Κωστής Παλαμάς
Η ΦΛΟΓΕΡΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ

ΛΟΓΟΣ ΕΒΔΟΜΟΣ


[(πέραv αλλαγής στο μοvοτοvικό,
διατηρείται η ορθογραφία του πρωτοτύπου)]
 

Πρωί και λιοπερίχυτη και λιόκαλ' είν' η μέρα,
κ΄η Αθήνα ζαφειρόπετρα στης γης το δαχτυλίδι.

Το φως παντού, κι όλο το φως, κι όλα το φως τα δείχνει
και στρογγυλά και σταλωμένα, κοίτα, δεν αφίνει
τίποτε θαμποχάραγο, να μην το ξεδιαλύνης 
όνειρο αν είναι, ή κι αν αχνός, ή αν είναι κρουστό κάτι.

Περήφανα και ταπεινά, κι όλα φαντάζουν ίδια.
Και της Πεντέλης η κορφή και τ' αχαμνό σπερδούκλι,
κι ο λαμπρομέτωπος ναός και μιά χλωμή ανεμώνη,
τα πάντα, όμοια βαραίνουνε στη ζυγαριά της πλάσης.

Κι όλα σιμά τα φέρνεις, φως
κι όλα το φως τα δείχνει,
με μοίρα σαν ξεχωριστή. 

Της Αίγινας ο κόρφος ασπρογαλλιάζει ολόχυτος, λαμποκοπά ·  τον πάει  σιμά προς τους κυματιστούς και σα γραμμένους λόφους · 
και το βαθύ ακροούρανο σημαδεμένο μόνο
απο το μαύρο ενός πουλιού 
και τ' άσπρο ενού συγνέφου 
τα πάει προς το βουνόπλαγο, και του βουνού τη ράχη
την πάει σιμά στο λιόφυτο του κάμπου, και τον κάμπο
τόνε σιμώνει στο γιαλό, και του γιαλού και οι βάρκες 
στα σπιτικά κατώφλια ομπρός τραβάν κατά τη χώρα 
ήσυχα για ν' αράξουνε. Κι όλα το φως τα δείχνει 
αεροφερμένα πιό κοντά σάμπως καημό να τόχη 
να τα ορμηνέψη να πιαστούν κ' ένα χορό να στήσουν,
όσο που τόνα στ' αλλουνού την αγκαλιά να πέση.
Έτσι ολόγυρα τα βουνά κι ο λογγωμένος Πάρνης 
κι ο ελεφαντένιος ο Υμηττός κ' η αγέρινη Πεντέλη 
βλέπονται κι όλο βρίσκονται σε συντυχιά με τ' άλλα 
τα πιό φτενόγραφτα και πιο μακριά ξαγναντεμένα 
βουνά της Ύδρας, τ' Αναπλιού, του Δαμαλά, της Κόρθος · 
κι άκρες και λόφοι και στενά και βράχοι κι ακρογιάλια,
Τριπύργι, Φάληρο, Πειραίας, 
και οι σκάλες και οι λιμιώνες,
κ' η Σαλαμίνα αθάνατη, κ' η ερημική Ψυτάλη 
ως πέρα που τον άσπρο ναό βασιλική κορώνα 
φορεί, δειγμένο απο παντού, το Σούνιο τ' ακροτόπι.
Κ' η αττικιά ακροθάλασσα, και ξεχωρίζει μέσα 
στην Άσπρη θάλασσα, και ζη στην αγκαλιά της μάννας,
ευγενικώτερη απ' αυτή και σάμπως πιό γαλάζια.


Σήμερα πρωτοθώρητο, κάτι σα θάμα, κοίτα, 
πέρα απ' τον κάμπο χάραξε κι απ' το πυκνό λιοστάσι 
ξαπλώνεται κι όλο τραβά στο μαγεμένο Βράχο 
που και μικρός, σαν πιο ψηλός απο τον Όλυμπο είναι.
Εκεί μιά ασάλευτη ζωή, και στοιχιωμένη η χώρα,
μαρμαρωμένοι και οι θνητοί κ' οι αθάνατοι, κ' η πέτρα
κι άνθος απο την ομορφιά κι άστρο απο την ιδέα,
και τα σκληρά κορμιά απαλή πνοούλα τ' ανασταίνει.
Πάντα ο ναός ο μουσικός [(τι γράφει πάλι ο θεοπάλαβος...)] του στοιχιωμένου Βράχου κορώνα γύρω υψώνεται, σ' όλα κι απάνου απ' όλα, κι απο της πλάσης τα καλά κι απ' τ' αγαθά της χώρας,
σάμπως εκείνος πιό καλά και πιό αγαθά πλασμένος.
Και πάντα οι βρύσες ρέουν εκεί του Μύθου κι αναβρύζουν της Ιστορίας οι πηγές, κ' είναι τ' ανάβρυσμά τους πάντα κ' είναι το ρέμα τους της δόξας και της χάρης το ρέμα και τ' ανάβρυσμα, και της Αθήνας ·  πάντα.
Και πάντα ο δωρικός ναός απλός και τρισμεγάλος 
και η πιο λιγνη γραμμούλα του σοφά λογαριασμένη 
και σιδεροθεμέλιωτος και φτερωτός [(?)] αντάμα 
και λυγερός και μ' όλο του τ' αλύγιστο τ' ολόρθο.
Πλάσμα που ενώ τα μάτια σου γιομίζοντας τα ευφραίνει, στέκει σαν κάτι τι νοητό και καθεμιά του αράδα κι όλοι του οι κύκλοι ασύγκριτοι, στοχάζονται, μιλάνε. 
Και πάντα είναι τα μέτωπα και τα πλευρά του πάντα 
και πάντα ειν' οι κολώνες του και οι ζώνες και οι κορφές του, με τα σεμνά σκαλίσματα, με τα λαμπρά πλουμίδια, ρουνιές και αϊτοί και αστράγαλοι, κύματα, φίδια, ρόδα, τα χρώματα, απο του δεντρού το πράσινο, ως της ώχρας το κίτρινο, τ' ανάγλυφα, τ' αγάλματα, και κείνα που ακέρια απο τους κόκκινους τους τοίχους ξεχωρίζουν και παρασταίνουν ζωντανά, πλεμένα καθώς είναι, των Αθηνών τα ηρωϊκά, της Πολιτείας τα τίμια, κι αυτά που λιανοχάραγα και μόλις τα ξανοίγεις μεσ' από βάθια γαλανά, θρησκευτικές εικόνες 
λατρείας που είν' όλη απο χαρά, χωής που ειν' όλη απ' άνθια.
Και πάντα οι δώδεκα οι θεοί σαν κυβερνήτες είναι
του κόσμου που ακυβέρνητος πιά στέκεται γιατ' ηύρε 
την ακριμάτιστη ζωή στον ουρανό της Τέχνης.
Κι όλο γεννιέται κ' η Αθηνά, και η γέννα της δεν είναι
σα βρέφους ·  ώριμη, τρανή, μεσ' στην αρματωσιά της,
τους Ολυμπίους τριγύρω της με βιάς μετρά η ματιά της 
απο τ' ανάερο τίνασμα θαμπούς και ξαφνισμένους,
καθώς τινάζεται έξαφνα, καθώς πετιέται ατόφια.
Και πάντα λάμιες μονοβύζες οι Αμαζόνες τρέχουν 
αδάμαστες με τ' άλογα τ' αδάμαστα και πάντα 
τους κόβουνε το δρόμο τους κοντά στο Ιλίσσιο ρέμα
γερότεροι απ' τον ποταμό λεβέντες Αθηνιώτες.
Κι ο πολυτάραχος θεός της θάλασσας παλαίβει 
με της Σοφίας τη δέσποινα για 'να βασίλειο πάντα,
κ' η Αθήνα το βασίλειο, κ' εσύ, Αθηνά, η νικήτρα,
γιατ' ειν' ο νους πιο δυνατός κι απ' του πελάου το κύμα.
Και πάντα σ' ένα μπλέξιμο γιγάντικο τεράτων,
που ειν' άτια ομάδι και άνθρωποι, με ηρώους που δεν έχουν απο τη φύση δύναμη παρά την αντρειωμένη σάρκα και μέσα μιά καρδιά, χτυπάνε τους Λαπίθες οι Κένταυροι, και γονατάει τον Κένταυρο ο Λαπίθης.
Και πάντα, απ' της ιέρισσας τα χέρια βλογημένα,
στα χέρια οι λυγερές βαστάν τα φτυάρια, και στους σάκκους, απο σπαρτά κι απο καρπούς της Δήμητρας γιομάτους, ακουμπιστήρια γίνονται τα καλοχτενισμένα κεφάλια. Και παραδοτός απο τον ιερέα στα χέρια του παλληκαριού περνά και κυματίζει
πλούσιος ο μυριοκέντιστος παναθηναίϊκος πέπλος.
Και πάντα ως πέρα η θάλασσα κυματιστή σαλεύει
της διπλοπρόσωπης πομπής προς τη θεά απο δώθε 
πόχει η Λεψίνα, προς τη θεά πόχει απο κειθ' η Αθήνα.
Κι όλο η πομπή ετοιμάζεται κι ακόμα δεν αρχίζει,
και ειν' η γλυκειά κ' η ανήσυχη στιγμή της έγνοιας, η ώρα η ζωντανή που ολογυρνάς και καρτεράς και ψάχνεις και ψάχνεσαι και χαίρεσαι και δε σου δίνεται άλλη φορά σαν τούτη να χαρής, γιατ' είσαι ευτυχισμένος, (όχι την ώρα που αποχτάς) την ώρα που προσμένεις.
Και πάντα απο τη μιά μεριά κι απ' τη μεριά την άλλην
οι συντροφιές εδώ πιο αριές, κ' εκεί πιο πυκνωμένες,
μαζώνονται και πλέκονται και ρυθμικά προβαίνουν · 
απ' τα ηλιογέρματα τραβάν προς τους βοριάδες οι άλλοι
κι άλλοι προς τις ανατολές απ' του βοριά τα μάκρη.
Κ' είναι αρχοντιά, κ' είναι λαός, κ' είναι παρθένες, βόϊδια για τη θυσία στεφανωτά, και αργοσυρμένα αμάξια, καλαθοφόρες λυγερές, λαμπαδοδρόμα αγόρια, και καβαλλάρηδες γοργοί στενοί ακλουθώντας με όλα της νιότης τα χαρίσματα, που ειν' αψεγάδιαστα όλα, στη σάρκα, στην κορμοστασιά, στη φορεσιά, στη γύμνια, το πανηγύρι του θνητού χαρά θεού το κάνουν.
[(όλα αυτά τα βλέπει οραματικά)]
Γι' αυτό και πάντα αθώρητοι το πανηγύρι βλέπουν
ανάμεσ' απ' το λατρευτό λαό κι αναγαλλιάζουν 
οι αθάνατοι, απο τους θνητούς που μόλις ξεχωρίζουν,
και μέσα στους αθάνατους ξεχωρισμένοι ακόμα,
ο Ασκληπιός κ' η Δήμητρα κ' οι Διόσκουροι κι ο μέγας
ροπαλοφόρος Ηρακλής, κ' η πιο μεγάλη, η Κόρη,
θέϊσσα στο θρόνο τον πλατύ, με τη μακριά τη βέργα.

Σήμερα πρωτοθώρητο κάτι σα θάμα, κοίτα,
ξεσπά, και τ' ανατρίχιασμα ξυπνά κι απ' άκρη σ' άκρη
κάτου απ' τα θεία παντοτινά στασίματα, και θάμπος 
ξυπνά, και κάποιο δεύτερο μαρμάρωμα, απ' το πρώτο 
πιο δυνατό καρφώνει τα και τα καταχωνιάζει 
τα μεγαλόχαρα είδωλα, κ' ύστερα τα σπαράζει 
μ' αστραφτερά σπαράσματα γοργότερ' απ' της σκέψης 
το δρόμο, όταν τινάζεται σε χρόνους και σε τόπους.
Και ξάφνισμα μεσ' στους χορούς και τάραμα στους κύκλους των υπεράνθρωπων θνητών και των θεών πλασμένων με τον αφρό και του κορμιού και της ψυχής του ανθρώπου.
Και οι συντυχιές και οι μοναξιές, και οι μάχες και οι θυσίες και σιωπηλά μιλήματα και αμίλητα τραγούδια, κι όσα φαντάζονται και λεν και μάχονται και φέρνουν 
πεζοί και καβαλλάρηδες, κι όσοι σκυφτοί και ολόρθοι
και καθιστοί φιλόσοφοι χρυσόστομοι, όλοι σκέψη,
και ημίθεοι στην απανεμιά και ηρώοι του πολέμου,
νέοι και γυναίκες και παιδιά και γέροι και παιδούλες
κι αρχόντοι και φτωχολογιά, τούτοι ντυμένοι πλούσια,
κ' οι άλλοι πιο πλούσια μοναχά με τα γυμνά κορμιά τους ·
κι όλα όσα σκαλιστήκανε τριγύρω και βλαστήσαν 
κάτου κι απάνου και παντού στα ύψη και στα βάθια 
του βραχορρίζωτου ναού, που αστρόκοσμο τον κάνουν,
κι όλα τα πάντα σήμερα της μαγεμένης χώρας 
ν' αλλάξουν παίρνουν, και θαρρείς πως αρχινάν τα πάντα στην άλλη νάμπουν τη ζωή που μέσα της μας έχει, κι απο λαχτάρα ζωή κυλά κι απο φροντίδα ζήση.
Σαν απο των παραμυθιών τους κόσμους αντρειωμένους
ξεμαγευτής να πρόβαλε, και γγίζοντας ετούτο
τον κόσμο, αγάλια τον ξυπνά κι αργά τον ανασταίνει.
κι ακόμα δε μπορείς να πεις, πως ξύπνησε, μα μήτε
«Κοιμάται πια» μπορείς να πεις για το μαρμαρωμένο.
Οϊμέ! μισόξυπνος ·  κι αυτό το μισοξύπνημά του 
κάποια φαρμάκια του θυμά, και τ' άθλια και τα μαύρα
που εδώ στη γη μας τυραγνάν αντάμα θεούς και ανθρώπους.
Γιατι κι αν είναι απ' τους θνητούς οι αθάνατοι πιο απάνου, (το είπε κ' η Μούσα η τραγική, βασίλισσα στις Μούσες, κ' έσταξες, λόγε ολόπικρε, στης γλύκας την πατρίδα), είναι κι απ' όλους τους θεούς -το ξέρουμε- πιο απάνου, μιά δύναμη είναι, και θεών κατρακυλήτρα ·  η Μοίρα.
Όμως το τέτοιο τάραμα, το τέτοιο θάμπωμα όμως,
το τέτοιο μισοξύπνημα για να το νιώσεις, πρέπει
να μη βαραίνει το είναι σου μιά σάρκα σαν τ' ανθρώπου.
Μόνο κι αν κάπου εδώ γλιστράν ψυχές απο το σώμα 
πια γλυτωμένες, πνέματα κι αν κάπου εδώ διαβαίνουν,
αγγέλοι κάπου εδώ αν πετάν, -μονάχα εσείς, ω αγγέλοι,
ω πνέματα, ω ψυχές, κ' εσείς, τελώνια του πελάγου,
και της στεριάς αγερικά και ξωτικά του κόσμου
κι όλα τ' αλαφροΐσκιωτα, τ' άγια των θρήσκων όλων,
της νέας λατρείας τ' ασκητικά και τ' άϋλα, εσείς οι αρχαίοι θεοί οι διωγμένοι, (-βρικολάκοι γίναν και δαιμόνοι οι αρχαίοι θεοί, κι απ' τους βωμούς κι απ' τα ιερά τριγύρω λυπητερά νυχτοπετάν και νυχτοπαραδέρνουν πάντα στη γη του φυτρωμού και του μεγαλωμού τους και παίρνουν άλλα πρόσωπα κι ονόματ' άλλα παίρνουν κι άφαντοι κάτου απ' όλα αυτά και ασάλευτοι, γυρεύουν 
απο τους ίδους τους πιστούς, ίδια λατρεία, που νάχει
μονάχα αλλιώτικο όνομα, και λεν οι αποδιωγμένοι:
Όσο κι αν είστε χριστιανοί, πάντα είστε ειδωλολάτρες!-) 
Μονάχα εσείς,  πνοές κι αυτού και τ' αλλουνού του κόσμου, μπορείτε να το νιώσετε κι αγνάντια να το διείτε το θάμπος και το τάραμα του στοιχιωμένου κόσμου. Έτσι η ματιά καμά φορά κ' έτσι τ' αυτί κάποια ώρα τ' αρπάζουν, όσο σιγαλό και λιγοστό κι αν είναι, το σάλεμα στη θάλασσα, το φύσημα στο λόγγο,
κι ας δείχνει πως την κάρφωσε στην πλάση κάποιο χέρι.

Σ' όλα τα πλέρια σήμερα και τα καλοκομμένα,
είτε της τέχνης θάματα και είτε θωριές της πλάσης,
που αμέσως ξεδιαλύνεις τα κ' εύκολα τα γνωρίζεις,
κι αν χέρι απλώσεις προς αυτά, πιστεύεις πως θα ταύρεις όλα στο χέρι σου μπροστά για ψάξιμο ή για χάϊδιο, -
κάτου μακριά, χαράζοντας θαμπά στα μάτια ακόμα,
βγαλμένο απο τα διάσελα του Κιθαιρώνα, πέρα
προς τη Λεψίνα, στα πλατιά του δρόμου που οδηγούσε
τη λιτανεία τη μυστική προς της Σοφίας την πόλη,
κάτι σαν κουρνιαχτός, για κοίτα! κάτι σα θολούρα,
όλο τραβά κι ασκώνεται κι όλο και μεγαλώνει
και μέσα στ' άσπρο του φωτός κι όλο πιο μαύρο δείχνει
και πότε ειν' από σύγνεφα κοπάδι, πότε δάσος,
και πότε αστράφτει, και η βροντή προσμένεις να βροντήσει και πότε είναι το γυάλισμα μιάς λίμνης, και σιμώνει,
κ' είναι περπάτημα στρατού κι αρμάτων είναι λάμψη.

*

Και ο Βράχος ο ξαγναντευτής κι ο ανταριασμένος Βράχος ρωτά και συλλογίζεται, κι όλα τα χίλια μύρια [(χίλια δέκα χιλιάδες)] στόματ' ανοίγει και μιλά, κ' είναι το μίλημά του σαν πρωτοβούϊσμα της ζωής στο χάραμα της μέρας

- Της Ρώμης αυτοκράτορας, απόστολος του Λόγου,
προφήτης του Ήλιου ολόστερνος
και ο πρώτος μεσ' στους πρώτους,
μήνα στρατάρχης νικητής ο Παραβάτης φτάνει
τους γκρεμισμένους μου βωμούς να τους ξαναστηλώσει, και μη μου φέρνει ο λυτρωτής για να τα ξαναστήσει
κι αυτά, κι αυτών ξεσκλαβωτής σ' ανατολή και δύση, 
απο κουρσάρων κάτεργα κι απο ληστάδων χέρια,
και τα ξενιτεμένα μου τα μάρμαρα και σπλάχνα;
Βάρβαρος μεσ' στους βάρβαρους, μ' όλα τα καταφρόνια
στης πέτρας τα ολοζώντανα, στου νου τ' αθάνατα όλα,
ξανάρχεται ο Αλάριχος; Μην απ' τα παραπόλια 
της Αττικής, που η γέρικη τα ισκιώνει ελιά και πάντα,
-πάντα ίσκιωμά σας ειν' η ελιά και μ' όλα τα λιοπύρια,-
σώστης χαράζει και ορθωτής γονατισμένου κόσμου 
και πάλε ο Δέξιππος, της γης αυτής το στερνοπαίδι,
το Γόθο και τον Έρουλο να μπλέξει στα καρτέρια,
πάντα Αθηναίος, και του σπαθιού πιστός και της ιδέας,
που φάνηκε όπως φαίνεται σε μιά καμένη χώρα
απο βουλκανική [(ηφαιστειακή)] φωτιά μια φλέβα κρύο νεράκι;-    

Κι ο Βράχος ο ξαγναντευτής κι ο στοιχιωμένος Βράχος
βογγά και συλλογίζεται κι όλα τα χίλια μύρια 
[(χίλια δέκα χιλιάδες)]
στόματ' ανοίγει και μιλά, κ' είναι το μίλημά του 
σα μάννας αναφυλλητό στην κάσσα τ' ακριβού της:
- Οϊμέ! το κάμα είναι πλατύ και το νερό μιά στάλα
κι ο λυτρωμός μιάν αστραψιά κι όνειρο τ' αντιστύλι.
Eσ' είσαι η γη που οι μέλισσες βυζάξανε το μέλι
μεσ' απ' του θείου σου του Σοφού τα ολανθισμένα χείλια;
Σ' εσένα δυό του δρόμου σου και του μεγαλωμού σου
λύχνοι, απο χέρια ακάμωτοι, μαλαματένιοι φέγγαν,
ω γη, κι ο θείος σου ο Σοφός τον άναψε για σένα
τον ένα, τον ανέβασε κορφή σε μέγα κιόνι
να είναι το φέγγος του άσβυστο κ' εσύ ουρανός του να είσαι.
Τον άλλο η πάνοπλη θεά η φυλάχτρα σου η παρθένα
μεσ' στον πανώριο της ναό τον κρέμασε για σένα
κι αυτόν, όμοια αβασίλευτο [(άδυτο)] ·  κι όμοιά σου φωτολάμπαν.
Κι ο πρώτος λύχνος έφεγγε στο σκύψιμο του νου σου 
προς της μελέτης τα βαθιά, προς τα τρανά της γνώσης
που στέκεται η στοχαστική Σοφία κοσμονοήτρα.
Κι ο λύχνος ο άλλος έφεγγε στο ανέβα της καρδιάς σου 
προς τη Σοφία Ενέργεια, της αντρειοσύνης που είναι
μάννα κ' είναι του πολέμου θάλασσα και δε στέκει.
Δυό λύχνοι, και δεν ξάνοιγες και ποιού το φως πιο μέγα, δυό αστέρια, κι απο το φως διπλό κρεμότανε η ζωή σου.
Κι ο πρώτος λύχνος έσβυσε 
κι ο λύχνος πάει κι ο άλλος,
και σαν κουφάρι ακέφαλο 
στέκει το μέγα κιόνι,
και πιάνει θολοκρέμαστος 
τώρα ένας τρίτος λύχνος 
άλλης λατρείας, 
της άνομης ξένης Οβριάς, 
τον τόπο 
του πρωτίνου.                    
  
[...] 

[(Περιεχόμενα "Φλογέρας Βασιλιά")]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχολιάστε, ρωτήστε, προτείνετε: