μέση του
είναι τόσο ερυθρός · ]

άκρα δε
πορφυρέη πάντη πέλεν,
εν δ' άρ εκάστω τέρματι
δαίδαλα πολλά
διακριδόν ευ επέπαστο.
[στα άκρα του δε
πορφυρός πολύ,
στο κάθε τέρμα του
δαίδαλα (πολύπλοκα λαμπρά) πολλά
στις άκρες είχαν υφανθεί.]

Εν μεν
έσαν Κύκλωπες επ' αφθίτω ημμένοι έργω,
Ζηνί κεραυνόν άνακτι πονεύμενοι ·
[Στον μεν (χιτώνα)
ήταν οι Κύκλωπες επί το έργον,
του άνακτος Ζηνός τον κεραυνό 
να φτιάχνουν οι πονεμένοι · ]

ος τόσον ήδη παμφαίνων
ετέτυκτο,
μιής δ'
έτι δεύετο μούνον ακτίνος ·
[ο οποίος ήταν ήδη παμφώτεινος
ολοκληρωνόταν,
μία δε
ακόμη απέμενε μόνη ακτίνα · ]

την οίγε
σιδηρείης ελάασκον σφύρησιν,
μαλεροίο πυρός 
ζείουσαν αυτμήν.
[την οποία αυτοί 
με σιδερένια δούλευαν σφυριά,
στου δυνατού πυρός
τον καυτό ατμό.]

Εν δ' έσαν
Αντιόπης Ασωπίδος υιέε δοιώ,
Αμφίων και Ζήθος,
απύργωτος δ' έτι Θήβη κείτο πέλας ·
[Πάνω του δε ήταν
και της Αντιόπης του Ασωπού υιοί δύο,
Αμφίων και Ζήθος,
απύργωτη δε ακόμη η Θήβα ήταν δίπλα · ]

της οίγε νέον βάλλοντο δομαίους ιέμενοι ·
[να βάλουν τα θεμέλιά της ήταν ερχόμενοι ·]

Ζήθος μεν 
επωμαδόν
ηέρταζεν ούρεος ηλιβάτοιο κάρη,
μογέοντι εοικώς ·
[ο Ζήθος μεν 
επί των ώμων του
έφερνε βουνού ψηλού την κορυφή,
κουρασμένος ·]

Αμφίων δ'
επί οι χρυσέη φόρμιγγι
λιγαίνων ήιε,
δις τόσση δε
μετ' ίχνια
νίσσετο πέτρη.
[ο Αμφίων δε
με την χρυσή του φόρμιγγα
ηχούσε,
μία διπλή δε (απο τον ίδιο)
τα ίχνη του
ακολουθούσε πέτρα.]

[...]

Εν και Φρίξος έην Μινυήιος,
ως ετεόν περ εισαίων κριού,
ο δ' αρ' εξενέποντι εοικώς.
[Σε αυτόν και ο Φρίξος ήταν ο Μινύας,
σαν να άκουγε το κριάρι έμοιαζε,
που σαν να μιλούσε έδειχνε.]

Κείνους κ' εισορόων 
ακέοις ψεύδοιό τε θυμόν,
ελπόμενος πυκινήν τιν' 
από σφείων εσακούσαι βάξιν,
ο και δηρόν περιπορπίδα θηήσαιο.
[Εκείνους κοιτώντας 
άλαλος έμενες,
και θα παίδευες τον νου σου
απο αυτούς σοφό να ακούσεις λόγο,
για το οποίο ώρα πολύ θα παρατηρούσες.]

Τοί '  άρα δώρα 
θεάς Ιτωνίδος ήεν Αθήνης  ·
[Τέτοια τα δώρα 
της θεάς Ιτωνίδος ήταν Αθηνάς  · ]

δεξιτερή δ' έλεν 
έγχος εκηβόλον,
ο ρ' Αταλάντη 
Μαινάλω εν ποτέ 
οι ξεινήιον εγγυάλιξε,
πρόφρων αντομένη,
πέρι γαρ μενέαινεν 
έπεσθαι την οδόν ·
[στο δεξί του χέρι έλαβε 
δόρυ εκηβόλο 
(δόρυ μακρινής απόστασης),
δώρο της Αταλάντης 
που στο Μαίναλο κάποτε 
τον φιλοξένησε θερμά,
ποθούσε αλήθεια 
να τον ακολουθήσει στο δρόμο · ]

αλλ' όσον αυτός εκών,
απερήτυε κούρην,
δείσε γαρ αργαλέας έριδας 
φιλότητος έκητι.
[αλλ' εκείνος εκούσια,
εμπόδισε την κόρη,
γιατι φοβόταν πικρές έριδες
εξ αιτίας της αγάπης της.]

Δ' ίμεναι προτί άστυ,
φαεινώ αστέρι ίσος,
ον ρα τε νηγατέησιν εεργόμεναι καλύβησιν νύμφαι
θηήσαντο δόμων ύπερ αντέλλοντα,
και σφίσι κυανέοιο δι' αιθέρος
όμματα θέλγει 
καλόν ερευθόμενος,
γάνυται δε τε ηιθέοιο παρθένος
ιμείρουσα μετ' αλλοδαποίσιν εόντος ανδράσιν,
ω κεν μιν μνηστήν κομέωσι τοκήες  ·
[Ο δε (Ιάσων) ξεκίνησε για την πόλη,
με φαεινό αστέρι ίσος (ισότιμος, ίδιος),
το οποίο κλεισμένες σε νεο-οικοδομημένες καλύβες νύμφες,
βλέπουν πάνω απο το σπίτι τους να ανατέλλει,
και μέσα απο τον κυανό αιθέρα (αέρα)
τα μάτια τους θέλγει (μαγεύει) 
με την κόκκινη λάμψη του,
και η παρθένος χαίρεται,
ερωτευμένη ούσα με άνδρα που έχει φύγει σε άλλη χώρα,
και που για μνηστήρα τον θέλουν οι γονείς της ·]

ίκελος προπόλοιο κατά στίβον ήιεν ήρως ·
[έτσι όμοιος, για την πόλη ήταν καθ' οδόν ο ήρωας · ]

και ρ' ότε δη
πυλέων τε και άστεος εντός έβησαν,
δημότεραι μεν όπισθεν
επεκλονέοντο γυναίκες γηθόσυναι ξείνω ·
[και όταν δε
στις πύλες και στην πόλη μέσα μπήκαν,
της πόλης μεν οι γυναίκες 
έτρεξαν δίπλα τους
χαρούμενες για τον ξένο · ]

ο δ'
επί χθονός όμματ' ερείσας
νίσσετ' απηλεγέως,
όφρ' αγλαά δώμαθ' ίκανεν 
Υψιπύλης.
[ο δε 
στην γη τα μάτια του χαμηλώνοντας
προχωρούσε αδιάφορα,
ώσπου στα λαμπρά δώματα έφθασε
της Υψιπύλης.]

[...]

Δια την μεταγραφήν
και απόδοσιν,
Παλιγγίνης Ελευθέριος - HecarΧος HellΕυθερεύς  
✩☿Z =))=IΦI=((= S☿✩
✩∞ΙΑΟ∞✩
✩∞ΚΡΣ∞✩
✩☿Z =))=IΦI=((= S☿✩

(Υ.Γ.: παρακαλούνται οι αντιγραφείς 
να παραπέμπουν στην σελίδα 
που βρίσκουν κάθε κείμενο
διότι γίνονται ανανεώσεις)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχολιάστε, ρωτήστε, προτείνετε: