[(υπό κατασκευήν)]

Πλάτων, 
"Φαίδρος"
[...]
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. 
Την ίδια στιγμή 
που είχα πρόθεση 
να περάσω το ποτάμι, 
φίλε μου, 
και το δαιμόνιο 
και το συνηθισμένο σημείο, 
σήμα εμφάνισής του 
γεννήθηκαν εντός μου 
- και πάντα με εμποδίζει 
απο αυτό που θέλω να πράξω, 
και μου φάνηκε οτι άκουσα 
κάποια φωνή απο εκεί, 
η οποία δεν με αφήνει 
να φύγω προτού εξαγνιστώ, 
σαν να έχω αμαρτήσει, 
κατά κάποιον τρόπο, 
έναντι του θείου. 

Είμαι επομένως μάντης, 
όχι όμως σπουδαίος, 
αλλά, 
όπως ακριβώς εκείνοι 
που γνωρίζουν ελάχιστα γράμματα, 
έτσι και εγώ ικανός είμαι 
μόνο για τον εαυτό μου. 

Με καθαρότητα επομένως 
κατανοώ το λάθος μου. 
Διότι, 
φίλε μου, 
και η ψυχή κατά κάποιο τρόπο 
αναφέρεται στην μαντική. 
[...] 
Τώρα όμως 
τα σημαντικότερα απο τα αγαθά 
μας δημιουργούνται δια της μανίας, 
η οποία μας δίνεται απο θεία προσφορά. 
Γιατι και η προφήτις στους Δελφούς 
και οι ιέρειες στην Δωδώνη 
σίγουρα απο την μία κατέχονται απο μανία, 
όμως πολλά 
και ιδιωτικά και δημόσια στην Ελλάδα 
προσέφεραν εξαιτίας της μανίας αυτής. 
Όταν δε, 
είχαν τα λογικά τους, 
ελάχιστα προσέφεραν 
ή και τίποτα. 

Και εάν μάλιστα 
μιλούσαμε για την Σίβυλλα 
και για τους άλλους, 
όσοι χρησιμοποιώντας την μανία 
που προέρχεται απο τους θεούς, 
διαφώτισαν για το μέλλον 
προλέγοντας πολλά και σε πολλούς, 
θα μακρηγορούσαμε υπερβολικά, 
τα πάντα αναφέροντας. 

Αυτό λοιπόν αξίζει 
να χρησιμοποιήσουμε ως μαρτυρία, 
οτι και απο τους αρχαίους ανθρώπους, 
αυτοί που ονοματοθέτησαν, 
ούτε κάτι αισχρό ούτε ντροπή θεωρούσαν την μανία. 
Διότι ούτε και την καλύτερη τέχνη, 
με την οποία κρίνεται το μέλλον, 
δεν θα ονόμαζαν "μανική", 
εμπλέκοντας το ίδιο το όνομα. 

Αλλά, 
με την εντύπωση οτι είναι κάτι καλό, 
όταν δημιουργείται απο θεία μοίρα, 
τέτοιο όνομα έθεσαν σε  αυτήν ' 
οι τωρινοί πάλι, 
παρεμβάλλοντας αντιαισθητικά το "ταυ", 
"μαντική" την ονόμασαν. 

Διότι και την αναζήτηση του μέλλοντος 
απο τους σώφρονες, 
που χρησιμοποιούν πουλιά και άλλα σημεία, 
"οιονοϊστική" ονόμασαν, 
επειδή με τη βοήθεια της λογικής 
προσφέρονται στην ανθρώπινη νόηση 
και ο νους 
και η ιστορία, 
την οποία ονομάζουν οι νεότεροι "οιωνιστική", 
προσδίδοντάς της κύρος 
μέσω του "ω". 

Όσο λοιπόν 
είναι τελειότερη και εντιμότερη η μαντική 
απο την οιωνιστική, 
και ως προς το όνομα 
και ως προς την πράξη, 
τόσο καλύτερα μαρτυρούν οι παλαιότεροι 
οτι υπερέχει η μανία της σωφροσύνης, 
η μία προερχόμενη απο τον θεό, 
ενώ η άλλη ανθρώπινη. 

Αλλά βέβαια, 
απο τις ασθένειες 
και τα μεγαλύτερα δυστυχήματα, 
που δημιουργούνται απο παλαιά αμαρτήματα 
σε κάποιες οικογένειες, 
η μανία που δημιουργήθηκε 
και προφήτευσε αυτά που χρειαζόταν, 
βρήκε τρόπο απαλλαγής, 
καταφεύγοντας σε προσευχές 
και στην λατρεία των θεών. 

Απο εκεί λοιπόν, 
με καθαρμούς αλλά και τελετές, 
αμέσως απάλλαξε αυτόν που κατεχόταν απο αυτήν, 
και για τώρα 
και για το μέλλον, 
λύση ορθή 
που βρέθηκε γι' αυτόν που μαίνεται 
και κατέχεται απο τις τωρινές κακές δυνάμεις. 

Τρίτη λοιπόν 
είναι η κατοχή του πνεύματος 
και η μανία, 
η οποία μορφώνει τις μελλοντικές γενιές, 
αφού έχει καταλάβει αγνή και παρθένα ψυχή, 
την εξεγείρει, 
και την οδηγεί σε βακχική συμπεριφορά, 
υμνώντας δηλαδή 
αμέτρητα ανδραγαθήματα των παλαιοτέρων 
και με ωδές 
και με άλλα ποιητικά μέσα. 

Όποιος μάλιστα 
φτάνει στις πύλες της ποίησης, 
χωρίς να κατέχεται απο την μανία των Μουσών, 
έχοντας πειστεί 
οτι τάχα μόνο με την τεχνική του 
θα γίνει καλός ποιητής, 
ανεπιτυχής αποβαίνει ο ίδιος, 
και αφανίζεται η ποίηση 
του σώφρονα ποιητή 
απο την ποίηση αυτών που νιώθουν μανία.

Τόσο καλά αποτελέσματα λοιπόν 
μπορώ να σου πω 
κι ακόμη περισσότερα, 
σχετικά με την μανία 
που προέρχεται απο τους θεούς. 

Επομένως, 
ας μην φοβόμαστε το τελευταίο 
και ας μην μας ταράζει κάποιος συλλογισμός, 
ο οποίος υπαινίσσεται οτι τάχα, 
αντί αυτού που έχει καταληφθεί απο θεϊκή μανία, 
πρέπει τον σώφρονα να διαλέγουμε για φίλο μας. 

αλλά αποδεικνύοντας το τελευταίο, 
εκτός απο τα προηγούμενα, 
απο αυτό θα έρθει η νίκη, 
που αναφέρει πως 
ο έρωτας δεν στέλνεται για καλό απο τους θεούς, 
ούτε για αυτόν που αγαπά 
ούτε για εκείνον που αγαπιέται. 

Εμείς, 
όμως, 
το αντίθετο έχουμε χρέος να αποδείξουμε, 
οτι δηλαδή η ερωτική μανία 
δίνεται απο τους θεούς 
για να προσφέρει την μεγαλύτερη δυνατή ευτυχία. 

Η απόδειξη μάλιστα αυτή θα είναι κάτι απίστευτο για τους διανοούμενους, για τους σοφούς όμως τους αληθινούς κάτι απόλυτα πιστευτό. Πρέπει συγκεκριμένα πρώτα να εννοήσουμε την αλήθεια στο πλαίσιο της φύσης της ψυχής, και της θείας και της ανθρώπινης, αφού εξετάσουμε δηλαδή και τι παθαίνει η ψυχή αλλά και πώς ενεργεί. Και η αρχή της απόδειξης είναι η παρακάτω.

Κάθε ψυχή είναι αθάνατη. Διότι κάθε τι που κινείται απο μόνο του, είναι αθάνατο. κάθε άλλο όμως, που κάτι άλλο κινεί και απο κάτι άλλο κινείται, όταν τερματίσει την κίνησή του, τερματίζει και την ζωή του. Μόνο λοιπόν αυτό που κινεί το ίδιο τον εαυτό του είναι και πηγή κίνησης και αρχή κίνησης για τα υπόλοιπα, όσα κινούνται, επειδή ακριβώς ποτέ δεν εγκαταλείπει τον εαυτό του. Η αρχή, απομένως, είναι κάτι που δεν δημιουργείται. Διότι, κατ' ανάγκην, κάθε τι που δημιουργείται οφείλει την δημιουργία του σε μία αρχή. Η αρχή όμως η ίδια σε τίποτα. Διότι εάν η αρχή πραγματοποιείται απο κάτι άλλο, δεν θα ήταν δυνατόν να ονομαστεί αρχή. Εφόσον λοιπόν δεν δημιουργείται, αναγκαστικά είναι και άφθαρτη. Διότι αν πραγματικά χαθεί η αρχή, ούτε η ίδια είναι δυνατόν να δημιουργηθεί απο κάτι άλλο ούτε κάτι άλλο απο αυτήν, εάν αναγκαστικά τα πάντα οφείλουν την δημιουργία τους σε μία αρχή. Έτσι λοιπόν η αρχή της κίνησης, είναι το ον εκείνο που κινεί μόνο του τον εαυτό του. Αυτό μάλιστα δεν είναι δυνατόν ούτε να χαθεί ούτε να γεννηθεί, διαφορετικά και ολόκληρος ο ουρανός και στο σύνολό της η δημιουργία θα καταποντιστούν και θα σταθούν και ποτέ πια δεν θα έχουν αρχή, απο την οποία θα κινηθούν πάλι. Αφού λοιπόν αποδείξαμε πως είναι αθάνατο εκείνο που κινεί τον εαυτό του, δεν θα διστάσει κανείς να ομολογήσει οτι και η ουσία και η αιτία ύπαρξης της ψυχής είναι αυτή η ίδια η ύπαρξη. Διότι κάθε σώμα, στο οποίο η κίνηση προέρχεται απο εξωτερικές δυνάμεις, είναι άψυχο. Αυτό όμως, στο οποίο η κίνηση προέρχεται απο τον ίδιο τον εαυτό του, είναι έμψυχο, και τέτοιου είδους είναι η φύση της ψυχής. Αν όμως αυτό έτσι έχει, εάν δηλαδή αυτό που κινεί μόνο του τον εαυτό του δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ψυχή, αναγκαστικά η ψυχή θα είναι κάτι αδημιούργητο και αθάνατο.

Σχετικά, επομένως, με την αθανασία της ψυχής, αρκετά έχουν λεχθεί. Σχετικά όμως με την ουσία της, έτσι πρέπει να μιλήσουμε. Το τι δηλαδή είναι, χρειάζεται οπωσδήποτε να εξηγηθεί με θεία και μακρά διήγηση, με τι όμως μοιάζει, μπορούμε να το εξηγήσουμε και με την ανθρώπινη και με μικρότερη χρονικά διήγηση. Με αυτόν τον τρόπο, επομένως, ας μιλήσουμε. 

Μοιάζει λοιπόν με κάποια σύμφοιτη δύναμη, απο ένα ζεύγος φτερωτών αλόγων και απο έναν ηνίοχο. Των θεών όμως και όλα τα άλογα και οι ηνίοχοί τους και οι ίδιοι είναι αγαθοί και απο καλή γενιά έλκουν την καταγωγή τους, των υπολοίπων όμως έχουν υποστεί ανάμειξη. Και πρώτα πρώτα,ο άρχοντάς μας κατευθύνει ως ηνίοχος ένα ζεύγος αλόγων. Έπειτα, όμως, απο τα άλογα, το μεν πρώτο είναι ωραίο και καλό και απο καλή γενιά, το δεύτερο όμως απο αντίθετη γενιά και αντίθετο του πρώτου. Κατ' ανάγκην λοιπόν είναι δύσκολη και επίπονη η χαλιναγώγηση του δικού μας σώματος. Πρέπει λοιπόν να κάνουμε προσπάθεια να εξηγήσουμε με ποιο τρόπο ένα ζώο αποκλήθηκε θνητό και ένα άλλο αθάνατο. Κάθε ψυχή ασχολείται με κάθε τι το άψυχο και περιπολεί όλο τον ουρανό, καθώς αλλάζει συνεχώς μορφές. Όταν λοιπόν η ψυχή τελειωθεί και αποκτήσει φτερά, περιπλανιέται στον αέρα και διοικεί όλο τον κόσμο. Όταν όμως χάσει το φτέρωμά της, πηγαινοέρχεται εδώ κι εκεί, μέχρις ότου αρπαχτεί απο κάτι στερεό, όπου κατοικεί, καταλαμβάνοντας δηλαδή ένα ανθρώπινο σώμα, που φαίνεται οτι το ίδιο κινεί τον εαυτό του, λόγω του οτι αντλεί δύναμη απο την ψυχή. Και αποκλήθηκε το σύνολο "ζώον", εχοντας δηλαδή συμπτυχθεί σε ένα σύνολο μία ψυχή και ένα σώμα, και ονομάστηκε μάλιστα θνητό. Αθάνατο μάλιστα δεν αποδεικνύεται ούτε απο κάποιο ορθά συλλογισμένο επιχείρημα, αλλά εμείς οι άνθρωποι πλάθουμε τον θεό ως κάτι αθάνατο, χωρίς να τον έχουμε δει, και χωρίς να τον έχουμε εννοήσει κατά την ουσία του, κάτι που έχει ψυχή και κάτι που έχει σώμα, και τα δύο σε ένα σύνολο, αιώνια. Αλλά τα τελευταία, με όποιο τρόπο είναι αρεστά στον θεό, έτσι ας είναι κι έτσι ας λέγονται. Ας συλλάβουμε τώρα την αιτία της απώλειας του φτερώματος της ψυχής, εξαιτίας της οποίας πέφτουν απο την ψυχή. H αιτία λοιπόν είναι περίπου η κάτωθι.

Η δύναμη του φτερώματος απο τη φύση της συνίσταται στο να κατευθύνει το βαρύ προς τα άνω, προς τον ουρανό, οπου δηλαδή κατοικεί η γενιά των θεών '  συμμετέχει μάλιστα στην θεία φύση πολύ περισσότερο απο τις δυνάμεις του σώματος. Το θείο, εκτός των άλλων, είναι ωραίο, σοφό, καλό και οτιδήποτε παρόμοιου είδους '  με αυτά λοιπόν και τρέφεται και αυξάνεται το φτέρωμα της ψυχής, με το αισχρό όμως και με το κακό και με όλα τα αντίθετα των προηγούμενων, χάνεται και καταστρέφεται.

Ο μέγας Ζευς λοιπόν, ηγεμόνας του ουρανού, που διευθύνει άρμα φτερωτό, πρώτος προχωρά, διευθύνοντας τα πάντα και φροντίζοντας για τα πάντα. Εκείνον ακολουθεί στρατιά θεοτήτων και δαιμόνων, διαιρεμένη σε έντεκα τμήματα '  παραμένει δηλαδή μόνη της η Εστία στον οίκο των θεών '  οι υπόλοιποι μάλιστα, όσοι συμπεριλαμβάνονται στον αριθμό δώδεκα και θεωρούνται άρχοντες, παρατάσσονται σύμφωνα με την τάξη στην οποία ο καθένας τοποθετήθηκε. Πολλά θεάματα, επομένως, και ευχάριστα και διέξοδοι υπάρχουν στα εσώτερα του ουρανού, τις οποίες περιδιαβαίνει η γενιά των ευτυχισμένων θεών, εκτελώντας ο καθένας την δική του ιδιαίτερη λειτουργία '  ακολουθεί μάλιστα την πομπή όποιος πάντα θέλει και μπορεί να ακολουθήσει. Γιατι ο φθόνος στέκεται μπροστά απο την θεϊκή ακολουθία. 

Όταν μάλιστα κατευθύνονται σε συμπόσιο και για φαγητό, προχωρούν απο ανηφορικό δρόμο στην υψηλότερη αψίδα κάτω απο τον ουρανό, όπου λοιπόν τα οχήματα των θεών προχωρούν με ευκολία, όντας εύκολα στην οδήγηση εξ αιτίας της ισορροπίας τους, τα υπόλοιπα όμως προχωρούν με δυσκολία '  διότι είναι βαρύ το άλογο της κακίας και γέρνει προς την πλευρά της γης και βαραίνει, εάν δεν έχει δαμαστεί καλά απο τους ηνιόχους. Εκεί λοιπόν υπάρχει για την ψυχή ο κόπος και ο έσχατος αγώνας. Διότι αυτές που ονομάζονται αθάνατες, όταν τυχόν φτάσουν στα άκρα, αφού προχωρήσουν προς τα έξω, στέκονται πάνω στον θόλο του ουρανού, και αφού τις τοποθετήσει εκεί, τις οδηγεί η περιφορά '  κι εκείνες αγναντεύουν τους τόπους που βρίσκονται έξω απο τον ουρανό.

Αυτόν μάλιστα τον υπερουράνιο τόπο ούτε κάποιος ποιητής ύμνησε ποτέ μέχρι τώρα ούτε ποτέ και θα υμνήσει, τουλάχιστον σύμφωνα με την αξία του. Και εκείνος έχει ως εξής '  διότι πρέπει να τολμήσουμε τουλάχιστον να πούμε την αλήθεια, καθόσον μάλιστα μιλάμε για την ίδια την αλήθεια. Διότι η αχρωμάτιστη και ασχημάτιστη και αδύνατον να ψηλαφιστεί πραγματική ουσία της, θεατή στον μόνο κυβερνήτη της ψυχής, τον νουν, γύρω απο αυτό τον τόπο κατοικεί, γύρω απο τον οποίο βρίσκεται και το αληθινό γένος της επιστήμης. Διότι η διάνοια του θεού, επειδή τρέφεται και με νου και επιστήμη ανόθευτη, καθώς και όποια ψυχή, απο κάθε άλλη, πρόκειται να δεχτεί το αναγκαίο, εφόσον αντικρίσει για πολύ χρόνο το ον και το αγαπά και βλέποντας τ' αληθινά, τρέφεται και ευχαριστιέται, ωσότου η περιφορά τον οδηγήσει στο ίδιο σημείο.

Κατά την περίοδο όμως αυτή αντικρίζει την δικαιοσύνη καθαυτή, και απο την άλλη την σωφροσύνη, αντικρίζει μάλιστα καθαρά και την επιστήμη, όχι αυτή που ανήκει στον κόσμο της γενέσεως ούτε αυτή που υπάρχει γενικά διαφορετική στις διαφορετικές μορφές αυτών που τώρα καλούμε "όντα", αλλά την πραγματική επιστήμη που ενυπάρχει σε αυτό που πραγματικά υπάρχει.

Και αφού επιθεωρήσει με την σειρά τους και τα υπόλοιπα πραγματικά όντα και χορταστεί, μπαίνοντας πάλι πίσω στα εσώτερα του ουρανού έρχεται ξανά στην θέση της '  μόλις όμως έρθει αυτή, ο ηνίοχος, αφού σταματήσει τα άλογα κοντά στο στάβλο, τους προσφέρει αμβροσία και μετά απο αυτήν τα ποτίζει νέκταρ.

Αυτή λοιπόν είναι η ζωή των θεών. Απο τις υπόλοιπες όμως ψυχές, εκείνη που μπορεί να ακολουθηθεί χωρίς καμμία δυσκολία τους θεούς ύψωσε ψηλά στον εκτός του ουρανού τόπο την κεφαλή του ηνιόχου και συμπεριλήφθηκε στην περιφορά, τρομαγμένη μάλιστα απο τα άλογα και αντικρίζοντας με δυσκολία τα όντα '  η δεύτερη πάλι άλλοτε μεν σηκώνει ψηλά το κεφάλι, άλλοτε το κατεβάζει χαμηλά, και, επειδή πιέζεται απο τα άλογα, άλλα όντα τα αντικρίζει, ορισμένα όμως όχι. Οι υπόλοιπες πάλι, όλες επιθυμούν την άνοδο, και εάν και έχουν έλλειψη δυνάμεων, ακολουθούν και συμπαρασύρονται ώστε να καταποντίζονται, κρατώντας η μία την άλλη και συνθλίβοντάς την, προσπαθώντας η μία να υψωθεί υψηλότερα απο την άλλη. Θόρυβος λοιπόν μεγάλος ακούγεται και ανταγωνισμός μέχρι τέλους και ιδρώτας πολύς χύνεται, και εξαιτίας μάλιστα των σφαλμάτων των ηνιόχων πολλές ψυχές ακρωτηριάζονται, πολλές μάλιστα χάνουν το μεγαλύτερο μέρος του φτερώματός τους. Όλες, πάντως, αν και κοπιάζουν πολύ, φεύγουν χωρίς να αντικρύσουν την ουσία του όντος. Αφού μάλιστα απομακρυνθούν, τρέφονται με δοξασίες. Εξαιτίας λοιπόν τίνος υπάρχει και το μεγάλο ενδιαφέρον να δει η ψυχή την πεδιάδα της αλήθειας που βρίσκεται; (Μπορούμε να πούμε οτι) και η τροφή που ταιριάζει άριστα στην ψυχή τυγχάνει να παράγεται απο το εκεί λιβάδι, και η φύση του  φτερού, με το οποίο ελαφραίνει η ψυχή, τρέφεται απο εκεί. 

Υπάρχει και αυτός ο θεσμός της Αδράστειας. Οποιαδήποτε τυχόν ψυχή, που γίνεται οπαδός του θεού, αντικρίσει κάτι απο τα αληθινά όντα, θα έμενε καριά απο τα πάθη μέχρι και την επόμενη περίοδο, και εάν μάλιστα συνεχώς μπορέσει να πραγματοποιήσει το τελευταίο, τότε συνεχώς θα στέκει απείραχτη. Όταν όμως, αφού δεν μπορέσει να ακολουθήσει τον θεό, δεν αντικρίσει τίποτα, αλλά πέφτοντας σε κάποια συγκυρία, βαρύνει υπερβολικά, γεμίζοντας απο την λήθη και την κακία, και αφού βαρύνει, χάσει το φτέρωμά της και πέσει πάνω στην γη, τότε νόμος υπάρχει να μην εμφυτευτεί σε καμιά ζωϊκή φύση κατά την πρώτη γένεσή της. Αλλά αυτή που είδε τα περισσότερα εισέρχεται στο σώμα άνδρα που θα γίνει φιλόσοφος ή εραστής του ωραίου ή μουσικός ή και ερωτικός, η δεύτερη στο σώμα βασιλιά δικαίου ή φιλοπολέμου ή φιλοπρώτου, η τρίτη στο σώμα πολιτικού ή κάποιου οικονόμου ή κερδοσκόπου, η τέταρτη στο σώμα κάποιου που θα γίνει φιλόπονος γυμναστής ή γιατρός, η πέμπτη στο σώμα μάντη ή ιερέα. Η έκτη στο σώμα ποιητή ή κάποιας άλλης καλλιτεχνικής μίμησης, σχετικά με την έβδομη στο σώμα βιομηχάνου ή γεωργού, η ογδόη στο σώμα σοφιστή δημαγωγού και σχετικά με την ένατη, στο σώμα τυράννου. Και όποιος βρεθεί σε μία απο όλες αυτές, μετά θάνατον τυγχάνει καλύτερης μοίρας, εάν ζήσει με δίκαιο τρόπο, ενώ όποιος ζήσει άδικη ζωή θα τύχει χειρότερης μοίρας, όταν πεθάνει. Διότι στο σημείο απο όπου αναχωρεί η ψυχή, δεν μπορεί να επανέλθει παρά μόνο έπειτα απο δέκα χιλιάδες χρόνια. 

Διότι δεν αποκτά φτερά 
πρωτού περάσει αυτό το χρονικό διάστημα, 
εκτός απο την ψυχή 
εκείνου που φιλοσοφεί χωρίς δόλο, 
ή εκείνου που εκ-παιδεύτηκε μέσω του Έρωτος 
μετά φιλοσοφίας '  
αυτές οι ψυχές, 
στην τρίτη χιλιετία, 
εάν επιλέξουν τρεις φορές συνεχώς 
αυτήν την ζωή,  
έτσι, 
αφού αποκτήσουν φτερά, 
φεύγουν στο τρισχιλιοστό έτος.
Οι υπόλοιπες πάλι ψυχές, όταν περατώσουν την πρώτη ζωή τους, κρίνονται και, αφού κριθούν, άλλες εκτίουν την ποινή τους, αφού καταφθάσουν στα δικαστήρια που βρίσκονται κάτω απο την γη '  άλλες πάλι, αφου υψωθούν σε κάποιο τόπο του ουρανού,
δικαιωμένες στην κρίση τους, 
ζουν άξια την καλή ζωή που έζησαν στην γη
με την ανθρώπινή τους ζωή.

Στο χιλιοστό έτος πάλι
και οι πρώτες και οι δεύτερες ψυχές,
φτάνοντας εκεί για κλήρωση και για επιλογή
της δεύτερης ζωής, 
επιλέγουν την ζωή 
που κάθε ψυχή επιθυμεί.

Εκεί λοιπόν,
μία ανθρώπινη ψυχή μπορεί να φθάσει
και να μπει στην ζωή ενός ζώου,
και απο ένα ζώο,
το οποίο ήταν κάποτε άνθρωπος,
η ψυχή μπορεί να μπει πάλι σε άνθρωπο.

Διότι η ψυχή 
που δεν είδε ποτέ την αλήθεια,
δεν μπορεί να φτάσει 
να μπει στο ανθρώπινο σχήμα.

Διότι αναγκαστικά 
o άνθρωπος κατανοεί 
και συλλαμβάνει τις έννοιες
ξεχωριστά και γενικά,
αυτό δηλαδή που προέρχεται
απο το πλήθος των αισθήσεων
το ανάγει σε ένα μέσω του λογισμού.

Αυτό όμως το στάδιο
είναι η ανάμνηση 
εκείνων που κάποτε αντίκρισε η ψυχή μας 
αφου συμπορεύτηκε με τον θεό
και περιφρόνησε αυτά που τώρα καλούμε όντα
και ανυψώθηκε σε αυτό που πραγματικά υπάρχει.

Γι' αυτό ακριβώς μόνον ο νους του φιλοσόφου
δίκαια αποκτά φτέρωμα '
διότι εκτός απο τα τελευταία,
συνεχώς προσηλώνεται ο θεός μέσω της ανάμνησης,
κατά την δύναμή του,
σε εκείνα για τα οποία ονομάζεται θεός.

Ο άνδρας λοιπόν 
που χρησιμοποιεί με τον ορθό τρόπο
τις αναμνήσεις αυτές,
με το να μυείται ακριβώς στις θεϊκές τελετές,
μόνον αυτός γίνεται αληθινά τέλειος ' 
έχοντας απομακρυνθεί μάλιστα
απο τις ανθρώπινες ενασχολήσεις, 
και πλησιάζοντας τον θεό,
νουθετείται απο τους περισσότερους, 
σαν να παρασύρεται απο κάτι, 
χωρίς να φαίνεται 
όμως ενθουσιάζει τους περισσότερους.

Εδώ λοιπόν βρίσκεται ο σκοπός προς τον οποίο τείνει όλος ο λόγος, σχετικά με την τέταρτη μανία ' όταν κάποιος, βλέποντας το κάλλος που βρίσκεται στην γη, θυμάται το αληθινό κάλλος, η ψυχή του φτερουγίζει, αποκτώντας δηλαδή φτερά κι έχοντας την επιθυμία να πετάξει χωρίς όμως και να μπορεί, κατηγορείται οτι βρίσκεται σε κατάσταση μανίας, κοιτάζοντας ψηλά, σαν να είναι πουλί, και αδιαφορώντας για τα χαμηλά.
Επομένως η μανία αυτή
είναι ίσως η περισσότερο άριστη
απο όλους τους ενθουσιασμούς
και καταγόμενη απο άριστη γενιά
και για αυτούς που την κατέχουν
και για αυτους που συμμετέχουν σε αυτήν,
και, συμμετέχοντας στην μανία αυτού του είδους,
αυτός που επιθυμεί το ωραίο
ονομάζεται εραστής.

Διότι σύμφωνα με αυτά που έχουν λεχθεί
κάθε ανθρώπινη ψυχή με τις φυσικές της δυνάμεις
έχει αντικρύσει τα πράγματικά όντα
διαφορετικά δεν θα μπορούσε να μπει
μέσα σε αυτό εδώ το ζώο (το ένυλο σώμα).

Δεν είναι όμως εύκολο
για κάθε ψυχή
να θυμηθεί την ουσία των πραγμάτων
απο τις γήινες μορφές τους,
ούτε όσες αντίκρισαν για λίγο χρόνο
τα εκεί
ούτε αυτές που , αφού έπεσαν στην γη,
δυστύχησαν τόσο ώστε
να ξεχνούν αυτά τα ιερά που αντίκρυσαν
αφού στράφηκαν στην αδικία απο κάποιες
συναναστροφές τους.

Λίγες επομένως
υπολείπονται
οι οποίες θυμούνται αρκετά καλά.
Εκείνες μάλιστα,
όταν κάποτε αντίκρισαν
κάποιο ομοίωμα των όντων 
που υπήρχαν στον ουρανό,
ταράσσονται 
και δεν συγκρατούν 
τον εαυτό τους.

Αγνοούν μάλιστα απο ποιο πάθος καταλαμβάνονται,
γιατι δεν συνειδητοποιούν σωστά την κατάστασή τους.

Και ούτε στα γήινα ομοιώματα των όντων
υπάρχει η ήρεμη ακτινοβολία της δικαιοσύνης,
της σωφροσύνης,
και όσων άλλων αρετών
βοηθούν τις ψυχές '
αλλά με δυσκολία και λίγοι στον αριθμό
βλέπουν ενορατικά
την ουσία αυτού 
που απεικονίζεται στην γη,
αφού ανυψωθούν
προς τις εικόνες των όντων
και χρησιμοποιώντας
τα ασθενή αισθητήρια όργανά μας.

Το κάλλος τότε
θα ήταν δυνατόν 
να αντικρίσουν
σε όλη του την λαμπρότητα,
όταν ακριβώς,
μαζί με χορό ευνοϊκό,
ακολουθώντας εμείς 
οι άνθρωποι
μετά τον Δία,
και άλλοι ακολουθώντας 
κάποιον άλλο θεό,
και αντίκρισαν μακάριο θέαμα και όψη,
και πήραν μέρος σε τελετές
που είναι δίκαιο 
να τις λέμε
τις πιο ευτυχισμένες
απο όλες '
σε αυτήν την τελετή
λαμβάνουμε μέρος οργιαστικά,
όντας τέλειοι 
και χωρίς να παθαίνουμε τις συμφορές
που μας περιμένουν αργότερα,
προχωρώντας στην μύηση
και αντικρίζοντας 
την ώρα της αυγής
ολοκάθαρα τα είδωλα των όντων
σαν να είναι τέλεια,
απλά,
γεμάτα εσωτέρα ηρεμία
και ευτυχία '
και αυτό γιατι
οι ίδιοι είμαστε καθαροί,
χωρίς να είμαστε κλεισμένοι 
στον τάφο 
που τώρα ονομάζουμε σώμα
και το περιφέρουμε εδω κι εκεί,
αποκλεισμένοι σαν μέσα σε όστρακο.

Όλα αυτά λοιπόν τώρα τα διαπραγματευτήκαμε διεξοδικότερα, έχοντας χαρίσει τον εαυτό μας στην ανάμνηση για την οποία δημιουργήθηκε πόθος για το παρελθόν. Σχετικά τώρα με την ομορφιά, όπως ακριβώς μιλήσαμε, έλαμπε μαζί με τα όντα εκείνα, και, όταν κατεβήκαμε εδώ στη γη, συλλάβαμε την έννοιά της, με την καθαρότερη αίσθηση που διαθέτουμε, να αστράφτει κυριολεκτικά. Διότι η όραση προηγείται ως η οξύτερη για εμάς απο τις αισθητήριες λειτουργίες του σώματός μας, με την οποία όμως η φρόνηση δεν γίνεται αντιληπτή. Διότι η φρόνηση θα μας πρόσφερε τότε έρωτες δυνατούς, εάν βέβαια παρουσίαζε στην όρασή μας ένα τόσο καθαρό είδωλο, του εαυτού της, και όλα τα υπόλοιπα, όσα οι ίδιοι ποθούμε. Τώρα όμως μόνο η ομορφιά έχει τέτοιο προνόμιο, ώστε να είναι οφθαλμοφανής και περισσότερο ποθητή απο ό,τιδήποτε άλλο. Ο άνθρωπος όμως που δεν έχει πρόσφατα στην μνήμη του τα πραγματικά όντα ή και αυτός που είναι διεφθαρμένος, δεν ανυψώνεται αμέσως εκεί, προς την ίδια την ομορφιά, όταν βλέπει εδώ στην γη το είδωλο της ομορφιάς που έχει το ίδιο όνομα με την ουσία της ομορφιάς. Επομένως, δεν αισθάνεται σεβασμό καθώς προσβλέπει στο ωραίο, αλλά, παραδομένος στην ηδονή, επιχειρεί να ακολουθήσει τις συνήθειες των τετράποδων κτηνών και να σπείρει παιδιά, και, συνεργαζόμενος με το θράσος, ούτε φοβάται ούτε ντρέπεται να επιδιώκει την παρά φύσιν ηδονή (τον κιναιδισμόν). Εκείνος όμως που έχει πρόσφατη την ανάμνηση των ουρανίων όντων, αυτός δηλαδή που αντίκρισε πολλά θεϊκά μυστήρια, όταν κάποτε δει ένα πρόσωπο θεόμορφο, που μιμείται ωραία το πραγματικό κάλλος, ή αν δει ένα είδωλο του πραγματικού σώματος του όντος, πρώτα πρώτα νιώθει φρίκη και ακολούθως εισέρχεται στην συνείδησή του κάποιος απο τους ιερούς τρόμους του παρελθόντος '  έπειτα προσβλέποντας στον νεαρό με την εντύπωση οτι είναι θεός, αισθάνεται σεβασμό και, εάν δεν φοβόταν οτι θα έδινε την εντύπωση πως είναι θεός, αισθάνεται σεβασμό και, εάν δεν φοβόταν οτι θα έδινε την εντύπωση πως καταλήφθηκε απο άγρια μανία, θα θυσίαζε προς τιμήν του σαν να ήταν είδωλο θεού, σαν να ήταν θεός. Όταν μάλιστα τον αντικρίσει, ο ίδιος είναι δυνατόν να δώσει την εντύπωση οτι μεταβλήθηκε απο την φρίκη αυτή και πως τον έχει καταβάλει ιδρώτας και ασυνήθιστος πυρετός. Διότι, αφού δεχτεί μέσω της όρασης, την αντανάκλαση της πραγματικής ομορφιάς, καίγεται απο τον πυρετό εκείνο, με τον οποίο δροσίζεται το φτέρωμα της ψυχής του '  αφού μάλιστα νιώσει την κάψα, λιώνουν τα αποκυήματα που περιζώνονται απο την σκληρότητα και εμποδίζουν την ανάπτυξη του φτερώματος της ψυχής ' όταν όμως ορμήσει σαν χείμαρρος η τροφή αυτή, εξογκώνεται το σκληρό τμήμα του φτερώματος της ψυχής και ορμά προς τα πάνω απο τη ρίζα, μέσα σε ολόκληρη την ψυχή. Διότι όλη η ψυχή ήταν παλιά φτερωτή. Βράζει λοιπόν ολόκληρη η ψυχή μέσα σε αυτό το πάθος και αναταράσσεται και, όπως ακριβώς νιώθει περίεργο πάθος το βρέφος που πρωτοβγάζει δόντια, φαγούρα δηλαδή, τσιμπήματα και ενοχλητικούς ερεθισμούς των ούλων, το ίδιο άγριο πάθος νιώθει και η ψυχή του καθενός, όταν βγάζει τα πρώτα της φτερά. Βράζει λοιπον και ερεθίζεται και νιώθει φαγούρα, καθώς βγάζει τα φτερά της. Όταν λοιπόν η ψυχή, ενώ αντικρίζει την ομορφιά του παιδιού, δέχεται επιδράσεις και καταρροή που προέρχεται απο εκεί -οι οποίες εξ αιτίας ακριβώς αυτού του λόγου ονομάστηκαν ίμερος- τότε θρέφεται και θερμαίνεται, ησυχάζει απο τις έγνοιες και χαίρεται πραγματικά. Όταν όμως αποχωριστεί τον νεαρό και μελαγχολήσει, οι πόροι απο τους οποίους ορμά προς τα έξω το φτέρωμα, αφου ξεραθούν και κλείσουν, εμποδίζουν την βλάστηση του φτερώματος ' και η ψυχή, καθώς βρίσκεται μέσα στο σώμα, αποκλεισμένη μαζί με τον ίμερο, αναπηδά όπως ακριβώς ό,τιδήποτε νιώθει ασφυξία, και δοκιμάζει κάθε δυνατή διέξοδο για εκείνη, ώστε η ψυχή σε όλη της την έκταση, ενώ κεντά κυκλικά τα τοιχώματα, τρελαίνεται και υποφέρει ' χαίρεται, όμως, κάθε φορά που αναθυμάται το ωραίο.


Εξ αιτίας λοιπόν αυτών των δύο που έχουν αναμειχτεί εντός της, η ψυχή και αδημονεί για τον περίεργο χαρακτήρα του πάθους της και λυσσάει, επειδή δεν μπορεί να τον ερμηνεύσει ' όντας μάλιστα σε κατάσταση μανίας, ούτε κατά την διάρκεια της νύχτας αλλά ούτε και την ημέρα μπορεί να παραμείνει στο ίδιο σημείο που βρισκόταν, αλλά επειδή ποθεί, τρέχει προς όποια κατεύθυνση νομίζει οτι μπορεί να αντικρίσει αυτόν που κατέχει την ομορφιά. Αφού λοιπόν τον δει, και αφού εισρεύσει εντός της σαν οχετός ο ίμερος, ανοίγει πάλι τους προηγούμενα κλειστούς πόρους, και αφού αναπνεύσει πια, παύει να σουβλίζεται και να πονά και απολαμβάνει πλέον αυτήν την πιο γλυκιά ηδονή του παρόντος. 


Απο αυτό λοιπόν συμπεραίνουμε οτι η ψυχή με την θέλησή της ποτέ δεν αποχωρίζεται αυτόν που αγαπά ούτε εκτιμά οτι κάποιος άλλος είναι περισσότερο καλός και όμορφος απο τον δικό της αλλά λησμονεί εντελώς και μητέρες και αδέλφια και όλους τους φίλους και καθόλου δεν απασχολείται σοβαρά αν χαθεί η περιουσία της εξ αιτίας παραμέλησης, αλλά περιφρονώντας όλα τα ήθη και τα σωστά, με τα οποία ομόρφαινε πριν την τωρινή της κατάσταση, έτοιμη είναι και να παραδοθεί και να κοιμάται σε όποιον τόπο της επιτρέπουν, που βρίσκεται όσο το δυνατόν πλησιέστερα στο πάθος της. 

Εκτός λοιπόν του οτι νιώθει σεβασμό για κάποιον που κατέχει την εικόνα της ομορφιάς, μόνο αυτόν θεωρεί γιατρό όλων των μεγάλων πόνων που νιώθει. Αυτό λοιπόν το πάθος, καλό μου παιδί, που σε εσένα απευθύνω το λόγο μου, οι άνθρωποι το ονομάζουν έρωτα, εάν ακούσεις όμως πώς το ονομάζουν οι θεοί, επειδή είσαι νέος, φυσικά και θα γελάσεις. Λένε δηλαδή, όπως θυμάμαι, κάποιοι Ομηρίδες, δύο στίχους απο αυτούς που αναφέρονται στον έρωτα, απο τους οποίους ο ένας είναι για αυτόν πολύ υβριστικός και όχι ιδιαίτερα σωστός ως προς το μέτρο. Εξυμνούν λοιπόν τον Έρωτα ως εξής:


Οι θνητοί φτερωτό τον έρωτα καλούνε,
Φτέρωτα όμως οι αθάνατοι,
διότι απο την φύση του
βάζει φτερά.


Μπορεί λοιπόν κάποιος
να συμφωνήσει με αυτούς τους στίχους,
μπορεί και όχι.
Όμως, η αιτία και η ουσία
του πάθους των αγαπημένων και ελκομένων
αυτό ακριβώς τυγχάνει να είναι.

Εάν λοιπόν 
αυτός που καταλήφθηκε απο έρωτα
είναι ένας απο εκείνους 
που ακολούθησαν τον Δία,
τότε ευκολότερα 
μπορεί να υποφέρει 
το βάρος του θεού
που φέρει το όνομά του 
απο τα φτερά του.

Όσοι πάλι
υπήρξαν υπηρέτες του Άρεως
και μαζί με εκείνον
στον ουρανό περιπολούσαν,
όταν καταληφθούν απο τον έρωτα
και πιστέψουν οτι
ακόμη και σε ένα σημείο,
αδικούνται απο το αντικείμενο του έρωτά τους,
τότε έχουν άσβεστη διάθεση
για πόνο
και είναι έτοιμοι 
και τους εαυτούς τους να θυσιάσουν
αλλά και τους νεαρούς τους.


Με τον ίδιο λοιπόν τρόπο,
τον κάθε θεό,
του οποίου καθένας μας 
ήταν θιασώτης,
εκείνον τον θεό
τιμώντας
και μιμούμενος
όσο το δυνατόν καλύτερα,
συνεχίζει ο άνθρωπος να ζει,
ωσότου μάλιστα παραμείνει αδιάφθορος
[...]
[συνεχίζεται]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχολιάστε, ρωτήστε, προτείνετε: