(Γιατί ΜΟΝΟτονικό)

[Να αναγνωστεί με προσοχή στις λεπτομέρειες...]

Κέβητος:
Πίναξ
-
Βίος
-
Χρυσούν Εγκόλπιον
(Χρυσό Φυλαχτό)





[Α'] Ετυγχάνομεν περιπατούντες 
εν τω του Κρόνου ιερώ, 
εν ώ 
πολλά μεν και άλλα 
αναθήματα εθεωρούμεν · 
[Έτυχε να περπατούμε 
μέσα στο ιερό του Κρόνου, 
στο οποίο 
πολλά μεν και άλλα 
αφιερώματα βλέπαμε ·] 

ανέκειτο δε 
και πίναξ τις 
έμπροσθεν του νεώ, 
εν ώ 
ήν γραφή τις 
ξένη 
[(σημ: δεύτερη γραφή)  
ξένη τις] 
και μύθους έχουσα ιδίους, 
ούς ούκ ηδυνάμεθα συμβαλείν, 
τίνες και ποτ' [ε] ήσαν. 
[ήταν δε
και κάποιος πίνακας 
μπροστά στον ναό, 
στον οποίο 
ήταν κάποια χάραξη ("γραφή") 
ξένη, 
και μύθους (ιστορίες) έχουσα παράξενους, 
τους οποίους δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε, 
ποιοι και πότε ήταν.]

Ούτε γαρ πόλις 
εδόκει ημίν 
είναι το γεγραμμένον 
ούτε στρατόπεδον, 
αλλά περίβολος ήν εν αυτώ 
έχων ετέρους περιβόλους δύο, 
τον μεν μείζω, 
τον δε ελάττω.
[Οτι ούτε πόλη 
φαινόταν σε εμάς 
να είναι το χαραχθέν
ούτε στρατόπεδο, 
αλλά περίβολος ήταν μέσα σε αυτό
έχων άλλους περιβόλους δύο, 
τον μεν μεγαλύτερο, 
τον δε μικρότερο.]

Ήν δε και πύλη 
επί του πρώτου περιβόλου.
[Ήταν δε και πύλη 
στον πρώτο περίβολο.]

Προς δε τη πύλη 
όχλος εδόκει ημίν 
πολύς εφεστάναι, 
και ένδον δε εν τω περιβόλω 
πλήθός τι γυναικών 
εωράτο.
[Προς δε την πύλη 
όχλος φαινόταν σε εμάς 
πολύς συγκεντρωμένος, 
και μέσα δε στον περίβολο 
κάποιο πλήθος γυναικών 
ήταν ορατό.]

Επί δε [της εισόδου] 
του [πρώτου] πυλώνος 
[και περιβόλου] 
γέρων τις εστώς 
έμφασιν εποίει 
ως προστάττων τι 
τω εισιόντι όχλω.
[Μπροστά δε [στην είσοδο] 
του [πρώτου] πυλώνα 
[και περιβόλου] 
κάποιος γέρος στεκόταν 
και εμφάνιση ποιούσε (είχε)
ως προστάζων κάτι 
τον εισερχόμενο όχλο.]

[Β'] Απορούντων ουν ημών 
περί της μυθολογίας 
προς αλλήλους 
πολύν χρόνον 
πρεσβύτης τις παρεστώς, 
ουδέν δεινόν πάσχετε, 
ώ ξένοι, 
έφη, 
απορούντες 
περί της γραφής 
ταύτης. 
[Απορώντας λοιπόν εμείς 
περί της ιστορίας
μεταξύ μας
για πολύ χρόνο 
κάποιος ηλικιωμένος που στεκόταν δίπλα,  
ουδέν κακό υφίσταστε, 
ώ ξένοι, 
είπε, 
που είστε απορημένοι 
για την γραφή (χάραξη) 
αυτή.]

Ουδέ γαρ των επιχωρίων 
πολλοί οίδασι, 
τί ποτε αύτη [η] μυθολογία δύναται · 
[Οτι ούτε απο τους ντόπιους 
πολλοί γνωρίζουν, 
τι αυτή η ιστορία αφορά · ] 

ουδέ γαρ εστι πολιτικόν το ανάθημα ·
[οτι ούτε είναι πόλης αφιέρωμα · ]

αλλά ξένος τις 
πάλαι ποτέ αφίκετο δεύρο, 
ανήρ έμφρων 
και δεινός περί σοφίαν, 
λόγω τε και έργω 
Πυθαγόρειόν τινα και Παρμενίδειον 
εζηλωκώς βίον, 
ός το τε ιερόν τούτο 
και την γραφήν 
ανέθηκε τω Κρόνω.
[αλλά κάποιος ξένος 
κάποτε στο παρελθόν αφίχθη εδώ, 
άνδρας με φρόνηση 
και ισχυρός σε σοφία, 
"λόγω" και "έργω" 
κάποιον Πυθαγόρειο και Παρμενίδειο 
παραδεχόμενος βίο, 
ο οποίος και το ιερό αυτό 
και την γραφή (την χάραξη)
αφιέρωσε στον Κρόνο.] 

Πότερον ούν, 
έφην εγώ, 
και αυτόν τον άνδρα 
γινώσκεις εωρακώς;
[Τι λοιπόν απο τα δύο, 
είπα εγώ, 
και αυτόν τον άνδρα 
τον γνωρίζεις στην όψη (ή όχι;)]
 
Και εθαύμασά γε, 
έφη, 
αυτόν 
πολύν χρόνον  
[(σημ: δεύτερη γραφή) πολυχρονιώτατον] 
νεώτερος ών. 
[Και θαύμασα βέβαια, 
είπε, 
αυτόν 
πολύ χρόνο, 
νεότερος όταν ήμουν.]
 
Πολλά γαρ 
και σπουδαία 
διελέγετο. 
[Οτι (για) πολλά 
και σπουδαία 
συζητούσε.]

[Τότε δη] 
και περί ταύτης 
[δε] της μυθολογίας 
πολλάκις 
αυτού ηκηκόειν διεξιόντος.
[Τότε λοιπόν
και σχετικά με αυτή 
[δε] την ιστορία 
πολλές φορές 
αυτόν άκουσα να εξηγεί.]

[Γ'] Πρός Διός 
τοίνυν, 
έφην εγώ, 
ει μη τις 
σοι 
μεγάλη ασχολία 
τυγχάνει ούσα, 
διήγησαι ημίν ·  
[Προς Διός (Διού, Θεού) 
λοιπόν, 
είπα εγώ, 
εάν δεν κάποια
για εσένα 
μεγάλη ασχολία
τυγχάνει να είναι, 
διηγήσου σε εμάς · ]
 
πάνυ γαρ 
επιθυμούμεν ακούσαι, 
τί ποτέ 
έστιν ο μύθος.
[οτι πολύ 
επιθυμούμε να ακούσουμε, 
τι πια
είναι (αυτή) η ιστορία.]
 

Ουδείς φθόνος, 
ώ ξένοι,
έφη. 
[Ουδεμία άρνηση,
ώ ξένοι,

Αλλά 
τουτί πρώτον 
δεί υμάς ακούσαι, 
ότι επικίνδυνόν τι 
έχει η εξήγησις.
[Αλλά 
αυτό πρώτα 
πρέπει εσείς να ακούσετε,
οτι κάτι επικίνδυνο 
έχει η εξήγηση.]
 

Οίον τί; 
έφην εγώ.
[Το οποίον τί; 
είπα εγώ.]
 

Ότι ει μεν προσέξετε, 
έφη, 
και συνήσετε τα λεγόμενα, 
φρόνιμοι και ευδαίμονες έσεσθε
ει δε μη, 
άφρονες 
και κακοδαίμονες 
και πηροί  
[(σημ: δεύτερη γραφή) πικροί] 
και αμαθείς γενόμενοι 
κακώς βιώσεσθε. 
Ότι εάν μεν προσέξετε
είπε, 
και κατανοήσετε τα λεγόμενα
φρόνιμοι και ευδαίμονες θα είστε
εάν δε όχι
άφρονες 
και κακοδαίμονες 
και ανήθικοι 
και αμαθείς όντες
κακά θα ζείτε.

Έστι γαρ η εξήγησις 
εοικυία τω της Σφιγγός αινίγματι
ο εκείνη 
προυβάλλετο  
[(σημ: δεύτερη γραφή) 
 προεβάλλετο] 
τοις ανθρώποις.
[Είναι λοιπόν η εξήγηση 
όμοια με το αίνιγμα της Σφιγγός
το οποίο εκείνη 
πρόβαλλε 
στους ανθρώπους.


Ει μεν ούν αυτό 
συνίει τις, 
εσώζετο, 
ει δε μη συνίει, 
απώλλυτο 
[(σημ: δεύτερη γραφή) 
 απώλετο
 υπό της Σφιγγός.
[Εάν μεν λοιπόν αυτό 
εξηγούσε κάποιος
σωζόταν
εάν δε δεν το εξηγούσε
χανόταν (αφανιζόταν)
απο την Σφίγγα.]

Ωσαύτως δε 
και επί της εξηγήσεως 
έχει ταύτης. 
[Ομοίως δε
και σχετικά με την εξήγηση
έχει αυτής].

Η γαρ αφροσύνη 
τοις ανθρώποις 
Σφίγξ έστιν
[Η γαρ αφροσύνη
για τους ανθρώπους
είναι Σφίγγα.]


Αινίττεται δε τάδε, 
τί αγαθόν, 
τί κακόν, 
τί ούτε αγαθόν 
ούτε κακόν 
έστιν εν τω βίω. 
[Αίνιγμα ρωτά δε αυτό
τί αγαθό
τί κακό
τί ούτε αγαθό 
ούτε κακό 
είναι στη ζωή.]

Ταύτ' ούν 
εάν μεν τις 
μή συνιή, 
απόλλυται υπ' αυτής, 
ουκ εισάπαξ, 
ώσπερ 
ο υπό της Σφιγγός καταβρωθείς 
απέθνησκεν, 
αλλά κατά μικρόν 
εν όλω τω βίω 
καταφθείρεται 
καθάπερ 
οι επί τιμωρία 
παραδιδόμενοι. 
[Αυτό λοιπόν 
εάν μεν κάποιος 
δεν το λύσει
χάνεται (αφανίζεται) απο αυτήν
όχι μεμιάς
όπως 
ο απο την Σφίγγα κατασπαραγμένος  
πέθαινε,
αλλά σε μικρά κομμάτια 
σε όλη του την ζωή 
φθείρεται
όπως 
εκείνοι που για τιμωρία
παραδίδονται.]

Εάν δε 
τις γνώ, 
ανάπαλιν 
η μεν αφροσύνη απόλλυται, 
αυτός δε 
σώζεται 
και μακάριος 
και ευδαίμων 
γίνεται 
εν παντί τω βίω
[Εάν δε 
κάποιος εννοήσει, 
αντίθετα 
η μεν αφροσύνη χάνεται, 
αυτός δε
σώζεται 
και μακάριος 
και ευδαίμων 
γίνεται 
σε όλη την ζωή (του).]

Υμείς ούν 
προσέχετε 
και μη παρακούετε. 
[Σεις λοιπόν
προσέχετε 
και μη παρακούετε.]


[Δ'] Ώ Ηράκλεις, 
ως εις μεγάλην τινά επιθυμίαν 
εμβέβληκας ημάς, 
ει ταύθ' ούτως έχει. 
[Ω Ηρακλή, 
σε τι μεγάλη επιθυμία 
μας έριξες, 
εάν αυτό έτσι έχει.]
 
Αλλ' έστιν, 
έφη, 
ούτως έχοντα.
[Αλλά είναι, 
είπε, 
έτσι έχοντα.]
 
Ουκ άν φθάνοις τοίνυν 
διηγούμενος ως ημών 
προσεξόντων ου παρέργως, 
επείπερ και το επιτίμιον τοιούτόν έστιν.
[Γρήγορα λοιπόν
διηγήσου σε εμάς 
που θα προσέξουμε όχι επιπόλαια, 
εφόσον και η ανταμοιβή είναι τέτοια.]
 
Αναλαβών ούν 
ράβδον τινά 
και εκτείνας προς την γραφήν,  
Οράτε
έφη, 
τον περίβολον τούτον;
[Αφού έλαβε λοιπόν 
μια ράβδο 
και την εξέτεινε προς τη γραφή, 
Βλέπετε
είπε, 
τον περίβολο αυτό;]

Ορώμεν.
[Bλέπουμε.]
 
Τούτο πρώτον 
δεί ειδέναι υμάς, 
ότι καλείται ούτος ο τόπος 
Βίος.
[Αυτό πρώτο
πρέπει να μάθετε εσείς,
οτι καλείται αυτός ο τόπος 
Βίος.]
 
Και ο όχλος ο πολύς 
ο παρά την πύλην εφεστώς 
οι μέλλοντες 
εισπορεύεσθαι εις τον Βίον 
ούτοί εισιν. 
[Και ο όχλος ο πολύς 
ο κοντά στην πύλη στεκούμενος, 
οι μέλλοντες 
να εισέλθουν στον Βίο
αυτοί είναι.]  


Ο δε γέρων 
ο άνω εστηκώς 
έχων χάρτην τινά 
εν τη χειρί 
και τη ετέρα ώσπερ δεικνύων τι, 
ούτος Δαίμων καλείται · 
[Ο δε γέρων
ο απο πάνω στεκούμενος 
που έχει κάποιο χάρτη 
στο χέρι 
και με το έτερο σαν να δεικνύει κάτι, 
αυτός Δαίμων καλείται · ]

προστάττει δε 
τοις εισπορευομένοις, 
τι δει αυτούς ποιείν, 
ως άν εισέλθωσιν εις τον Βίον · 
[προστάζει δε 
τους εισερχόμενους (και πορευόμενους), 
τί πρέπει αυτοί να κάνουν,
όταν εισέλθουν στον Βίο ·]

δεικνύει δε 
ποίαν οδόν αυτούς δει βαδίζειν, 
ει μέλλουσι σώζεσθαι 
εν τω Βίω.
[δείχνει 
ποιό δρόμο πρέπει να βαδίζουν, 
εάν μέλλουν (θέλουν) να σωθούν 
μέσα στον Βίο.]


[Ε'] Ποίαν ούν οδόν 
κελεύει βαδίζειν 
ή πώς; 
έφην εγώ.
[Ποιό λοιπόν δρόμο 
προστάζει να βαδίζουν, 
ή πώς; 
είπα εγώ.]

Οράς ούν, 
είπε, 
παρά την πύλην 
θρόνον τινά κείμενον 
κατά τον τόπον, 
καθ' όν εισπορεύεται ο όχλος, 
εφ' ού κάθηται γυνή 
πεπλασμένη τώ ήθει 
και πιθανή φαινομένη 
και εν τη χειρί έχουσα 
ποτήριόν τι;
[Βλέπεις λοιπόν, 
είπε, 
δίπλα στην πύλη 
κάποιον θρόνο που υπάρχει
σε αυτόν τον τόπο, 
στον οποίο εισέρχεται και πορεύεται ο όχλος, 
πάνω στον οποίο κάθεται γυναίκα 
πλασμένη (προσποιητή) στα ήθη
και με πειθώ φαινομένη,    
και (που) στο χέρι έχει 
ένα ποτήρι;]

Ορώ. 
Αλλά 
τις εστιν 
αύτη; 
έφην.
[Βλέπω. 
Αλλά 
ποιά είναι 
αυτή; 
είπα.]
 
Απάτη καλείται, 
φησίν, 
η πάντας τους ανθρώπους 
πλανώσα.
[Απάτη ονομάζεται, 
λέει, 
η όλους τους ανθρώπους
πλανώσα.]
 
Είτα 
τι πράττει 
αύτη;
[Έπειτα 
τι πράττει 
αυτή;]

Tους εισπορευομένους 
εις τον Βίον 
ποτίζει τη εαυτής δυνάμει.
[Τους εισερχομένους (και πορευόμενους)
στον Βίο, 
ποτίζει με την δική της δύναμη.]

Τούτο δε 
τι εστι 
το ποτόν;
[Αυτό
ποιο είναι 
το ποτό;]
 
Πλάνος
έφη, 
και άγνοια.
[Πλάνη
είπε, 
και άγνοια.]
 
Είτα 
τί;
[Έπειτα 
τί;]


Πιόντες τούτο 
πορεύονται εις τον Βίον.
[Πίνοντες αυτό, 
πορεύονται στον Βίο.]
 
Πότερον ούν 
πάντες πίνουσι 
τον πλάνον 
ή ού;
[Ποιό απο τα δύο λοιπόν 
όλοι πίνουν 
την πλάνη, 
ή όχι;]
 
[S'] Πάντες πίνουσιν
έφη, 
αλλ' οι μεν πλείον, 
οι δε ήττον.
[Όλοι πίνουν, 
είπε, 
αλλ' οι μεν περισσότερο, 
οι δε λιγότερο.


Έτι δε 
ουχ οράς 
ένδον 
της πύλης 
πλήθος τι γυναικών 
εταιρών 
παντοδαπάς μορφάς εχουσών;
[Ακόμη δε 
δεν βλέπεις 
στο εσωτερικό 
της πύλης, 
κάποιο πλήθος γυναικών 
εταίρων (πορνών)
που έχουν πολλές μορφές;]
 
Ορώ.
[Βλέπω.]
 
Αύται τοίνυν 
Δόξαι 
και Επιθυμίαι 
και Ηδοναί 
καλούνται.
[Αυτές λοιπόν, 
Δόξες 
και Επιθυμίες 
και Ηδονές 
καλούνται.]
 
Όταν ούν 
εισπορεύηται ο όχλος, 
αναπηδώσιν αύται 
και περιπλέκονται προς έκαστον, 
είτα απάγουσι.
[Όταν λοιπόν 
εισέρχεται (και πορεύεται) ο όχλος, 
αναπηδούν αυτές 
και περιπλέκονται στον καθένα (τον αγκαλιάζουν), 
έπειτα (τους) οδηγούν.]

Πού δε 
απάγουσιν αυτούς;
[Που δε
οδηγούν αυτούς;]
 
Αι μεν 
εις το σώζεσθαι, 
έφη, 
αι δε 
εις το απόλλυσθαι 
δια την απάτην.
[Οι μεν 
(τους οδηγούν) στο να σωθούν, 
είπε, 
οι δε 
στο να χαθούν (αφανιστούν) 
εξαιτίας της απάτης.]
 
Ω δαιμόνιε, 
ως χαλεπόν 
το πόμα 
λέγεις.
[Ω δαιμόνιε, 
σαν κακό 
το ποτό 
που λες.]

Και πάσαί γε, 
έφη, 
επαγγέλονται ως επί τα βέλτιστα άξουσι 
και εις βίον ευδαίμονα 
και λυσιτελή. 
[Και όλες βέβαια, 
είπε,
υπόσχονται οτι στα καλύτερα θα τους οδηγήσουν
και σε ζωή ευτυχισμένη 
και ωφέλιμη.


Οι δε 
δια την άγνοιαν 
και τον πλάνον, 
όν πεπώκασι παρά της Απάτης, 
ουχ ευρίσκουσι 
ποία εστίν η αληθινή οδός 
η εν τω Βίω, 
αλλά πλανώνται εική, 
ώσπερ οράς 
και τους πρότερον εισπορευομένους 
ως περιάγοντας 
όποι αν τύχη.
[Οι δε, 
απο την άγνοια 
και την πλάνη 
που ήπιαν από την Απάτη, 
δεν βρίσκουν 
ποιος είναι ο αληθινός δρόμος, 
στην ζωή, 
αλλά περιπλανώνται τυφλά, 
όπως βλέπεις 
και τους πριν εισερχομένους (και πορευομένους) 
που περιφέρονται 
όπου τύχει.]


[Ζ'] Ορώ τούτους, 
έφην. 
[Βλέπω αυτούς,
είπα.]

Η δε γυνή εκείνη 
τις εστιν 
η ώσπερ τυφλή και μαινομένη 
τις είναι δοκούσα 
και εστηκυία 
επί λίθου τινός 
στρογγύλου;
[Η δε γυναίκα εκείνη 
ποιά είναι
η οποία σαν τυφλή και μαινόμενη (τρελή) 
κάποιος νομίζει οτι είναι 
και στεκούμενη (είναι) 
πάνω σε κάποιο λίθο 
στρογγυλό;]
 
Καλείται μεν, 
έφη,  
Τύχη · 
[Καλείται μεν, 
είπε, 
Τύχη · ]

εστι δε 
ου μόνον τυφλή 
και μαινομένη, 
αλλά και κωφή.
[είναι δε 
όχι μόνο τυφλή 
και τρελή, 
αλλά και κουφή.]
 
Αύτη ούν 
τι έργον έχει;
[Αυτή λοιπόν 
τί έργο έχει;]

Περιπορεύεται πανταχού, 
έφη ·  
[Περιφέρεται παντού, 
είπε · ]
 
και παρ' ών μεν 
αρπάζει τα υπάρχοντα 
και ετέροις δίδωσι ·   
[και απο τους μεν 
αρπάζει τα υπάρχοντα 
και σε άλλους τα δίνει · ] 

παρά δε των αυτών πάλιν 
αφαιρείται παραχρήμα ά δέδωκε 
και άλλοις δίδωσιν 
εική και αβεβαίως.
[απο τους ίδιους πάλι 
αφαιρεί αμέσως εκείνα τα οποία έδωσε 
και σε άλλους τα δίνει 
τυφλά και αβέβαια.

Διο και το σημείον 
καλώς μηνύει την φύσιν αυτής.
[Γι' αυτό και το σημείο 
καλά διαμηνύει την φύση της.]

Ποίον τούτο; 
έφην εγώ.
[Ποιό αυτό; 
είπα εγώ.]
 
Ότι 
επί λίθου στρογγύλου 
έστηκεν.
[Ότι 
πάνω σε λίθο στρογγυλό
στέκεται.]
 
Είτα 
τί τούτο σημαίνει;
[Έπειτα, 
τί αυτό σημαίνει;]
 
Ουκ ασφαλής 
ουδέ βεβαία 
εστίν η παρ' αυτής δόσις.
[Ούτε ασφαλές 
ούτε βέβαιο 
είναι το απο αυτή δοθέν.]
 
Εκπτώσεις γαρ μεγάλαι 
και σκληραί γίγνονται, 
όταν τις αυτή πιστεύση.
[Οτι καταστροφές μεγάλες 
και σκληρές γίνονται, 
όταν κάποιος αυτήν εμπιστευτεί.]
 
[H'] Ο δε 
[των ανθρώπων] πολύς όχλος ούτος 
ο περί αυτήν εστηκώς 
τι βούλεται 
και τίνες καλούνται;
[Ο δε
[των ανθρώπων] πολύς όχλος αυτός 
που γύρω της στέκεται 
τί θέλει 
και πώς λέγονται (αυτοί);]


Kαλούνται μεν ούτοι 
απροβούλευτοι · 
αιτούσι δε έκαστος αυτών 
ά ρίπτει.
[Καλούνται μεν αυτοί 
άβουλοι (απερίσκεπτοι) · 
ζητούν δε καθένας απο αυτούς 
αυτά τα οποία ρίχνει.]
 
Πώς ούν 
ουχ ομοίαν έχουσι την μορφήν, 
αλλ' οι μεν αυτών δοκούσι χαίρειν, 
οι δε αθυμούσιν 
εκτετακότες τας χείρας; 
[Πώς λοιπόν 
ανόμοια έχουν την μορφή, 
αλλ' οι μεν εξ αυτών δείχνουν να χαίρουν, 
(ενώ) οι δε αθυμούν (λυπούνται)
εκτείνοντες τα χέρια;] 

Οι μεν δοκούντες, 
έφη, 
χαίρειν και γελάν 
αυτών 
οι ειληφότες τι 
παρ' αυτής εισίν ·    
[Οι μεν που φαίνονται, 
είπε, 
να χαίρουν και να γελούν 
απο αυτούς
οι έχοντες λάβει κάτι 
απο αυτήν είναι · ] 

ούτοι δε 
και αγαθήν Τύχην 
αυτήν καλούσιν.  
[αυτοί δε
και αγαθή Τύχη
αυτήν καλούν.]

Οι δε 
δοκούντες κλαίειν 
[και εκτετακότες] 
εισί παρ' ών 
αφείλετο ά δέδωκε 
πρότερον αυτοίς. 
[Οι δε  
που δείχνουν να κλαίνε 
[και εκτεταμένα] (έχουν τα χέρια τους) 
είναι (εκείνοι) απο τους οποίους
αφαίρεσε εκείνα τα οποία έδωσε 
πριν σε αυτούς.]

Ούτοι δε 
πάλιν αυτήν 
κακήν Τύχην 
καλούσι. 
[Αυτοί δε, 
πάλι αυτήν (την ίδια) 
κακή Τύχη 
καλούν.]
 
Τίνα ούν εστιν 
ά δίδωσιν αυτοίς, 
ότι ούτως 
οι μεν λαμβάνοντες χαίρουσιν, 
οι δε αποβάλλοντες 
κλαίουσι;
[Ποιά λοιπόν είναι 
αυτά που δίνει σε αυτούς, 
οτι έτσι 
οι μεν που τα λαμβάνουν χαίρονται, 
(ενώ) οι δε που τους τα παίρνει   
κλαίνε;]
 
Ταύτα, 
έφη, 
ά παρά τοις πολλοίς ανθρώποις 
δοκεί είναι αγαθά.
[Αυτά, 
είπε, 
(είναι) εκείνα τα οποία απο τους πολλούς ανθρώπους 
θεωρούνται οτι είναι αγαθά.]


Ταύτα ουν 
τίνα εστί;
[Αυτά λοιπόν 
ποιά είναι;]  

Πλούτος δηλονότι 
και δόξα 
και ευγένεια 
και τέκνα 
και τυραννίδες 
και βασιλείαι 
και τάλλα 
όσα τούτοις παραπλήσια.
[Πλούτος είναι 
και δόξα 
και ευγένεια (καταγωγής) 
και τέκνα 
και τυραννίδες 
και βασιλείες 
και τα άλλα 
όσα αυτών είναι παραπλήσια.]
 
Ταύτα ούν 
πώς ουκ έστιν αγαθά;
[Αυτά λοιπόν 
πώς δεν είναι αγαθά;]
 
Περί μεν τούτων, 
έφη, 
και αύθις διαλεξόμεθα, 
νυν δε περί την μυθολογίαν 
γενώμεθα.
[Σχετικά με αυτά,
είπε,
και μετά θα συζητήσουμε, 
τώρα δε σχετικά με την ιστορία 
ας καταγινόμαστε.]
 
Έστω 
ούτως.
[Έστω 
(ας γίνει) έτσι.]



[Θ'] Οράς ούν, 
[ως] αν παρέλθης την πύλην ταύτην, 
ανωτέρω άλλον περίβολον 
και γυναίκας έξω του περιβόλου 
εστηκυίας κεκοσμημένας 
ώσπερ εταίραι ειώθασι;
[Βλέπεις λοιπόν, 
[όπως] εάν περάσεις την πύλη αυτή, 
ψηλότερα άλλο περίβολο 
και γυναίκες έξω από τον περίβολο 
να στέκονται κοσμημένες (στολισμένες), 
όπως οι εταίρες (πόρνες) συνηθίζουν;]
 
Και μάλα.
[Και περισσότερο.]
 
Αύται τοίνυν 
η μεν Ακρασία καλείται, 
η δε Ασωτία, 
η δε Απληστία, 
η δε Κολακεία.
[Αυτές λοιπόν
η μεν Ακρασία (Ακράτεια) καλείται, 
η δε Ασωτεία, 
η δε Απληστία 
η δε Κολακεία.]
 
Τι ουν 
ώδε εστήκασιν ούται;
[Τι λοιπόν 
έτσι στέκονται αυτές;]
 
Παρατηρούσιν, 
έφη, 
τους ειληφότας τι 
παρά της Τύχης.
[Παρατηρούν, 
είπε, 
εκείνους που έλαβαν κάτι 
απο την Τύχη.]
 
Είτα 
τί;
[Έπειτα 
τί;]
 
Αναπηδώσι 
και συμπλέκονται αυτοίς 
και κολακεύουσι 
και αξιούσι παρ' αυταίς μένειν 
λέγουσαι ότι βίον έξουσιν ηδύν τε 
και άπονον 
και κακοπάθειαν 
έχοντα ουδεμίαν. 
[Aναπηδούν 
και συμπλέκονται με αυτούς (τους αγκαλιάζουν) 
και τους κολακεύουν 
και αξιώνουν κοντά τους να μείνουν, 
λέγουσες οτι ζωή θα περάσουν ευχάριστη 
και χωρίς πόνους 
και κακοτυχία 
έχοντας ουδεμία.]

Εάν ούν 
τις πεισθή υπ' αυτών 
εισελθείν εις την Ηδυπάθειαν, 
μέχρι μεν τινός 
ηδεία δοκεί είναι η διατριβή, 
έως αν γαργαλίζει τον άνθρωπον, 
είτ' ουκέτι. 
[Εάν λοιπόν
κάποιος πειστεί απ' αυτές
να εισέλθει στην Ηδυπάθεια (Λαγνεία),
μέχρι μεν κάποιου σημείου 
ευχάριστη του φαίνεται να είναι η τριβή, 
έως εκεί που γαργαλίζει (ερεθίζει) τον άνθρωπο, 
(μα) έπειτα όχι άλλο.]

Όταν γαρ ανανήψη, 
αισθάνεται ότι ουκ ήσθιεν, 
αλλ' υπ' αυτής κατησθίετο 
και υβρίζετο. 
[Όταν λοιπόν ανανήψει (συνέλθει),
αισθάνεται οτι δεν έτρωγε, 
αλλ' απ' αυτήν κατατρωγόταν 
και υβριζόταν.]



Διό 
και όταν αναλώση πάντα 
όσα έλαβε παρά της Τύχης, 
αναγκάζεται 
ταυταις ταις γυναιξί δουλεύειν 
και πανθ' υπομένειν 
και ασχημονείν 
και ποιείν ένεκεν τούτων 
πάντα όσα εστί βλαβερά, 
οίον 
αποστερείν, 
ιεροσυλείν, 
επιορκείν, 
προδιδόναι, 
ληίζεσθαι 
και πανθ' όσα 
τούτοις παραπλήσια. 
[Για αυτό 
και όταν καταναλώσει όλα, 
όσα έλαβε απο την Τύχη, 
αναγκάζεται 
σε αυτές τις γυναίκες να δουλοποιηθεί
και όλα να τα υπομένει 
και να ασχημονεί (να φέρεται άσχημα)
και να κάνει εξ αιτίας αυτών
όλα όσα είναι βλαβερά, 
δηλαδή 
να αποστερεί, 
να ιεροσυλεί, 
να επιορκεί, 
να προδίδει, 
να ληστεύει 
και πάντα όσα
σε αυτά παραπλήσια (είναι).]

Όταν ούν 
πάντα αυτοίς επιλίπη, 
παραδίδονται τη Τιμωρία.
[Όταν λοιπόν, 
όλα αυτά σε αυτούς εξαντληθούν, 
παραδίδονται στην Τιμωρία.]


[Ι'] Ποία δε 
εστιν αύτη;
[Ποιά δε 
είναι αυτή;]  
 

Οράς 
οπίσω τι, 
έφη, 
αυτών άνω 
ώσπερ θύριον μικρόν 
και τόπον στενόν τινα 
και σκοτεινόν;
[Βλέπεις 
πίσω κάτι, 
είπε, 
απο αυτές επάνω
σαν θύρα μικρή 
και κάποιον τόπο στενό 
και σκοτεινό;]

Και μάλα.
[Και βέβαια.]
 
Ουκούν
και γυναίκες αισχραί 
και ρυπαραί 
και ράκη ημφιεσμέναι 
δοκούσι συνείναι;
[Λοιπόν 
και γυναίκες αισχρές (άσχημες) 
και ρυπαρές (λερωμένες)
και ράκη (κουρέλια) αμφιεσμένες (ντυμένες) 
που δείχνουν μέσα να είναι;]


Και μάλα.
[Και βέβαια.]
 
Αύται τοίνυν, 
έφη, 
η μεν 
την μάστιγα έχουσα 
καλείται Τιμωρία, 
η δε 
την κεφαλήν εν τοις γόνασιν έχουσα 
Λύπη, 
η δε τας τρίχας 
τίλλουσα εαυτής 
Οδύνη.
[Αυτές λοιπόν, 
είπε, 
η μεν 
το μαστίγιο έχουσα 
καλείται Τιμωρία, 
η δε 
που το κεφάλι μέσα στα γόνατα έχει
Λύπη, 
η δε τις τρίχες (του κεφαλιού)
που τραβά του εαυτού της 
Οδύνη.]
 
Ο δε άλλος 
τούτος ο παρεστηκώς αυταίς 
δυσειδής τις 
και λεπτός 
και γυμνός, 
και μετ' αυτού 
τις άλλη 
ομοία αυτώ 
αισχρά και λεπτή, 
τίνες εισίν;
[Ο δε άλλος 
αυτός που παραστέκεται σε αυτές, 
κάποιος άσχημος, 
και λεπτός 
και γυμνός, 
και μαζί του 
κάποια άλλη 
όμοια με αυτόν 
αισχρή και λεπτή, 
ποιοί είναι;]
 
Ο μεν 
Οδυρμός καλείται, 
έφη, 
η δε 
Αθυμία, 
αδελφή δ' εστίν 
αύτη αυτού. 
[Ο μεν 
Οδυρμός καλείται, 
είπε, 
η δε 
Αθυμία, 
αδελφή δε είναι 
αυτή εκείνου.]

Τούτοις ούν 
παραδίδοται 
και μετά τούτων 
συμβιοί τιμωρούμενος · 
[Σε αυτούς λοιπόν 
παραδίδεται 
και με αυτούς 
συμβιώνει τιμωρούμενος · ]


είτα 
ενταύθα πάλιν 
εις τον έτερον οίκον ρίπτεται, 
εις την Κακοδαιμονίαν, 
και ώδε 
τον λοιπόν βίον καταστρέφει 
εν πάση κακοδαιμονία, 
αν μη η Μετάνοια 
αυτώ τύχη συναντήσασα.
[έπειτα 
εδώ πάλι 
στον άλλο οίκο ρίχνεται, 
στην Κακοδαιμονία, 
και εδώ 
την υπόλοιπη ζωή (του) καταστρέφει
μέσα σε κάθε κακοδαιμονία, 
εάν δεν η Μετάνοια 
αυτόν κατά τύχη συναντήσει.]


[ΙΑ'] Είτα τι γίνεται, 
εάν η Μετάνοια αυτώ συναντήση;
[Έπειτα τί γίνεται, 
εάν η Μετάνοια τον συναντήσει;]
 
Eξαιρεί αυτόν 
εκ των κακών 
και συνίστησιν αυτώ 
ετέραν Δόξαν 
[και Επιθυμίαν] 
την εις την αληθινήν Παιδείαν άγουσαν, 
άμα δε 
και εις την Ψευδοπαιδείαν καλουμένην.
[Εξάγει αυτόν 
απο τα κακά 
και συνιστά σε αυτόν 
άλλη Ιδέα 
[και Επιθυμία] 
την οδηγούσα στην αληθινή Παιδεία, 
μαζί δε 
και σε αυτή που Ψευδοπαιδεία καλείται.]
 
Είτα τί γίνεται;
[Έπειτα τί γίνεται;]
 
Εάν μεν, 
φησί, 
την Δόξαν ταύτην προσδέξηται 
την άξουσαν αυτόν 
εις την αληθινήν Παιδείαν, 
καθαρθείς υπ' αυτής σώζεται 
και μακάριος 
και ευδαίμων 
γίνεται εν τω Βίω · 
[Eάν μεν, 
λέει, 
την Ιδέα αυτή δεχτεί, 
αυτή που θα οδηγήσει αυτόν 
στην αληθινή Παιδεία, 
αφού καθαριστεί απο αυτήν σώζεται 
και μακάριος 
και ευδαίμων 

γίνεται μέσα στο Βίο · ]

ει δε μη, 
πάλιν πλανάται 
υπό της Ψευδοδοξίας.
[εάν δε όχι, 
πάλι πλανιέται 

απο την Ψευδοδοξία.]


[ΙΒ'] Ω Ηράκλεις, 
ως μέγας ο κίνδυνος άλλος ούτος. 
[Ω Ηρακλή, 
άλλος μεγάλος κίνδυνος αυτός.]


Η δε Ψευδοπαιδεία ποία εστίν; 
έφην εγώ.
[Η δε Ψευδοπαιδεία ποια είναι; 
είπα εγώ.]
 
Ουχ οράς 
τον έτερον περίβολον 
εκείνον;
[Δεν βλέπεις 
τον άλλο περίβολο 
εκείνο;]
 
Και μάλα, 
έφην εγώ.
[Και βέβαια,
είπα εγώ.]

 
Ουκούν
έξω του περιβόλου 
παρά την είσοδον 
γυνή τις έστηκεν, 
ή δοκεί πάνυ καθάριος 
και εύτακτος είναι;
[Λοιπόν 
έξω από τον περίβολο 
κοντά στην είσοδο 
κάποια γυναίκα στέκει, 
η οποία φαίνεται πολύ καθαρή 
και περιποιημένη να είναι;]
 
Και μάλα.
[Και βέβαια.]
 
Ταύτην τοίνυν 
οι πολλοί και εικαίοι των ανδρών 
Παιδείαν καλούσιν · 
[Αυτήν λοιπόν 
οι πολλοί και κούφιοι απο τους άνδρες, 
Παιδεία την ονομάζουν · ]


ουκ έστι δε, 
αλλά Ψευδοπαιδεία, 
έφη. 
[δεν είναι δε (Παιδεία),
αλλά (είναι) Ψευδοπαιδεία,
είπε.]


Οι μεν τοι σωζόμενοι 
οπόταν βούλωνται 
εις την αληθινήν Παιδείαν ελθείν, 
ώδε πρώτον παραγίγνονται.
[Οι μεν σωζόμενοι 
όταν θέλουν 
στην αληθινή Παιδεία να έρθουν, 
απο εδώ πρώτα θα περάσουν
(απο την Ψευδοπαιδεία).]
 

Πότερον ούν 
άλλη οδός ουκ έστιν 
επί την αληθινήν Παιδείαν άγουσα.
[Ποιό απο τα δύο λοιπόν 
άλλη οδός δεν υπάρχει 
στην αληθινή Παιδεία να οδηγεί ή όχι;]
 
Ουκ έστιν, 
έφη.
[Δεν υπάρχει, 
είπε.]


 
[ΙΓ'] Ούτοι δε οι άνθρωποι 
οι έσω του περιβόλου 
ανακάμπτοντες 
τίνες εισίν;
[Αυτοί δε οι άνθρωποι
οι μέσα στον περίβολο
που περπατούν
ποιοί είναι;]

Oι της Ψευδοπαιδείας, 
έφη, 
ερασταί 
ηπατημένοι 
και οιόμενοι 
μετά της αληθινής Παιδείας συνομιλείν.
[Οι της Ψευδοπαιδείας, 
είπε, 
εραστές 
εξαπατημένοι 
και νομίζοντες 
με την αληθινή Παιδεία οτι ασχολούνται.]

Τίνες ουν 
καλούνται ούτοι;
[Πώς λοιπόν
ονομάζονται αυτοί;]

Οι μεν ποιηταί, 
έφη, 
οι δε ρήτορες, 
οι δε διαλεκτικοί, 
οι δε μουσικοί, 
οι δε αριθμητικοί, 
οι δε γεωμέτραι, 
οι δε αστρολόγοι, 
οι δε κριτικοί, 
οι δε ηδονικοί, 
οι δε περιπατητικοί 
και όσοι 
τούτοις εισί παραπλήσιοι.
[Οι μεν ποιητές, 
είπε, 
οι δε ρήτορες, 
οι δε διαλεκτικοί, 
οι δε μουσικοί, 
οι δε μαθηματικοί, 
οι δε γεωμέτρες, 
οι δε αστρολόγοι, 
οι δε κριτικοί, 
οι δε ηδονικοί, 
οι δε περιπατητικοί, 
και όσοι 
σε αυτούς είναι παραπλήσιοι.]


 
[ΙΔ'] Αι δε γυναίκες 
αϊ δοκούσι περιτρέχειν 
όμοιαι ταις πρώταις, 
εν αίς, 
έφης, 
είναι την Ακρασίαν 
[και αι άλλαι αι μετ' αυτών] 
τίνες εισίν;
[Οι δε γυναίκες 
που φαίνονται να τρέχουν γύρω
όμοιες με τις πρώτες, 
ανάμεσα στις οποίες, 
είπες, 
είναι η Ακράτεια 
[και οι άλλες που είναι μαζί τους] 
ποιές είναι;]

Αυταί εκείναι εισιν, 
έφη.
[Αυτές εκείνες είναι (οι ίδιες), 
είπε.]
 
Πότερον ουν 
και ώδε εισπορεύονται;
[Ποιό απο τα δύο λοιπόν 
και εκείνες εκεί εισέρχονται και πορεύονται 
ή όχι;]
 
Νη Δία 
και ώδε, 
σπανίως δε και ουχί 
ώσπερ εν τω πρώτω περιβόλω.
[Ναι Δία 
και εκεί, 
σπανίως δε και όχι 
όπως στον πρώτο περίβολο.]

Πότερον ουν 
και αι Δόξαι; έφην.
[Ποιό απο τα δύο λοιπόν
και οι Δοξασίες ή όχι; είπα.]
 
Μένει γαρ και εν τούτοις το πόμα, 
ό έπιον παρά της Απάτης, 
και η άγνοια μένει 
[εν τούτοις νη Δία] 
και μετ' αυτής γε η αφροσύνη, 
και ου μη απέλθη απ' αυτών 
ουθ' η δόξα 
ουθ' η λοιπή κακία 
μέχρι άν απογνόντες της Ψευδοπαιδείας 
εισέλθωσιν εις την αληθινήν οδόν 
και πίωσι 
τας τούτων καθαρτικάς δυνάμεις. 
[(Ναι) Οτι μένει και σε αυτούς το ποτό, 
το οποίο ήπιαν από την Απάτη 
και η άγνοια μένει 
[σε αυτούς μα το Δία] 
και μαζί της η αφροσύνη,
και δεν θα φύγει απο αυτούς 
ούτε η δόξα 
ούτε η υπόλοιπη κακία, 
μέχρι απορρίπτοντας την Ψευδοπαιδεία, 
να εισέλθουν στον Αληθινό Δρόμο 
και πιούν 
τις απο αυτά Καθαρτικές Δυνάμεις.]

Είτα 
όταν καθαρθώσι 
και εκβάλωσι τα κακά 
πανθ' όσ' αν έχωσι 
και τας δόξας και την άγνοιαν 
και την λοιπήν κακίαν πάσαν, 
τότε [αν] ούτω σωθήσονται. 
[Έπειτα 
όταν καθαρθούν 
και αποβάλλουν τα κακά 
πάντα όσα αν έχουν 
και τις δοξασίες και την άγνοια 
και την υπόλοιπη κακία όλη, 
τότε [αν (μόνο)] έτσι θα σωθούν.]

Ώδε δε 
μένοντες παρά τη Ψευδοπαιδεία 
ουδέποτε απολυθήσονται 
ουδέ ελλείψει αυτούς κακόν ουδέν 
ένεκα τούτων των μαθημάτων.
[Εάν δε 
μένοντες κοντά στην Ψευδοπαιδεία
ουδέποτε θα απαλλαγούν 
ούτε θα λείψει απο αυτούς κακό κανένα, 
εξαιτίας αυτών των μαθημάτων.]


 
[ΙΕ'] Ποία ουν 

αύτη η οδός εστιν
η φέρουσα επί την αληθινήν Παιδείαν; [έφην].
[Ποια λοιπόν αυτή η οδός είναι 
που φέρνει στην αληθινή Παιδεία; [είπα]]
 
Οράς άνω, 
έφη, 
τόπον τινά 
εκείνον, 
όπου ουδείς επικατοικεί, 
αλλ' έρημος, 
δοκεί είναι;
[Βλέπεις πάνω, 
είπε, 
κάποιον τόπο 
εκείνον, 
όπου ουδείς κατοικεί, 
αλλ' έρημος, 
φαίνεται να είναι;]

 Ορώ.
[Bλέπω.]

Ουκούν
και θύραν τινά μικράν 
και οδόν τινα προ της θύρας, 
ήτις ου πολύ όχλείται, 
αλλ' ολίγοι πάνυ πορεύονται 
ώσπερ [δι'] ανοδίας τινός 
και τραχείας 
και πετρώδους 
είναι δοκούσης;
[Λοιπόν 
και κάποια θύρα μικρή 
και κάποια οδό πριν την θύρα, 
η οποία όχι πολύ όχλο έχει (δεν έχει πολύ όχλο), 
αλλα λίγοι πολύ πορεύονται (σε αυτή), 
(αφού) δείχνει να μην είναι κάποια άνοδος
και τραχειά
και πετρώδης
δείχνει να είναι;]

Και μάλα, 

έφην.
[Και "περισσότερο" (απο όσο λες), 

είπα.]
 

Ουκούν κανι βουνός τις υψηλός 

δοκεί είναι 
και ανάβασις στενή πάνυ 
και κρημνούς έχουσα 
ένθεν και ένθεν βαθείς.
[Λοιπόν και ένα βουνό ψηλό 

φαίνεται να είναι 
και ανάβαση πολύ στενή 
και γκρεμούς να έχει 
εδώ και εκεί βαθείς;]
 

Ορώ.
[Βλέπω.]
 

Αύτη τοίνυν εστίν η οδός, έφη, 

η άγουσα προς την αληθινήν Παιδείαν.
[Αυτός είναι ο δρόμος, είπε, 

που οδηγεί στην Αληθινή Παιδεία.]
 

Και μάλα γε χαλεπή προσιδείν.
[Και πολύ δύσκολο να τον κοιτάξει κάποιος.]
 

Ουκούν και άνω επί του βράχου 

οράς πέτραν τινά μεγάλην και υψηλήν 
και κύκλω απόκρημνον;
[Λοιπόν και πάνω στο βράχο 

βλέπεις κάποια πέτρα μεγάλη και ψηλή 
και γύρω κύκλο απόκρημνο;]
 

Ορώ, 

έφην.
[Βλέπω, 

είπα.]

 
[ΙS'] Οράς ούν και γυναίκας δύο 

εστηκυίας επί της πέτρας 
λιπαράς και ευεκτούσας τω σώματι, 
ως εκτετάκασι τας χείρας προθύμως;
[Bλέπεις λοιπόν και δύο γυναίκες 

να στέκονται πάνω στην πέτρα 
ζωηρές και καλοφτιαγμένες στο σώμα, 
πως εκτείνουν τα χέρια πρόθυμα;]
 

Ορώ, 

αλλά τίνες καλούνται, 
έφην, 
αύται;
[Bλέπω, 

αλλά πως ονομάζονται, 
είπα, 
αυτές;]
 

Η μεν Εγκράτεια καλείται, 

έφη, η δε Καρτερία · 
εισί δε αδελφαί.
[Η μεν Εγκράτεια καλείται, 

είπε, η άλλη Καρτερία · (αναμονή)
είναι αδελφές.]
 

Τι ουν τας χείρας εκτετάκασι 

προθύμως ούτως;
[Τί λοιπόν έχουν τα χέρια τεντωμένα 

έτσι πρόθυμα;]
 

Παρακαλούσιν, έφη, 

τους παραγινομένους επί τον τόπον 
θαρρείν και μη αποδειλιάν 
λέγουσαι οτι βραχύ έτι δει καρτερήσαι αυτούς, 
είτα ήξουσιν εις οδόν καλήν.
[Παρακαλούν, είπε, 

αυτούς που φτάνουν στον τόπο αυτό, 
να έχουν θάρρος και να μην δειλιάζουν, 
λέγουσες οτι για λίγο ακόμη θα υπομένουν αυτοί, 
και έπειτα θα φθάσουν σε οδό καλή.]
 

Όταν ουν παραγένωνται επί την πέτραν, 

πώς αναβαίνουσιν; 
ορώ γαρ οδόν 
φέρουσαν ουδεμίαν επ' αυτάς.
[Όταν λοιπόν φτάνουν στην πέτρα, 

πώς ανεβαίνουν; 
γιατι βλέπω οτι οι δρόμοι 
δεν οδηγούν σε καμμία απο αυτές.]
 

Αύται απo του κρημνού προσκαταβαίνουσι 

και έλκουσιν αυτούς άνω προς αυτάς, είτα κελεύουσιν αυτούς διαναπαύσασθαι · 
[Aυτές απo τον γκρεμό κατεβαίνουν 
και τραβούν αυτούς επάνω προς αυτές, 
έπειτα τους λένε να αναπαυθούν · ] 

και μετά μικρόν 
διδόασιν ισχύν και θάρσος 
και επαγγέλλονται 
αυτούς καταστήσειν προς την αληθινήν Παιδείαν 
και δεικνύουσιν αυτοίς την οδόν, ως έστι καλή τε και ομαλή και ευπόρευτος 
και καθαρά παντός κακού, 
ώσπερ οράς.
[και μετά απο μικρό (διάστημα) 

τους δίνουν δύναμη και θάρρος 
και υπόσχονται 
οτι θα οδηγήσουν αυτούς στην αληθινή Παιδεία 
και τους δείχνουν την οδό, 
οτι είναι καλή και ομαλή και εύκολη στην πόρευση και καθαρή απο κάθε κακό, 
όπως βλέπεις.]
 

Εμφαίνει 

νη Δία.
[Εμφαίνεται

μα το Δία.]

 
[ΙΖ'] Οράς ουν, 

έφη, 
και έμπροσθεν του άλσους εκείνου 
τόπον τινά, 
ος δοκεί καλός τε είναι και λειμωνοειδής 
και φωτί πολλώ καταλαμπόμενος;
[Βλέπεις λοιπόν, 

είπε, 
και μπροστά απο το άλσος εκείνο 
κάποιον τόπο, 
που φαίνεται να είναι καλός και χλοερός 
και απο πολλά φώτα ολόλαμπρος;]
 

Και μάλα.
[Και πολύ (περισσότερο).]
 
Κατανοείς ουν 

εν μέσω τω λειμώνι 
περίβολον έτερον 
και πύλην ετέραν;
[Διακρίνεις λοιπόν 

μέσα στον λειμώνα
άλλο περίβολο 
και άλλη πύλη;]
 
Έστιν ούτως · 

αλλά τις καλείται 
ο τόπος ούτος;
[Eίναι έτσι · 

αλλά πώς καλείται 
ο τόπος αυτός;]
 
Ευδαιμόνων οικητήριον, 

έφη · 
ώδε γαρ διατρίβουσιν αι Αρεταί πάσαι 
και η Ευδαιμονία.
[Ευδαιμόνων οικία, 

είπε · 
διότι, εκεί ζουν όλες οι Αρετές 
και η Ευδαιμονία.]
 

Είεν, έφην εγώ, 

ως καλόν λέγεις τον τόπον είναι.
[Δείχνει, είπα εγώ, να είναι καλός ο τόπος για τον οποίο λες.]
 
[ΙΗ'] Ουκούν παρά την πύλην οράς, έφη, ότι γυνή τις εστί καλή και καθεστηκυία το πρόσωπον, μέση δε και κεκριμένη ήδη τη ηλικία, στολήν δ' έχουσα απλήν τε και ακαλλώπιστον; έστηκε δε ουκ επί στρογγυλού λίθου, αλλ' επί τετραγώνου ασφαλώς κειμένου. Και μετά ταύτης άλλαι δύο εισί θυγατέρες τινές δοκούσαι είναι.
[Βλέπεις κοντά στην πύλη, είπε, οτι υπάρχει μια ωραία γυναίκα, κάπως προχωρημένης ηλικίας με όμορφο όμως πρόσωπο, και με απλή και αστόλιστη ενδυμασία; στέκει όχι σε στρογγυλή πέτρα, αλλά σε τετράγωνη, με σταθερή βάση. Και μαζί της είναι άλλες δύο που φαίνεται οτι είναι θυγατέρες της.]
 

Εμφαίνει ούτως έχειν.
[Εμφαίνεται έτσι έχει.]
 

Τούτων τοίνυν η μεν εν τω μέσω Παιδεία εστίν, η δε Αλήθεια, η δε Πειθώ.
[Από αυτές η μεσαία είναι η Παιδεία, η άλλη η Αλήθεια και η άλλη η Πειθώ.]
 

Τι δε έστηκεν επί λίθου τετραγώνου αύτη;
[Γιατί στέκει σε πέτρα τετράγωνη αυτή;]
 

Σημείον, έφη, ότι ασφαλής τε και βεβαία η προς αυτήν οδός εστι τοις αφικνουμένοις και των διδομένων ασφαλής η δόσις τοις λαμβάνουσι.
[Σημείο, είπε, είναι, οτι ασφαλής και βέβαιη είναι η οδός που οδηγεί σε αυτήν για όσους έρχονται και οτι είναι σίγουρα αυτά που δίδονται στους λήπτες.]
 

Και τίνα εστίν, ά δίδωσιν αύτη;
[Και ποια είναι αυτά, που δίδει αυτή;]





Θάρσος και αφοβία, έφη εκείνος.
[Θάρρος και Αφοβία, είπε εκείνος.]
 

Ταύτα δε τίνα εστίν;
[Αυτά ποιά είναι συγκεκριμένα;]


Επιστήμη, έφη, του μηδέν άν ποτέ δεινόν παθείν εν τω βίω.
[Γνώση, είπε, του να μην παθαίνει κανείς τίποτε κακό στη ζωή.]

 
[ΙΘ'] Ω Ηράκλεις ως καλά, έφην, τα δώρα. Αλλά τίνος ένεκεν ούτως έξω του περιβόλου έστηκεν;
[Ω Ηρακλή, πόσο καλά, είπα, είναι τα δώρα. Αλλά γιατί στέκεται έτσι έξω από τον περίβολο;]
 

Όπως τους παραγινομένους, έφη, θεραπεύη και ποτίζη την καθαρτικήν δύναμιν. Είθ' όταν καθαρθώσιν, ούτως εισάγει τούτους προς τας Αρετάς.
[Ώστε τους ερχομένους, είπε, να θεραπεύει και να ποτίζει με την Καθαρτική της Δύναμη. Έπειτα όταν καθαρθούν, έτσι τους οδηγεί στις Αρετές.]
 

Πώς τούτο; έφην εγώ, ου γαρ συνίημι.
[Πώς αυτό; είπα εγώ, γιατι δεν καταλαβαίνω.]
 

Αλλά συνήσεις, έφη, ως άν, ει τις φιλότιμος κάμνων ετύγχανε προς ιατρόν άν δήπου γενόμενος πρότερον καθαρτικοίς εξέβαλλε τα νοσοποιούντα, είτα ούτως άν ο ιατρός αυτόν εις ανάληψιν και υγείαν κατέστησεν, ει δε μη επείθετο οις επέταττεν, ευλόγως αν δήπου απωσθείς εξώλετο υπό της νόσου.
[Αλλά θα καταλάβεις, είπε, όπως εάν κάποιος τύχαινε να αρρωστήσει και με φιλότιμο πήγαινε στον ιατρό, κατά πρώτον ο ιατρός, νομίζω, θα εξάλειφε όλα εκείνα που προκαλούν την νόσο και έτσι θα τον διέσωζε και θα αποκαταστούσε την υγεία του, εάν όμως δεν ακολουθούσε τις συνταγές του, εύλογα, εάν δεν απατώμαι, εκδιωγμένος από τον ιατρό, θα χανόταν, εξαιτίας της ασθένειας.]
 

Ταύτα μεν συνίημι, έφην εγώ.
[Αυτά τα κατανοώ, είπα εγώ.]
 

Τον αυτόν τοίνυν τρόπον, έφη, και προς την Παιδείαν όταν τις παραγένηται, θεραπεύει αυτόν και ποτίζει τη εαυτής δυνάμει, όπως εκκαθάρη πρώτον και εκβάλη τα κακά πάντα όσα έχων ήλθε.
[Κατά τον ίδιο τρόπο, είπε, όταν φθάσει κάποιος στην Παιδεία, τον θεραπεύει και τον ποτίζει με τη δική της Δύναμη, για να τον Καθάρει πρώτα, και να του εκβάλει όλα τα κακά τα οποία είχε όταν ήλθε.]
 

Ποία ταύτα;
[Ποιά είναι αυτά;]
 

Την άγνοιαν και τον πλάνον, ον επεπώκει παρά της Απάτης, και την αλαζονείαν και την επιθυμίαν και την ακρασίαν και τον θυμόν και την φιλαργυρίαν και τα λοιπά πάντα, ων ενεπλήσθη εν τω πρώτω περιβόλω.
[H άγνοια και η πλάνη, που έχει ποτιστεί από την Απάτη και την αλαζονεία και την επιθυμία και την ακράτεια και τον θυμό και την φυλαργυρία και τα λοιπά όλα, με τα οποία γέμισε όσο ήταν στον πρώτο περίβολο.]

 
[Κ'] Όταν ουν καθαρθή, πού αυτόν αποστέλλει;
[Όταν καθαρθεί, που τον αποστέλλει;]
 

Ένδον, έφη, προς την Επιστήμην και προς τας άλλας Αρετάς.
[Μέσα, είπε, προς την Επιστήμη και προς τις άλλες Αρετές.]
 

Ποίας ταύτας;
[Ποιές είναι αυτές;]
 

Ουχ οράς, έφη, έσω της πύλης χορόν γυναικών, ως ευειδείς δοκούσιν είναι και εύτακτοι και στολήν ατρύφερον και απλήν έχουσιν · έτι τε ως άπλαστοι εισι και ουδαμώς κεκαλλωπισμέναι καθάπερ αι άλλαι;
[Δεν βλέπεις, είπε, μέσα από την πύλη χορό γυναικών, πόσο ωραίες φαίνονται οτι είναι και τακτικές και ντυμένες απλά και χωρίς τρυφηλότητα · και ακόμη, πόσο ανεπιτήδευτες και καθόλου καλλωπισμένες, όπως οι άλλες;]
 

Ορώ, έφην. Αλλά τίνες αύται καλούνται;
[Βλέπω, είπα. Αλλώ πώς ονομάζονται αυτές;]
 

H μεν πρώτη Επιστήμη, έφη, καλείται, αι δε άλλαι ταύτης αδελφαί Ανδρεία, Δικαιοσύνη, Καλοκαγαθία, Σωφροσύνη, Ευταξία, Ελευθερία, Εγκράτεια, Πραότης.
[H πρώτη Επιστήμη, είπε, ονομάζεται, οι άλλες αδελφές της, Ανδρεία, Δικαιοσύνη, Καλοκαγαθία, Σωφροσύνη, Ευταξία, Ελευθερία, Εγκράτεια, Πραότης.]
 

Ω κάλλιστε, έφην έγωγε, ως εν μεγάλη ελπίδι εσμέν.
[Ω κάλλιστε, είπα εγώ, σε τι μεγάλη ελπίδα είμαστε.]
 
Εάν συνήτε, έφη, και έξιν περιποιήσησθε ών ακούετε.
[Εάν συνειδητοποιήσετε, είπε, και με συνήθεια εφαρμόσετε όσα ακούτε.]
 

Αλλά προσέξομεν, έφην έγωγε, ως μάλιστα.
[Θα προσέξουμε, είπα εγώ, πάρα πολύ.]
 

Τοιγαρούν, έφη, σωθήσεσθε.
[Για αυτό λοιπόν, είπε, θα σωθείτε.]


 
[ΚΑ'] Όταν ουν παραλαβώσιν αυτόν αύται, πού άγουσι;
[Όταν λοιπόν τον παραλάβουν αυτές, που τον οδηγούν;]
 

Προς την μητέρα, έφη.
[Προς τη μητέρα, είπε.]
 

Αύτη δε τις εστιν;
[Αυτή ποιά είναι;]
 

Ευδαιμονία, έφη.
[H Eυδαιμονία, είπε.]
 

Ποία δ' εστίν αύτη;
[Ποια είναι αυτή;]
 

Οράς την οδόν εκείνην την φέρουσαν επί το υψηλόν εκείνο, ό εστιν ακρόπολις των περιβόλων πάντων;
[Βλέπεις την οδό εκείνη που φέρνει (οδηγεί) στο υψηλό εκείνο (σημείο), το οποίο είναι η ακρόπολη όλων των περιβόλων;]
 

Ορώ.
[Bλέπω.]
 

Ουκούν επί του προπυλαίου γυνή καθεστηκυία ευειδής τις κάθηται επί θρόνου υψηλού κεκοσμημένη ελευθέρως και απεριέργως και εστεφανωμένη στεφάνω ευανθεί πάνυ καλώ.
[Λοιπόν στο προπύλαιο, μια γυναίκα όμορφη κάθεται σε υψηλό θρόνο, στολισμένη με ελευθερία και απλότητα και στεφανωμένη με στεφάνι πολύ ωραίο πλούσιο σε άνθη.]
 

Εμφαίνει ούτως.
[Εμφαίνεται έτσι.]
 

Αύτη τοίνυν εστίν η Ευδαιμονία, έφη.
[Αυτή είναι η Ευδαιμονία, είπε.]


 
[ΚΒ'] Όταν ουν ώδε τις παραγένηται τί ποιεί;
[Και οταν φτάσει κανείς εκεί, τι κάνει;]
 

Στεφανοί αυτόν, έφη, τη εαυτής δυνάμει ή τε Ευδαιμονία και αι άλλαι αρεταί πάσαι ώσπερ τους νενικηκότας τους μεγίστους αγώνας.
[Στεφανώνει αυτόν, είπε, με τη Δύναμή της και η Ευδαιμονία, και οι άλλες Αρετές όλες, όπως ακριβώς εκείνους που έχουν νικήσει τους μεγίστους αγώνες.]
 

Και ποίους αγώνας νενίκηκεν αυτός; έφην εγώ.
[Και ποιούς αγώνες νίκησε αυτός; είπα εγώ.]
 
Τους μεγίστους, έφη, και τα μέγιστα θηρία, ά πρότερον κατήσθιε και εκόλαζε και εποίει δούλον, ταύτα πάντα νενίκηκε και απέρριψεν αφ' εαυτού και κεκράτηκεν εαυτού, ώστε εκείνα νύν τούτω δουλεύουσι, καθάπερ ούτος εκείνοις πρότερον.
[Τους μεγίστους, είπε, και τα μέγιστα θηρία, τα οποία προηγουμένως τον κατέτρωγαν και τον βασάνιζαν και τον δουλοποιούσαν, όλα αυτά τα ενίκησε και τα επέρριψε από τον εαυτό του και αυτοσυγκρατήθηκε, ώστε τώρα εκείνα τον υπηρετούν, ακριβώς όπως πρωτύτερα αυτός εκείνα.]


[ΚΓ'] Ποία ταύτα λέγεις θηρία; πάνυ γαρ επιποθώ ακούσαι.
[Ποια λες θηρία; πολυ ποθώ να ακούσω.]
 

Πρώτον μεν, έφη, την Άγνοιαν και τον Πλάνον, ή ου δοκεί σοι ταύτα θηρία;
[Πρώτα, είπε, την Άγνοια και την Πλάνη, ή μήπως δεν σου φαίνονται αυτά θηρία;]
 

Και πονηρά γε, έφην εγώ.
[Kαι βέβαια είναι θηρία, απάντησα εγώ.]
 

Είτα την Λύπην και τον Οδυρμόν και την Φιλαργυρίαν και την Ακρασίαν και την λοιπήν άπασαν Κακίαν. Πάντων τούτων κρατεί και ου κρατείται ώσπερ πρότερον.
[Έπειτα την Λύπη και τον Οδυρμό και την Φιλαργυρία και την Ακράτεια και όλη την υπόλοιπη Κακία. Όλα αυτά (εκείνος) τα ελέγχει και δεν ελέγχεται από αυτά όπως πριν.]
 

Ω καλών έργων, έφην εγώ, και καλλίστης νίκης! αλλ' εκείνο έτι μοι είπε · τις η δύναμις του στεφάνου, ώ έφης στεφανούσθαι αυτόν;
[Πόσο καλά έργα, είπα εγώ, και τι ωραία νίκη! αλλά εκείνο πές μου ακόμη · ποια η Δύναμη του στεφανιού, με το οποίο είπες οτι αυτός στεφανώνεται;]
 

Eυδαιμονική, ω νεανίσκε. Ο γαρ στεφανωθείς ταύτη τη δυνάμει ευδαίμων γίνεται και μακάριος και ουκ έχει εν ετέροις τας ελπίδας της ευδαιμονίας, αλλ' εν αυτώ.
[Ευδαιμονική, ω νεαρέ. Διότι ο στεφανωμένος με αυτή τη Δύναμη, Ευδαίμων γίνεται και Μακάριος και δεν έχει σε άλλους και άλλα τις ελπίδες της Ευδαιμονίας, αλλά μέσα στον Εαυτό του.]


 
[ΚΔ'] Ως καλόν το νίκημα λέγεις! Όταν δε στεφανωθή, τί ποιεί ή ποί βαδίζει;
[Πόσο καλό είναι το βραβείο που λες! Όταν στεφανωθεί, τί κάνει ή που βαδίζει;]
 

Άγουσιν αυτόν υπολαβούσαι οι Αρεταί προς τον τόπον εκείνον, όθεν ήλθεν πρώτον, και δεικνύουσιν αυτώ τους εκεί διατριβόντας ως κακώς διατρίβουσι και αθλίως ζώσι και ως ναυαγούσιν εν τω βίω και πλανώνται και άγονται κατακεκρατημένοι ώσπερ υπό πολεμίων, οι μεν υπ' Ακρασίας, οι δε υπ' Αλαζονείας, οι δε υπό Φιλαργυρίας, έτεροι δε υπό Κενοδοξίας, οι δε υφ' ετέρων Κακών. Εξ ών ου δύνανται εκλύσαι εαυτούς των δεινών, οίς δέδενται, ώστε σωθήναι και αφικέσθαι ώδε, αλλά ταράττονται διά παντός του βίου. Τούτο δε πάσχουσι δια το μη δύνασθαι την ενθάδε οδόν ευρείν · επελάθοντο γαρ το παρά του Δαιμονίου πρόσταγμα.
[Τον λαμβάνουν οι Αρετές και τον οδηγούν στον τόπο εκείνο, από όπου ήλθε πρώτα, και του δείχνουν εκείνους που ζουν εκεί, πως περνούν άσχημα και πως ζουν άθλια και ναυαγούν στο βίο και περιπλανώνται και οδηγούνται σαν να έχουν αιχμαλωτισθεί απο εχθρούς, άλλοι από την Ακράτεια, άλλοι από την Αλαζονεία, άλλοι από την Φιλαργυρία, άλλοι από την Κενοδοξία και άλλοι από άλλα Κακά. Από αυτά τα δεινά δεν μπορούν να λυσούν τον εαυτό τους, με τα οποία έχουν δεθεί, ώστε να σωθούν και να φτάσουν εδώ, αντίθετα ταράζονται σε όλη τους τη ζωή. Αυτό το παθαίνουν επειδή δεν μπορούν να βρουν αυτήν εδώ την οδό · επειδή λησμόνησαν την προσταγή του Δαιμονίου.]


 
[ΚΕ'] Ορθώς μοι δοκείς λέγειν. Αλλά και τούτο πάλιν απορώ, δια τι δεικνύουσιν αυτώ τον τόπον εκείνον αι Αρεταί, όθεν ήκει το πότερον.
[Σωστά μου φαίνεται πως τα λες. Αλλά και για αυτό απορώ, γιατι δείχνουν οι Αρετές σε αυτόν, εκείνον τον τόπο από τον οποίον ήλθε πριν;]
 

Ουκ ακριβώς ήδει ουδέ ηπίστατο, έφη, ουδέν των εκεί, αλλ' ενεδοίαζε και δια την άγνοιαν και τον πλάνον, όν δη επεπώκει, τα μη όντα αγαθά ενόμιζεν αγαθά είναι και τα μη όντα κακά κακά. Διό και έζη κακώς, ώσπερ οι άλλοι οι εκεί διατριβόντες. Νυν δε απειληφώς την επιστήμην των συμφερόντων αυτός τε καλώς ζη και τούτοις θεωρεί ως κακώς πράσσουσιν.
[Δεν γνώριζε ακριβώς, ούτε ήξερε, είπε, τίποτε από τα εκεί, αλλά ενδοίαζε και από άγνοια και από πλάνη, που είχε πιεί, όσα δεν ήταν αγαθά, νόμιζε οτι είναι αγαθά, και αυτά που δεν ήταν κακά, (νόμιζε) κακά. Δι΄ αυτό και ζούσε κακώς, όπως ακριβώς και οι άλλοι που ζούσαν εκεί. Τώρα όμως, που κατέχει την γνώση των συμφερόντων και ο ίδιος ζει καλά, θεωρεί για εκείνους οτι πράττουν άσχημα.]

 
[ΚS'] Επειδάν ούν θεωρήση πάντα, τι ποιεί ή ποί έτι βαδίζει;
[Όταν λοιπόν τα παρατηρήσει όλα αυτά, τί κάνει ή που πλέον βαδίζει;]
 

Όποι αν βούληται, 
έφη.
[Όπου και αν θέλει, 
είπε.]

 
Πανταχού γαρ 
έστιν αυτώ ασφάλεια 
ώσπερ το Κηρύκειον έχοντι 
[(σημ: δεύτερη γραφή)  
ώσπερ τω το Κωρύκιον έχοντι]
και πανταχού, 
ού άν αφίκηται, 
πάντα καλώς βιώσεται  
μετά πάσης ασφαλείας
[Οτι παντού 
είναι ασφαλής, 
όπως ο το Κηρύκειον έχων
και παντού, 
όπου και αν φτάνει, 
πάντα καλά θα ζει 
και μετά πάσης ασφαλείας.]

Υποδέξονται γαρ αυτόν 
ασμένως πάντες 
καθάπερ τον ιατρόν οι πάσχοντες. 
[Οτι θα υποδεχθούν αυτόν 
χαρούμενοι όλοι 
ακριβώς όπως τον γιατρό οι πάσχοντες.]
 

Πότερον ουν κακείνας τας γυναίκας, άς έφης θηρία είναι, ουκέτι φοβείται, μη τι πάθη υπ' αυτών;
[Ποιό λοιπόν από τα δυο κι εκείνες τις γυναίκες, που είπες θηρία είναι, δεν τις φοβάται πλέον μη κάτι πάθει ή όχι;]

Ου μη διοχληθήσεται ουδέν ούτε από Οδύνης ούτε από Λύπης ούτε υπ' Ακρασίας ούτε υπό Φυλαργυρίας ούτε υπό Πενίας ούτε υπό άλλου Κακού ουδενός. Απάντων γαρ κυριεύει και επάνω πάντων εστί των πρότερον αυτόν λυπούντων καθάπερ οι εχιολέκται. Τα γαρ θηρία δήπου τα πάντας τους άλλους κακοποιούντα μέχρι θανάτου εκείνους ου λυπεί δια το έχειν αντιφάρμακον αυτούς. Ούτω και τούτον ουκέτι ουδέν λυπεί δια το έχειν αντιφάρμακον.
[Δεν θα ενοχληθεί πλέον καθόλου ούτε από την Οδύνη ούτε από τη Λύπη ούτε από την Ακράτεια ούτε από την Φιλαργυρία ούτε από την Πενία ούτε από κανένα άλλο κακό. Και αυτό διότι όλα τα εξουσιάζει και είναι πάνω από όλα αυτά, τα οποία προηγουμένως τον λυπούσαν, όπως ακριβώς αυτοί που πιάνουν τις οχιές. Διότι τα θηρία που όλους τους άλλους κακοποιούν μέχρι θανάτου, εκείνους δεν τους ενοχλούν, διότι αυτοί έχουν το αντιφάρμακο. Έτσι και αυτόν τίποτα πιά δεν τον πικραίνει, γιατι έχει αντιφάρμακο.]


[ΚΖ'] Καλώς εμοί δοκείς λέγειν. Αλλ' έτι τουτό μοι ειπέ. Τίνες εισίν ούτοι οι δοκούντες εκείθεν από του βουνού παραγίνεσθαι; και οι μεν αυτών αστεφανωμένοι έμφασιν ποιούσιν ευφροσύνης τινός, οι δε αστεφάνωτοι λύπης και ταραχής και τας κνήμας και τας κεφαλάς δοκούσι τετρίφθαι, κατέχονται δε υπό γυναικών τινων.
[Καλώς μου φαίνεται πως τα λες. Αλλά ακόμη και τουτο πες μου. Ποιοι είναι αυτοί που φαίνονται να έρχονται πέρα από το βουνό; Και όσοι από αυτούς είναι στεφανωμένοι φαίνονται πως χαίρονται, ενώ όσοι είναι αστεφάνωτοι είναι λυπημένοι και ταραγμένοι και χτυπούν τις κνήμες τους και τα κεφάλια τους και συγκρατούνται από κάποιες γυναίκες.]
 

Οι μεν εστεφανωμένοι οι σεσωσμένοι εισί προς την Παιδείαν και ευφραίνονται τετυχηκότες αυτής. Οι δε αστεφάνωτοι οι μεν απεγνωσμένοι υπο της Παιδείας ανακάμπτουσι κακώς και αθλίως διακείμενοι · οι δε αποδεδειλιακότες και ουκ αναβεβηκότες προς την Καρτερίαν πάλιν ανακάμπτουσι και πλανώνται ανοδία.
[Οι στεφανωμένοι είναι όσοι έχουν σωθεί από την Παιδεία και είναι χαρούμενοι, διότι την έχουν συναντήσει. Όσοι αστεφάνωτοι έχουν εγκαταλειφθεί από την Παιδεία, επιστρέφουν σε άθλια κατάσταση. Όσοι εξαιτίας της δειλίας δεν έχουν ανέβει προς την Καρτερία, επιστρέφουν και περιπλανώνται, χωρίς δρόμους.]
 

Αι δε γυναίκες αι μετ' αυτών ακολουθούσαι τίνες εισίν αύται;
[Και οι γυναίκες που τους ακολουθούν, ποιές είναι;]

 
Λύπαι, έφη, και Οδύναι και Αθυμίαι και Αδοξίαι και Άγνοιαι.
[Λύπες, είπε, και Οδύνες και Στενοχώριες και Δυσφημίες και Άγνοιες.]

 
[ΚΗ'] Πάντα κακά λέγεις αυτοίς ακολουθείν.
[Όλα τα κακά λες οτι τους ακολουθούν.]

 
Νη Δία πάντα, έφη, επακολουθούσιν. Όταν δε ούτοι παραγένωνται εις τον πρώτον περίβολον προς την Ηδυπάθειαν και την Ακρασίαν, ουχ εαυτούς οιτιώνται, αλλ' ευθύς κακώς λέγουσι και την Παιδείαν και τους εκείσε βαδίζοντας, ως ταλαίπωροι και άθλιοι εισι και κακοδαίμονες, οϊ τον βίον τον παρ' αυταίς απολιπόντες κακώς ζώσι και ουκ απολαύουσι των παρ' αυταίς αγαθών.
[Ναι, μα το Δία, είπε, όλα τους ακολουθούν από πίσω. Όταν αυτοί φθάσουν στον πρώτο περίβολο και στην Ακράτεια, δεν μέμφονται τον εαυτό τους, αλλά κατηγορούν και την Παιδεία και αυτούς που βαδίζουν προς τα εκεί αποκαλώντας τους ελεεινούς και αθλίους και δυστυχείς, διότι αυτοί, αφού άφησαν τη ζωή που περνούσαν κοντά σε αυτές, δυστυχούν και δεν απολαμβάνουν τα δικά τους καλά.]

 
Ποία δε λέγουσιν αγαθά είναι;
[Ποια αποκαλούν καλά;]

 
Την ασωτίαν και την ακρασίαν, ως είποι αν τις επί κεφαλαίου. Το γαρ ευωχείσθαι βοσκημάτων τρόπον απόλαυσιν μεγίστων αγαθών ηγούνται είναι.
[Την ασωτεία και την ακράτεια, όπως θα μπορούσε κάποιος να αποφανθεί με συντομία. Διότι το να τρώνε και να πίνουν όπως τα ζώα, το θεωρούν απόλαυση των μεγαλύτερων αγαθών.]

 
[ΚΘ'] Αι δε έτεραι γυναίκες αι εκείθεν παραγινόμεναι ιλαραί τε και γελώσαι τίνες καλούνται;
[Και οι άλλες γυναίκες που έρχονται από εκεί εύθυμες και γελαστές, πως ονομάζονται;]

 
Δόξαι, έφη, και αγαγούσαι προς την Παιδείαν τους εισελθόντας προς τας Αρετάς ανακάμπτουσιν, όπως ετέρους αγάγωσι, και αναγγείλωσιν, ότι ευδαίμονες ήδη γεγόνασιν ούς τότε απήγαγον.
[Δόξες, είπε, και αφού οδηγήσουν προς την Παιδεία τους εισελθόντες προς τις Αρετές, επιστρέφουν με σκοπό να οδηγήσουν και άλλους και να αναγγείλουν οτι αυτοί που είχαν παραλάβει είναι πλέον ευτυχείς.]

 
Πότερον, ούν, έφην, εγώ, αύται είσω προς τας Αρετάς ουκ εισπορεύοντο;
[Ποιό λοιπόν από τα δύο, είπα εγώ, πηγαίνουν μέσα στις αρετές ή όχι;]

 
[Έφη ού.] Ου γαρ θέμις Δόξαν εισπορεύεσθαι προς την Επιστήμην, αλλά τη Παιδεία παραδιδόασιν αυτούς. Είτα όταν η Παιδεία παραλάβη, ανακάμπτουσιν αύται πάλιν άλλους άξουσαι, ώσπερ αι νήες τα φορτία εξελόμεναι πάλιν ανακάμπτουσι και άλλων τινών γεμίζονται.
[[Είπε όχι.] Διότι δεν είναι θεμιτό να πηγαίνει η Δοξασία στην Επιστήμη, αλλά τους παραδίδουν στην Παιδεία. Όταν τους παραλάβει η Παιδεία, επιστρέφουν αυτές πάλι για να οδηγήσουν άλλους, όπως ακριβώς τα πλοία αφού ξεφορτώσουν τα φορτία, επιστρέφουν και γεμίζουν με άλλα.]

 
[Λ'] Ταύτα μεν δη καλώς μοι δοκείς, έφην, εξηγείσθαι. Αλλ' εκείνο ουδέπω ημίν δεδήλωκας, τί προστάττει το Δαιμόνιον τοίς εισπορευομένοις εις τον Βίον ποιείν.
[Αυτά μου φαίνεται σωστά, είπα, πως τα εξηγείς. Αλλά εκείνο δεν μου έχεις κάνει ακόμη φανερό, τι προστάζει το Δαιμόνιον τους εισερχομένους στον Βίο, να πράττουν.]


Θαρρείν, έφη. Διό και υμείς θαρρείτε · πάντα γαρ εξηγήσομαι και ουδέν παραλείψω.
[Να έχουν θάρρος, είπε. Γι' αυτό και εσείς να έχετε θάρρος · διότι όλα θα σας τα εξηγήσω και δεν θα παραλείψω τίποτα.]
 

Καλώς λέγεις, έφην εγώ.
[Καλά λες, είπα εγώ.]
 

Εκτείνας ουν την χείραν, πάλιν, οράτε, έφη, την γυναίκα εκείνην, η δοκεί τυφλή τις είναι και επί λίθου στρογγυλού εστάναι, ήν και άρτι υμίν είπον ότι Τύχη καλείται;
[Αφού άπλωσε το χέρι ξανά, βλέπετε, είπε, τη γυναίκα εκείνη, η οποία φαίνεται τυφλή και στέκεται πάνω σε στρογγυλή πέτρα, για την οποία πριν λίγο σας είπα πως Τύχη ονομάζεται;]
 

Ορώμεν.
[Βλέπουμε.]

 
[ΛΑ'] Ταύτη κελεύει, έφη, μη πιστεύειν και βέβαιον μηδέν νομίζειν μηδέ ασφαλές είναι, ότι άν παρ' αυτής λάβη τις μηδέ ως ίδια ηγείσθαι. Ουδέν γαρ κωλύει πάλιν ταύτα αφελέσθαι και ετέρω δούναι, πολλάκις γαρ είωθε τούτο ποιείν. Και δια ταύτην ούν την αιτίαν κελεύει προς τας παρ' αυτής δόσεις ίσους γίνεσθαι και μήτε χαίρειν όταν διδώ μήτε αθυμείν όταν αφέληται και μήτε ψέγειν αυτήν μήτε επαινείν. Ουδέν γαρ ποιεί μετά λογισμού, αλλ' εική και ως έτυχε πάντα, ώσπερ πρότερον υμίν έλεξα. Διά τούτο ούν το Δαιμόνιον κελεύει μη θαυμάζειν, ό,τι άν πράττη αύτη, μηδέ γίνεσθαι ομοίους τοις κακοίς τραπεζίταις. Και γαρ εκείνοι όταν μεν λάβωσιν το αργύριον παρά των ανθρώπων, χαίρουσι και ίδιον νομίζουσιν είναι, όταν δε απαιτώνται, αγανακτούσι και δεινά οίονται πεπονθέναι, ου μνημονεύοντες, ότι επί τούτω έλαβον τα θέματα, εφ' ώ ουδέν κωλύει τον θέμενον πάλιν κομίσασθαι. Ωσαύτως τοίνυν κελεύει έχειν το Δαιμόνιον και προς την παρ' αυτής δόσιν και μνημονεύειν, ότι τοιαύτην φύσιν έχει η Τύχη, ώστε ά δέδωκεν αφελέσθαι και ταχέως πάλιν δούναι πολλαπλάσια, αύθις δε αφελέσθαι ά δέδωκεν, ου μόνον δε, αλλά και τα προϋπάρχοντα. Ά γούν δίδωσι, λαβείν κελεύει παρ' αυτής και συντόμως απελθείν βλέποντας προς την βεβαίαν και ασφαλή δόσιν.
[Αυτή προστάζει, είπε, να μην πιστεύει κάποιος και να μη νομίζει βέβαιο ούτε ασφαλές ο,τι πάρει από αυτήν, ούτε να τα θεωρεί δικά του. Διότι, τίποτε δεν την εμποδίζει να τα πάρει από αυτόν και να τα δώσει σε άλλον, μια και πολλές φορές συνηθίζει να το κάνει αυτό. Και γι' αυτό, προστάζει να είναι αδιάφοροι οι άνθρωποι σε αυτά που δίδει και ούτε να χαίρονται, όταν τους τα δίδει, ούτε να λυπούνται όταν τους τα παίρνει και ούτε να την κατηγορούν ούτε να την επαινούν. Διότι, τίποτε δεν κάνει με τη λογική, αλλά στα τυφλά και τυχαία, όπως σας είπα προηγουμένως. Δι' αυτό, το Δαιμόνιο προστάζει να μην απορούν για ό,τι αυτή κάνει και ούτε να μοιάζουν με τους κακούς τραπεζίτες. Γιατι και εκείνοι, όταν πάρουν τα χρήματα από τους ανθρώπους, χαίρονται και νομίζουν πως είναι δικά τους, όταν όμως τους τα ζητήσουν πίσω, αγανακτούν και θεωρούν πως έχουν πάθει κακό, χωρίς να σκέπτονται πως με αυτό τον όρο πήραν τις χρηματικές καταθέσεις, σύμφωνα με τον οποίο τίποτα δεν εμποδίζει τον καταθέτη να τις σηκώσει. Έτσι λοιπόν προστάζει το Δαιμόνιο να αντιμετωπίζουν και αυτά που τους δίδει και να έχουν κατά νου οτι η Τύχη τέτοια φύση, ώστε όσα έχει δώσει να τα αφαιρεί και γρήγορα να δίδει πολύ περισσότερα και πάλι να αφαιρεί όχι μόνο εκείνα που έχει δώσει αλλά και εκείνα που είχαν προηγουμένως. Όσα δίδει η Τύχη, προστάζει το Δαιμόνιο, να τα πάρουν και να φύγουν αμέσως, στρέφοντας την προσοχή τους προς την βέβαιη και ασφαλή δόση.]

 
[ΛΒ'] Ποίαν ταύτην; έφην εγώ.
[Ποιά είναι αυτή; είπα εγώ.]
 

Ήν λήψονται παρά της Παιδείας, ήν διασωθώσιν εκεί.
[Αυτή που θα λάβουν από την Παιδεία, εάν διασωθούν εκεί.]
 

Αύτη ούν τις εστιν;
[Αυτή ποιά είναι;]
 

Η αληθής επιστήμη των συμφερόντων, έφη, και ασφαλής δόσις και βεβαία και αμετάβλητος. Φεύγειν ούν κελεύει συντόμως προς ταύτην, και όταν έλθωσι προς τας γυναίκας εκείνας, άς και πρότερον είπον ότι Ακρασία και Ηδυπάθεια καλούνται, και εντεύθεν κελεύει συντόμως απαλλάττεσθαι και μη πιστεύειν μηδέ ταύταις μηδέν, έως άν προς την Ψευδοπαιδείαν αφίκωνται. Κελεύει ούν αυτού χρόνον τινά ενδιατρίψαι και λαβείν ό,τι άν βούλωνται παρ' αυτής ώσπερ εφόδιον, είτα εντεύθεν απιέναι προς την αληθινήν Παιδείαν συντόμως. Ταύτά εστιν ά προστάττει το Δαιμόνιον. Όστις τοίνυν παρ' αυτά τι ποιεί ή παρακούει, απόλλυται κακός κακώς.
[H αληθινή γνώση των συμφερόντων, είπε, και ασφαλή δόση και βέβαιη και αμετάβλητη. Συμβουλεύει λοιπόν να φεύγουν γρήγορα προς αυτήν, και όταν έλθουν προς εκείνες τις γυναίκες, οι οποίες και προηγουμένως είπα ότι ονομάζονται Ακράτεια και Ηδυπάθεια και από εκεί προστάζει σύντομα να απομακρύνονται και να μην πιστεύουν σε αυτές καθόλου, ώσπου να φθάσουν στην Ψευδοπαιδεία. Συμβουλεύει να μείνουν λίγο χρόνο εκεί, και να λάβουν ο,τι επιθυμούν για εφόδιο, και από εκεί να φύγουν σύντομα προς την αληθινή Παιδεία. Αυτά παραγγέλλει το Δαιμόνιον. Όποιος εναντιώνεται προς αυτά ή παρακούει, καταστρέφεται κακώς.]

[ΛΓ'] Ο μεν δη μύθος, 

ώ ξενοι, 
ο εν τω πίνακι 
τοιούτος ημίν εστίν.
[Ο μεν λοιπόν μύθος, 
ώ ξένοι, 
ο στον Πίνακα 
τέτοιος για εμάς είναι.]
 
Ει δε 

δεί τι προσπυθέσθαι 
περί εκάστου τούτων, 
ουδείς φθόνος ·  
εγώ γαρ υμίν φράσω.
[Εάν δε 

πρέπει κάτι επιπλέον να μάθετε
σχετικά με καθένα απο αυτά,
κανείς φθόνος ·  
εγώ λοιπόν σε εσάς θα πω.]
 
Καλώς λέγεις, 

έφην εγώ. 
[Καλά λες
είπα εγώ.]


Αλλά τί κελεύει αυτούς τό Δαιμόνιον 
λαβείν παρά της Ψευδοπαιδείας;
[Αλλά τι διατάσσει αυτούς το Δαιμόνιο 
να λάβουν απο την Ψευδοπαιδεία;]
 
Ταύτα ά δοκεί 

εύχρηστα είναι.
[Aυτά τα οποία θεωρούνται 
εύχρηστα (χρήσιμα) να είναι.]
 
Ταύτ' ούν 

τίνα εστί;
[Αυτά λοιπόν
ποια είναι;]
 
Γράμματα, 

έφη, 
και των άλλων μαθημάτων 
ά και Πλάτων φήσιν 
ωσανεί χαλινού τινος δύναμιν έχειν τοις νέοις, 
ίνα μη εις έτερα περισπώνται.
[Γράμματα, 
είπε
και απο τα άλλα μαθήματα 
εκείνα που και ο Πλάτων λέει 
ως κάποιου χαλινού δύναμη (να) έχουν για τους νέους, 
για να μην αποσπώνται σε άλλα (εννοεί κατώτερα).]
 
Πότερον δε 

ανάγκη ταύτα λαβείν, 
ει μέλλει τις ήξειν 
προς την αληθινήν Παιδείαν ή ού;
[Ποιό απο τα δύο δε 
ανάγκη (είναι) αυτά να λάβει (κάποιος), 
εάν θέλει κάποιος να φθάσει 
στην αληθινή Παιδεία (ή όχι);]
 
Ανάγκη μεν ουδεμία, 

έφη, 
χρήσιμα μέντοι εστί 
προς το συντομώτερον ελθείν. 
[Ανάγκη μεν καμμία
είπε,
χρήσιμα όμως είναι 
προς το συντομότερα να έλθουν.]

Προς δε το βελτίους γενέσθαι 
ουδέν συμβάλλει ταύτα.
[Για δε το καλύτεροι να γίνουν

ουδέν συμβάλλουν αυτά.]

Ουδέν άρα, 

έφην, 
λέγεις ταύτα χρήσιμα είναι 
προς το βελτίους γενέσθαι άνδρας;
[Ουδόλως άρα,

είπα,
λες αυτά χρήσιμα είναι
στο καλύτεροι να γίνουν άνδρες;]

Έστι γαρ 

και άνευ τούτων 
βελτίους γενέσθαι, 
όμως δε 
ουκ άχρηστα 
κακείνά εστιν. 
[Οτι είναι 
και άνευ αυτών 
(δυνατόν) καλύτεροι να γίνουν,
όμως δε
όχι άχρηστα (=χρήσιμα) 
και εκείνα είναι.]


Ως γαρ δι' ερμηνέως 
συμβάλλομεν τα λεγόμενα ποτε, 
όμως μέντοι γε ουκ άχρηστον ήν και ημάς 
αυτούς την φωνήν ειδέναι, 
ακριβέστερον γαρ άν τι συνήκαμεν, 
ούτω και άνευ τούτων των μαθημάτων 
ουδέν κωλύει [βελτίους] γενέσθαι...
[Ως λοιπόν μέσω διερμηνέα 

καταλαβαίνουμε τα λεγόμενα (άλλων) κάποτε, 
όμως δεν θα ήταν άχρηστο και σε εμάς 
την δική τους φωνή (γλώσσα) να γνωρίζουμε οι ίδιοι, 
οτι ακριβέστερα θα εννοούσαμε, 
έτσι και άνευ αυτών των μαθημάτων 
τίποτε εμποδίζει [καλύτερους] να γίνουν...]
 
[ΛΔ'] Πότερον ουν 

ουδέν προέχουσιν 
ούτοι οι μαθηματικοί 
προς το βελτίους γενέσθαι 
των άλλων ανθρώπων;
[Ποιό απο τα δύο λοιπόν 

(σε) τίποτα προέχουν
αυτοί οι μαθηματικοί (γενικότερα μορφωμένοι)
στο καλύτεροι να γίνουν 
απο τους άλλους ανθρώπους (ή όχι);]
 
Πως [γαρ] μέλλουσι προέχειν, 
επειδάν φαίνωνται ηπατημένοι 
περί αγαθών και κακών 
ώσπερ και οι άλλοι 
και έτι κατεχόμενοι υπό πάσης κακίας; 
[[Οτι] πως μέλλουν να προέχουν, 
ενώ φαίνονται να απατώνται 
σχετικά με τα αγαθά και κακά 
όπως και οι άλλοι 
και ακόμη είναι κατεχόμενοι ακόμη απο κάθε κακία;]

Ουδέν γαρ κωλύει 
ειδέναι μεν γράμματα 
και κατέχειν τα μαθήματα πάντα, 
ομοίως δε μέθυσον 
και ακρατή είναι 
και φιλάργυρον 
και άδικον 
και προδότην 
και το πέρας άφρονα.
[Οτι τίποτε εμποδίζει 
να γνωρίζει τα γράμματα (κάποιος)
και να κατέχει τα μαθήματα όλα,
όμοια (μαζί) δε να είναι μέθυσος 
και ακρατής να είναι
και φιλάργυρος 
και άδικος 
και προδότης 
και "στο πέρας" (τελικά) άφρων.]
 
Αμέλει 
πολλούς τοιούτους 
έστιν ιδείν.
[Βέβαια 
πολλούς τέτοιους 
θα δεις.]
 
Πώς ουν ούτοι προέχουσιν, 
έφη, 
εις το βελτίους άνδρας γενέσθαι 
ένεκα τούτων των μαθημάτων;
[Πώς λοιπόν αυτοί προέχουν, 
είπε, 
στο καλύτεροι άνδρες να γίνουν
εξ αιτίας αυτών των μαθημάτων;]

[ΛΕ'] Ουδαμώς φαίνεται 
εκ τούτου του λόγου.
[Καθόλου φαίνεται 
απο αυτό τον λόγο.]
 
Αλλά τί εστίν, 
έφην εγώ, 
το αίτιον, 
ότι εν τω δευτέρω περιβόλω 
διατρίβουσιν ώσπερ εγγίζοντες 
προς την αληθινήν Παιδείαν;
[Αλλά τί είναι, 
είπα εγώ, 
το αίτιο, 
εξ αιτίας του οποίου στον δεύτερο περίβολο 
ζουν σαν να αγγίζουν 
την αληθινή Παιδεία;]

Και τί τούτο ωφελεί αυτούς, 
έφη, 
ότε πολλάκις έστιν ιδείν 
παραγινομένους εκ του πρώτου περιβόλου 
από της Ακρασίας 
και της άλλης Κακίας 
εις τον τρίτον περίβολον 
προς την Παιδείαν την αληθινήν, 
οϊ τούτους 
τους μαθηματικούς 
παραλλάττουσιν;
[Και σε τί αυτό ωφελεί αυτούς, 
είπε, 
όταν πολλές (φορές) είναι θεατοί 
να έρχονται από τον πρώτο περίβολο 
απο της Ακράτειας 
και της άλλης Κακίας 
στον τρίτο περίβολο 
προς την Παιδεία την Αληθινή
και αυτούς 
τους μαθηματικούς 
να παραλλάσσουν (αντικαθιστούν);] 

Ώστε πως έτι προέχουσιν άρα, 
ει ακινητότεροι 
ή δυσμαθέστεροι εισι;
[Ώστε πως άλλο άρα προέχουν,
εάν πιο ακίνητοι 
ή πιο δύσκολοι στην μάθηση είναι;]

Πώς τούτο; 
έφην εγώ.
[Πώς αυτό; 
είπα εγώ.]

Ότι οι εν τω δευτέρω περιβόλω 
ει μηδέν άλλο, 
προσποιούνται γε επίστασθαι 
ά ούκ οίδασιν.
[Οτι οι στον δεύτερο περίβολο (ευρισκόμενοι/όντες)
αν μη τι άλλο, 
προσποιούνται οτι γνωρίζουν 
αυτά που δεν γνωρίζουν.]

Έως δ' άν έχωσι ταύτην την δόξαν, 
ακινήτους αυτούς ανάγκη είναι 
προς το ορμάν προς την αληθινήν Παιδείαν. 
[Όταν διέπονται απο αυτήν την δοξασία, 
ακίνητους αυτούς η ανάγκη έχει 
απο το να ορμήσουν προς την αληθινή Παιδεία.] 

Είτα 
το έτερον ουχ οράς, 
ότι αι Δόξαι εκ του πρώτου περιβόλου 
εισπορεύονται προς αυτούς ομοίως;
[Έπειτα 
το άλλο δεν βλέπεις, 
οτι οι Δοξασίες απο τον πρώτο περίβολο 
εισέρχονται (και πορεύονται) προς αυτούς όμοια;]

Ώστε 
ουδέν ούτοι εκείνων βελτίους εισίν, 
εάν μη και τούτοις συνή η Μεταμέλεια 
και πεισθώσιν, 
ότι ου παιδείαν έχουσιν, 
αλλά ψευδοπαιδείαν, δι' ήν απατώνται. 
[Έτσι 
σε τίποτα αυτοί δεν είναι απο εκείνους καλύτεροι, 
εάν δεν και με αυτούς συναναστραφεί η Μεταμέλεια
και πειστούν, 
οτι δεν έχουν Παιδεία, 
αλλά Ψευδοπαιδεία, 
για την οποία (εξ αιτίας της οποίας) απατώνται.]

Ούτω δε διακείμενοι 
ουκ άν πότε σωθείεν.
[Έτσι δε συμπεριφερόμενοι 
ουδέποτε θα σωθούν.]

Και υμείς τοίνυν, 
ώ ξένοι, 
έφη, 
ούτω ποιείτε 
και ενδιατρίβετε τοις λεγομένοις, 
μέχρι αν έξιν λάβητε. 
[Και εσείς λοιπόν, 
ω ξένοι, 
είπε, 
έτσι να πράττετε 
και να εν-τριβείτε (εν-ασχολείστε) με τα λεχθέντα,
μέχρι συνήθεια να λάβετε (αποκτήσετε).]

Αλλά περί των αυτών 
πολλάκις δεί επισκοπείν 
και μη διαλείπειν, 
τα δ' άλλα 
πέρεργα ηγήσασθαι.  
[Αλλά σχετικά με αυτά 
πολλές φορές πρέπει να ερευνείτε 
και μην παραλείπετε, 
τα δε άλλα 
πάρεργα (δευτερεύοντα) να τα θεωρήσετε.]

Ει δε μη, 
ουδέν όφελος, 
υμίν έσται 
ών νύν ακούετε.
[Εάν δε όχι (ει δε μή), 
κανένα όφελος,
είναι για εσάς
απο αυτά (που) τώρα ακούτε.]

[ΛS'] Ποιήσομεν. 
[Θα το κάνουμε.]

Τούτο δε εξηγήσαι, 
πώς ουκ έστιν αγαθά, 
όσα λαμβάνουσιν οι άνθρωποι παρά της Τύχης, 
οίον το ζήν, 
το υγιαίνειν, 
το πλουτείν, 
το ευδοκιμείν, 
το τέκνα έχειν, 
το νικάν 
και όσα τούτοις παραπλήσια; 
[Αυτό δε να εξηγήσεις
πώς δεν είναι αγαθά
όσα λαμβάνουν οι άνθρωποι απο την Τύχη
δηλαδή το να ζουν
το να είναι υγιείς
το να είναι πλούσιοι
το να ευδοκιμούν
το να έχουν τέκνα
το να νικούν 
και όσα σε αυτά παραπλήσια (είναι);] 

ή πάλιν τα εναντία 
πως ουκ έστι κακά; 
[Ή πάλι τα ενάντια (αντίθετα)
πώς δεν είναι κακά;]

πάνυ γαρ παράδοξον 
ημίν 
και άπιστον 
δοκεί το λεγόμενον.
[Οτι πολύ παράδοξο
σε εμάς 
και απίστευτο 
μας φαίνεται το λεγόμενο.]
 
Άγε τοίνυν, 
έφη, 
πειρώ αποκρίνασθαι 
το φαινόμενον 
περί ων άν σε ερωτώ.
[Έλα λοιπόν
είπε
αποπειράσου να αποκριθείς 
(για) το φαινόμενο
σχετικά με όλα όσα σε ερωτώ.]
 
Αλλά ποιήσω τούτο, 
έφην εγώ.
[Αλλά θα πράξω αυτό
είπα εγώ.]

Πότερον ούν, 
εάν κακώς τις ζη, 
αγαθόν εκείνω το ζην;
[Ποιό απο τα δύο λοιπόν
εάν κακώς κάποιος ζει
αγαθό (είναι) για εκείνον το να ζει 
(ή όχι);]

Ού μοι δοκεί, 
αλλά κακόν, 
έφην εγώ.
[Δεν μου φαίνεται (αγαθό), 
αλλά κακό
είπα εγώ.]
 
Πως ούν 
αγαθόν εστι το ζην, 
έφη, 
είπερ τούτό εστι κακόν;
[Πώς λοιπόν 
αγαθό είναι το να ζει (κάποιος),
είπε,
εάν αυτό είναι κακό;]
 
Ότι τοις μεν 
κακώς ζώσι 
κακόν μοι δοκεί είναι, 
τοις δε καλώς 
αγαθόν.
[Oτι για τους μεν 
(που) κακώς  ζουν
κακό μου φαίνεται (οτι) είναι
για τους δε (που ζουν) καλά
αγαθό (οτι είναι).]
 
Και κακόν άρα λέγεις 
το ζην 
και αγαθόν είναι;
[Και κακό άρα λες 
το να ζει (κάποιος) 
και αγαθό (οτι) είναι;]

Έγωγε.
[Μάλιστα.]
 
[ΛΖ'] Μη ούν 
απιθάνως λέγε. 
[Μη λοιπόν 
απίθανα (πράγματα) λες.] 

Αδύνατον 
το αυτό πράγμα 
κακόν και αγαθόν είναι. 
[Αδύνατον (είναι) 
το αυτό πράγμα (το ίδιο πράγμα)
κακό και αγαθό να είναι.] 

Ούτω μεν γαρ 
και ωφέλιμον και βλαβερόν 
αν είη 
και αιρετόν και φευκτόν 
το αυτό πράγμα 
άμα αεί.
[Έτσι μεν λοιπόν 
και ωφέλιμο και βλαβερό 
αν ήταν
και προς επιλογήν και προς αποφυγήν
το ίδιο πράγμα 
μαζί πάντοτε.]

Απίθανον μεν. 
[Απίθανο μεν.]

Αλλά πως ουχί 
το κακώς ζην, 
ώ αν υπάρχη, 
κακόν τι αυτώ υπάρχει; 
[Αλλά πώς όχι (πώς δεν είναι)
το κακά να ζει (κάποιος),
ω αν (αυτό) υπάρχει (ισχύει),
κάτι κακό για αυτόν είναι (υπάρχει);]

ουκούν 
ει κακόν τι 
υπάρχει αυτώ, 
κακόν αυτώ 
το ζην εστιν.
[αλλά 
εάν κάτι κακό 
υπάρχει σε αυτόν,
κακό για αυτόν 
το να ζει είναι.]

Αλλ' ου ταυτό, 
έφη, 
υπάρχει το ζην 
και το κακώς ζην. 
[Αλλ' όχι το αυτό (το ίδιο) (είναι),
(δεν είναι το ίδιο),
είπε,
να υπάρχει το να ζει (κάποιος)
και το κακώς να ζει (κάποιος).]

Ή ου σοι φαίνεται;
[Ή δεν σου φαίνεται (έτσι);]
 
Αμέλει 
ουδ' εμοί δοκεί 
ταυτό είναι.
[Βέβαια 
ούτε εγώ νομίζω
(οτι) το αυτό (το ίδιο) είναι.]
 
Το κακώς τοίνυν ζην 
κακόν εστι, 
το δε ζην 
ου κακόν.  
[Το κακώς λοιπόν να ζει (κάποιος)
κακό είναι, το δε να ζει
όχι κακό.] 

Επεί ει ήν κακόν, 
τοις ζώσι καλώς 
κακόν αν υπήρχεν, 
επεί το ζην αυτοίς υπήρχεν, 
όπερ εστί κακόν.
[Επειδή εάν ήταν κακό, 
για εκείνους που ζουν καλά 
(θα ήταν) κακό αν υπήρχε
επειδή το να ζουν σε αυτούς θα υπήρχε, 
το οποίο είναι κακό.]
 
Αληθή 
μοι δοκεί 
ταυτό είναι.
[Αληθές 
μου φαίνεται 
οτι είναι αυτό.]
 
[ΛΗ'] Επεί τοίνυν 
αμφοτέροις 
συμβαίνει το ζήν, 
και τοις καλώς ζώσι 
και τοις κακώς, 
ουκ άν είη 
ούτε αγαθόν είναι το ζήν 
ούτε κακόν 
ώσπερ ουδέ το τέμνειν 
και καίειν 
εν τοις αρρωστούσίν 
εστι νοσερόν και υγιεινόν ·  
[Επειδή λοιπόν 
σε αμφότερους (και στους δύο)  
συμβαίνει να ζουν, 
και σε αυτούς που καλά ζουν 
και σε αυτούς που κακά (ζουν), 
δεν θα μπορούσε 
ούτε αγαθό να είναι το να ζουν
ούτε κακό
όπως ούτε το να τους τέμνεις (εγχειρίζεις)
και να τους καις 
για τους αρρώστους 
είναι (μόνο) βλαπτικό και (ή) (μόνο) υγιεινό · ]

ουκούν 
ούτω και επί του ζην 
ουκ έστι κακόν αυτό το ζην 
αλλά το κακώς ζην.
[λοιπόν 
έτσι και για το να ζεί (κάποιος)
δεν είναι κακό η ίδια η ζωή
αλλά η κακή ζωή.]
 
Έστι ταύτα.
[Έτσι είναι αυτά.]
 
Συ τοίνυν 
ούτω θεώρησον, 
πότερον άν βούλοιο 
ζήν κακώς 
ή αποθανείν καλώς 
και ανδρείως.
[Εσύ λοιπόν 
έτσι θεώρησε,
ποιό απο τα δύο θα ήθελες 
να ζεις κακώς 
ή να πεθάνεις καλά 
και με ανδρεία;]
 
Αποθανείν 
έγωγε 
καλώς.
[Να πεθάνω 
εγώ βέβαια
καλώς.]

Ουκούν 
ουδέ το αποθανείν κακόν εστίν, 
είπερ 
αιρετώτερόν εστι πολλάκις 
το αποθανείν του ζήν.
[Λοιπόν 
ούτε το να πεθάνει (κάποιος) είναι κακό
αν και
προτιμότερο είναι πολλές (φορές) 
το να πεθάνει (κάποιος) απο το να ζει.]
 
Έστι ταύτα.
[Έτσι αυτά (είναι).]
 
Ουκούν 
ο αυτός λόγος 
και περί του υγιαίνειν 
και νοσείν.
[Λοιπόν 
ο ίδιος λόγος (ισχύει)
και για την υγεία 
και την ασθένεια.]

Πολλάκις γαρ 
ου συμφέρει υγιαίνειν, 
αλλά τουναντίον, 
όταν η περίστασις τοιαύτη.
[Οτι πολλές φορές 
δεν συμφέρει να υγιαίνει (κάποιος), 
αλλά το αντίθετο
όταν η περίσταση είναι τέτοια.]
 
Αληθή λέγεις.
[Αλήθειες λες.]

[ΛΘ'] Άγε δη 
σκεψώμεθα 
και περί του πλουτείν ούτως, 
είγε θεωρείν έστιν 
- ως πολλάκις έστιν ιδείν - 
υπάρχοντά τινι πλούτον, 
κακώς δε ζώντα τούτον 
και αθλίως.
[Έλα λοιπόν
να σκεφτούμε 
και σχετικά με τον πλούτο έτσι
εάν βέβαια δυνατόν είναι 
- όπως πολλές φορές έχει παρατηρηθεί
υπαρκτού του πλούτου κάποιου
κακά να ζει εκείνος 
και άθλια.]

Νη Δία, 
πολλούς γε.
[Ναι Δία
πολλούς βεβαίως 
(έχουμε δει έτσι).]
 
Ουκούν 
ουδέν τούτοις 
ο πλούτος βοηθεί 
εις το ζην καλώς.
[Λοιπόν 
καθόλου αυτούς 
ο πλούτος βοηθά 
στο να ζουν καλά.]
 
Φαίνεται · 
αυτοί γαρ φαύλοί εισιν.
[Φαίνεται · 
οτι αυτοί φαύλοι είναι.]
 
Ουκούν 
το σπουδαίους είναι 
ουχ ο πλούτος ποιεί, 
αλλά η Παιδεία.
[Λοιπόν 
το σπουδαίοι να είναι (κάποιοι), 
όχι ο πλούτος το κάνει, 
αλλά η Παιδεία.]

Εικός γε.
[Εύλογο βεβαίως.]

Εκ τούτου άρα του λόγου 
ουδέ ο πλούτος αγαθόν εστιν, 
είπερ ου βοηθεί τοις έχουσιν αυτόν 
εις το βελτίους είναι.
[Απο αυτόν άρα τον λογο (προκύπτει), 
(οτι) ούτε ο πλούτος αγαθό είναι
εάν δεν βοηθά αυτούς που έχουν  αυτόν
στο καλύτεροι να είναι.]
 
Φαίνεται ούτως.
[Φαίνεται έτσι.]
 
Ουδέ συμφέρει 
άρα ενίοις πλουτείν, 
όταν μη επίστωνται 
τω πλούτω χρήσθαι.
[Ούτε συμφέρει, 
άρα κάποιους να είναι πλούσιοι, 
όταν δεν γνωρίζουν,
του πλούτου την χρήση.]

Δοκεί μοι.
[Έτσι φαίνεται σε εμένα.]

Πώς ουν 
τούτο άν 
τις κρίνειεν αγαθόν είναι, 
ό πολλάκις ου συμφέρει υπάρχειν;
[Πώς λοιπόν 
(γίνεται) αυτό 
κάποιος να κρίνει (οτι) είναι αγαθό,
αυτό το οποίο πολλές φορές δεν συμφέρει να υπάρχει;]
 
Ουδαμώς.
[Καθόλου.]
 
Ουκούν 
ει μεν τις επίσταται 
τω πλούτω χρήσθαι 
καλώς και εμπείρως, 
εύ βιώσεται, 
ει δε μη 
κακώς.
[Λοιπόν 
εάν μεν κάποιος γνωρίζει 
τον πλούτο να χρησιμοποιεί 
καλά και έμπειρα,
καλά θα ζήσει,
εάν δε όχι
κακά (θα ζήσει).]

Αληθέστατά μοι 
δοκείς τούτο λέγειν.
[Αληθέστατα σε εμένα 
φαίνεται αυτό που λες.]

[Μ'] Και το σύνολον δε, 
το τιμάν ταύτα 
ως αγαθά όντα 
ή ατιμάζειν ως κακά, 
τούτο δε εστι 
το ταράττον τους ανθρώπους 
και βλάπτον, 
όταν τιμώσιν αυτά 
και οίωνται 
δια τούτων μόνον 
είναι το ευδαιμονείν · 
[Και συνολικά δε
το να τιμά αυτά (κάποιος) 
ως αγαθά να είναι
ή να τα ατιμάζει ως κακά
αυτό δε είναι 
το οποίο ταράζει τους ανθρώπους 
και τους βλάπτει
όταν τιμούν αυτά 
και νομίζουν 
(οτι) μέσω αυτών μόνο 
είναι η ευδαιμονία · ]

και πανθ' απομένως πράττουσι 
ένεκα τούτων 
και τα ασεβέστατα 
και τα αισχρότατα 
δοκούντα είναι 
ου παραιτούνται.
[και πάντα επομένως πράττουν 
εξαιτίας αυτών 
και (απο) τα ασεβέστατα
και (απο) τα αισχρότατα
(που) θεωρούνται να είναι 
δεν παραιτούνται.]

Ταύτα δε πάσχουσι 
δια την του αγαθού άγνοιαν. 
[Αυτά δε πάσχουν (παθαίνουν)
για την άγνοια του αγαθού.]

Αγνοούσι γαρ 
ότι ου γίνεται 
εκ κακών 
αγαθόν. 
[Οτι αγνοούν 
οτι δεν γίνεται 
απο κακά 
αγαθό.

Πλούτον δε 
εστι πολλούς 
κτησαμένους ιδείν 
εκ κακών και αισχρών έργων, 
ο ίον λέγω 
εκ του προδιδόναι 
και ληίζεσθαι 
και ανδροφονείν 
και συκοφαντείν 
και αποστερείν 
και εξ άλλων πολλών 
και μοχθηρών.
[Πλούτο δε
είναι πολλοί  
που μπορούμε να δούμε οτι απέκτησαν
απο κακά και αισχρά έργα,
το οποίο λέω
απο προδοσίες 
ληστείες
ανδροφονίες 
συκοφαντίες 
αποστερήσεις
και απο άλλα πολλά
και μοχθηρά.]
 
Έστι ταύτα.
[Είναι έτσι αυτά.]

[ΜΑ'] Eι τοίνυν 
γίνεται εκ κακού 
αγαθόν μηδέν, 
ώσπερ εικός, 
πλούτος δε 
γίνεται εκ κακών έργων,
ανάγκη 
μη είναι αγαθόν τον πλούτον.
[Εάν λοιπόν 
γίνεται απο κακό
αγαθό μηδέν
όπως είναι φυσικό
ο πλούτος δε 
γίνεται απο κακά έργα
αναγκαστικά (συμπεραίνουμε), 
(οτι) δεν είναι αγαθό ο πλούτος.]
 
Συμβαίνει ούτως 
εκ τούτου του λόγου.
[Συμβαίνει έτσι
(όπως προκύπτει) 
απο αυτόν τον λόγο.]
 
Αλλ' ουδέ το φρονείν γε 
ουδέ δικαιοπραγείν 
ουκ έστι κτήσασθαι εκ κακών έργων, 
ωσαύτως δε 
ουδέ το αδικείν 
και αφρονείν εκ καλών έργων, 
ουδέ υπάρχειν άμα τω αυτώ δύναται. 
[Αλλ' ούτε η φρόνηση βεβαίως 
ούτε το δίκαια πράττειν
δεν είναι κτήση απο κακά έργα
έτσι δε 
ούτε η αδικία
και η αφροσύνη (δεν είναι κτήση) απο καλά έργα
ούτε να υπάρχουν μαζί στον ίδιο (άνθρωπο) μπορεί.]

Πλούτον δε 
και δόξαν 
και το νικάν 
και τα λοιπά όσα 
τούτοις παραπλήσια, 
ουδέν κωλύει υπάρχειν τινί 
άμα μετά κακίας πολλής. 
[Πλούτος δε
και δόξα 
και νίκη 
και τα υπόλοιπα όσα
σε αυτά είναι παραπλήσια,
τίποτα δεν εμποδίζει να υπάρχουν σε κάποιον
μαζί με κακία πολλή.]

Ώστε 
ουκ αν είη ταύτα αγαθά 
ούτε κακά, 
αλλά το φρονείν μόνον αγαθόν, 
το δε αφρονείν κακόν.
[Έτσι 
δεν δύνανται να είναι αυτά αγαθά 
ούτε κακά, 
αλλά η φρόνηση μόνο (είναι) αγαθό
η δε αφροσύνη κακό.]
 
Ικανώς 
μοι δοκείς λέγειν, 
έφην.
[Ικανά (καλά) 
σε εμένα φαίνεται να τα λες, 
είπα.]

[ΤΕΛΟΣ]


Δια την μεταγραφήν
την νεοελληνικήν απόδοσιν
και τον σχολιασμόν,
Παλιγγίνης Ελευθέριος - HecarΧος HellΕυθερεύς  
✩☿Z =))=IΦI=((= S☿✩
✩∞ΙΑΟ∞✩
✩∞ΚΡΣ∞✩
✩☿Z =))=IΦI=((= S☿✩

(Υ.Γ.: παρακαλούνται οι αντιγραφείς 
να παραπέμπουν στην σελίδα 
που βρίσκουν κάθε κείμενο
διότι γίνονται ανανεώσεις)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχολιάστε, ρωτήστε, προτείνετε: