Κωστής Παλαμάς
Η ΦΛΟΓΕΡΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ

ΛΟΓΟΣ ΕΧΤΟΣ

Μπήκανε στον καλόστρωτο στης Λιβαδιάς τον κάμπο,
στη Λιβαδιά, στην πολιτεία την πιθωμένη απάνου
στο έμπα μιας γκρεμόρραχης λαγκάδας, και περνώντας
τήνε ποτίζει η Έρκυνα, παιδούλα του Ελικώνα,
μικρούλα ξεροποταμιά, και γίνεται μεγάλη
σαν παίρνη κάθε χειμωνιά, με το νερό της Κρύας
πηγής που την πρωτόβγαλε, κι άλλα νερά φερμένα
κι απο λογής νεροσυρμές ανάμεσα στα βράχια.

Ω νερομάννες, ω πηγές, ω ανάβρες, ω βρυσούλες,
είσαστ' εσείς οι ξωτικές κ' εσείς οι αμαδρυάδες
με τ' άπιαστα δροσόπλαστα κορμιά, τα γυμνά κάλλη,
και κάνανε τον έρωτα μ' εσάς τρελά και λάγνα
τ' αδιάντροπα τα παγανά [(ξωτικά)] 
με τ' άνθρωπου το λόγο
και με του ζώου τ' ανέγνωμο 
μαζί σημαδεμένα.

Ω νερομάνες, ω πηγές, ω γάργαρες βρυσούλες,
αφροί, δροσοσταλάσματα και κύματα και φίδια,
κάτι απ' των ίσκιων πιο πολύ την άϋλη την τρομάρα,
πιο λίγο απο τη σαρκική λαχτάρα της γυναίκας,
δαιμονικά και μαγικά, θέϊσσες, ξωθιές [(ξωτικές)]
μα πάντα ωραίες, όμοια πασίχαρες 
και δροσοδότρες πάντα,
κι όμοια φερτές, καθώς προτού, 
στην αγκαλιά της Πλάσης,
δείχνεστε, κι αδιαφόρευτα κι αδιάφορα, ίδιες πάντα,
στο διάβα των αλλόπιστων και ξένων αντρειωμένων,
κ' έτοιμες πάντα και σ' αυτούς για να παραδοθήτε,
σα να είναι εκείνοι οι Τρίτωνες και οι Σάτυροι και οι Πάνες με τους λαβύρινθους κι αυτοί, τους πολυστριφομένους.


Το λιβαδίτικο βουνό, να το Λαφύστι! Νέοι δεσπότες δεν το πάτησαν ακόμα, με καινούρια γραφτά να το μοιράνουνε, και τα πατήματά τους ν' αφήσουνε στις πέτρες του, κι ο ξαναμμένος Βάκχος, ο μυστικός Διόνυσος, τούφυγε μια για πάντα,
κι απο τα θεία σημάδια του δεν του άφησε ουδ' αχνάρι.

Και πάει και του Τροφωνικού 
πανάρχαια κ' η μαντεύτρα λαλιά,
στερνόλαλο πουλί στο σώπασμα των άλλων, 
κι όλο βαλτότοποι ανοιχτοί, και μοναχά το ψήλος το σεβαστό του Ορχομενού, κυκλώπικο συντρίμμι, και κάπου κάπου και παντού, λείψανα και ρημάδια, και είτανε κάστρα και ναοί και ακρόπολες και χώρες, και πια δεν είναι, και άλαλα ψευτοζούν, και δε στέκουν, καθώς η Φύση στέκεται μιλώντας πάντα σε όλους.

[...]

Και μόνο δε σαλεύουνε κάποια ρημάδια, πύργοι 
απ' των Ελλήνων τον καιρό. Στην ιερή Λεψίνα [(Ελευσίνα)]
δεν πάει, σαν πάντα, ο Κηφισός απο τα ριζοβούνια 
του Κιθαιρώνα ·  ο δρόμος του πιο γλήγορος και τρέχει
πρώτος να πάη το μήνυμα για να το μαθ' η Αθήνα.

Να κι ο Ελικώνας δίκορφος 
[(έλικες, περιελίξεις εγκεφάλου, 
και δύο ημισφαίρια)] 
απο τη Θήβα φτάνει 
κατά της Κόρθος τους γκρεμούς και πάει προς τα Ξαμίλια.

Κ' ειν' ο Ελικώνας απο δω και το βουνό της Σφίγγας
ειν' απο κείθε, γείτονας ·  της Μούσας το παλάτι 
και το καστρί της φόνισσας της στρίγλας που πετούσε
το μάντεμα το αμάντευτο ·  καθώς γειτόνοι στέκουν 
το βαθυρώτημα του νου 
[(εδώ η επαλήθευση 
οτι είναι εγκέφαλος 
και δύο ημισφαίρια)] 
στο αίνιγμα του κόσμου 
και το τραγούδι της καρδιάς, 
απλό και ωραίο, 
στην πλάση.

[...]

Στου Κιθαιρώνα την κορφή 
[(οκ, εγώ δεν θα πω κάτι άλλο)] 
κατάκρυα ρέει βρυσούλα, 
κι ο Ακρίτας ο βιγλάτορας πέφτει και προσκυνάει,
και τη βρυσούλα την κατάκρυα κάνει ο Κιθαιρώνας
στόμα λαμπρόλαλο και λέει:

«Τώρα Ελατιά [(Ελάτεια)] με κράζουν,
ψηλά τα κορφοβούνια μου, σαν πάντα είναι και τώρα,
καλό στα παλληκάρια μου, γεια σου χαρά σου, Ρήγα,
για σύρε απάνου μου να διής τον ουρανό με τ' άστρα 
[(εδώ παίζει 
μία περίεργη σύμπτωση,
με την Ελάτεια,
αλλά δεν τη ξέρετε)]
και μ' όλα τα λουλούδια της 
τη γη να καμαρώσης».

Και τι να πρωτοπώ και τι να πρωτολογαριάσω
και μέσα στο τραγούδι μου και τι να πρωτοβάλω
κι απ' όσα βλέπουν και πατάν 
και ψάχνουν κι αγναντεύουν,
σαν της αυγής ονείρατα 
και σκιάχτρα σαν της νύχτας,
ω γη, που πάντα εσένανε δουλεύουν ολοένα 
κι όμοια γερά και καρπερά μαζί Έρωτας και Χάρος
κάτου απ' τον ήλιο που ναούς καινούριους θεμελιώνει 
με τα συντρίμμια των παλιών, κι όλα τα ξανανιώνει;

Κ' είδαν τη Θήβα ανάμεσα στη Βοιωτία, κι απάνου 
στ' αρχαίο το Κάστρο ·  τόχτισε μαγεύτρα μια αρμονία,
[(η Θήβα η ΕπτάΠυλη, 
με τα Τείχη τα χτισμένα 
με τη Λύρα του Αμφίωνα)]
Λύρα, εσύ, δυνατώτερη κι απο Κυκλώπων χέρια.

[...]

Και είδαν τη Θήβα.
Και καθώς κοντόφωτα είχαν μάτια
[(με λίγο φως)]
που τάκανε και σπάραζαν του βασιλιά τους κι οι ίσκιοι,
και καθώς είχαν και τ' αυτιά βαριά, βάρβαροι πάντα,
μόνο ν' ακούν του βούκινου τους ήχους γυμνασμένα,
και τ' άγρια των πολέμαρχων προστάγματα, δοσμένα 
σ' άμοιαστες γλώσσες, απο δω φερμένες κι απο κείθε,
δεν είδαν, ούτε ακούσανε το φάντασμα το μέγα 
τ' Ασκραίου του ψάλτη που γυρνά 
χουγιάζοντας τα βράδια
κατά της Δίρκης τα νερά και τα πικρά ανταμώνει 
δάκρυα με τις μουρμουριστές πηγές και τις θολώνει,
και κλαίει τη Θήβα θλιβερά, γιατί κρατά τη χάρη
με τωρινά και χτεσινά και τ' αυριανά να ξέρη
ο διαλεχτός ο ακριβογιός του τραγουδιού, να κλαίει
μαζί της ζήσης τα δεινά, τον ξεπεσμό του ανθρώπου 
και της γυναίκας την ψευτιά και της δουλειάς την πίκρα,
κ' ύστερα και την άφταστη την απονιά της Φύσης,
της Λάμιας, που ειν' απο λιμούς και λοιμικές και μπόρες ·

[...]

Είναι οι πηγές πολύκρουνες κ' είναι τα κεφαλάρια
κι αστέρευτα κι ασίγητα με το μουρμούρισμά τους.
[(τα 'πες όλα)]
Και τις μουριές ποτίζουνε κι απ' τις ιτιές περνάνε 
και γοργοπαιγνιδίζουνε με τα μακρυά μαλλιά τους 
[(άρα μιλάμε για κεφάλι-α)]
όσο να πάνε στους βυθούς της Δίρκης να χυθούνε,
θυμώνοντάς την, πλαστουργές πηγές, και κεφαλάρια.
Δίρκη, χαρά σου! αν άλλαξες τ' αρχοντικό όνομά σου
και κράζεσαι Πλακιώτισσα, κ' εγώ η φλογέρα η ξένη 
σε λέω κ' εγώ Πλακιώτισσα τραχιά, κι ωριοστολίζω 
με του ρυθμού τη δύναμη και με τη μουσική μου 
το νιό σου τ' όνομα κι αγάλια αγάλια το ετοιμάζω
για τα καινούρια ριζικά που θάρθουνε να σ' εύρουν
κ' εσέ κ' εμάς οπόχουμε με σένα μιά πατρίδα.

Έτσι γυμνούς κι αστόλιστους 
τους τοίχους μιας καλύβας,
άσπροι κι αν είν' ή απο καπνιά κι αν είναι μαυρισμένοι,
γνοιασμένα μ' αγριολούλουδα στολίζει κάποιο χέρι
για κάποιο ταίρι νιόνυφων που εκεί θα ξενυχτίση.

Κ' εσένα, Δίρκη, και μαζί μ' εσένα όλα τα πάντα 
που σαν εσέ αναβρύσανε και σαν εσένα τρέχουν,
ποτάμια, κεφαλόβρυσα, πηγές, πηγάδια, ρυάκια,
χερσοτοπιές, χλωρότοποι, κάμποι, βουνά, καστέλλια,
κι απο το χιόνι του Όλυμπου 
κι ως της Αθήνας τ' άστρο,
κάθε κομμάτι τ' άχραντου κορμιού σου, 
ω μάννα Ελλάδα,
κ' εσέ την ίδια 
όσο μπορώ πιο δυνατά, 
ω Ελλάδα, 
με το καινούριο τ' όνομα σας κράζω, όσο κι αν είναι
γραφτό να μαρτυρήσετε, να καταφρονηθήτε,
και να πεθάνετε μ' αυτό, (πάντα καθώς πεθαίνει
θεός που κι όσο κι αν χαθή κι όσο κι αν πάη στον άδη,
γλήγορ' αργά το χάρο του πατά και ξαναβγαίνει),
με το καινούριο τόνομα σας κράζω: Ρωμιοσύνη!  
[(Ρώμη: Δύναμη)]

Με το καινούριο τ' όνομα 
κ' εγώ σας στεφανώνω
[(να και άλλη επιβεβαίωση 
σε τι αναφέρεται)]
και το στεφάνι σας αυτό θωρώντας πόσο ωραία
ταιριάζει στο κεφάλι σας, για μυρτοστέφανο είναι,
για στέφανο αγκαθόπλεχτο, σπαράζω κι αλαλάζω!

Και με τα νέα ονόματα σας κράζω τα δικά σας,
της μοίρας ειμ' ο αντίλαλος, της ιστορίας ο κράχτης,
[("κρα και πάλι κρα, 
τα κοράκια στη νταρά")]
κι όλο σκαλίζω τη σβυστή φωτιά για ν' αναδώση
και η σπίθα στη θολόσταχτη θαμμένη, και να γίνη
φλόγα, ή να ψήση το ψωμί, για πυρκαγιά ν' ανάψη.

Φυσώ την τόλμη 
και ξυπνώ τον καταφρονεμένο 
τον κόσμο απ' τους κοντόφωτους 
κι απ' τους μικρούς του κόσμου.

Ακόμα στα δεφτέρια τους σοφοί κι ά δε σας γράψαν,
κι ά δε σας ξέρουν οι άνθρωποι, σας κελαϊδάν τ' αηδόνια.

Απο τα κελαϊδίσματα των αηδονιών σας παίρνω,
ονόματα που πήρατε, κι ονόματα που ακόμα
δεν πήρατε, και που αύριο θα πάρετε, χαρά σας
τώρα ολονώνε, κι αύριο δόξα σας όλων πάλε,
αρχαίοι, που σα να δείχνεστε με κάτι νέο, ω τόποι!

[(Τόπος: 
ένα σημείον 
ενός συγκεκριμένου επιπέδου
Όνομα
ακριβής Θέσις,
απο την οποία Θέει,
Κωδική λέξις Οντότητος)]

[(σε προηγούμενους Λόγους
είναι σαφέστερο 
σε τι αναφέρεται)]

 [...] 

[(Περιεχόμενα "Φλογέρας Βασιλιά")]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχολιάστε, ρωτήστε, προτείνετε: