[(Αθανασίου Ϛαγειρίτου
«ΩΓΥΓΙΑ»)]

- - - - - - - - -
ΚΕΦΑ'ΛΑΙΟΝ Β'.
Περί της Ήρας.

Η Ήρα ήτον θυγάτηρ του Κρόνου και της Ρέας, και αδελφή του Διός · και κατά τινας, εγεννήθησαν δίδυμοι με τον Δία, και ο Κρόνος δεν ίξευρεν · όθεν εζήτει να φάγη μόνον τον Δία · κατ' άλλους δε, εγεννήθη αυτή προ του Διός, και κατέπιε και αυτήν ο Κρόνος, και πάλιν την εξήμεσε με τους άλλους αδελφούς αυτής.

Εγεννήθη δε, κατά μεν τινας, εις την Σάμον πλησίον εις τον Ίμβρασον ποταμόν, υποκάτω εις το δένδρον Λύγον ονομαζόμενον, και ελούετο εις τον ποταμόν τούτον, ανατρεφομένη εκεί, και δια τούτο μετωνομάσθη Παρθένιος ο Ίμβρασος, επειδή ήτον και αυτήν παρθένος τότε (*).
- - - - - - - - -
(*) Ο Παυσανίας λέγει, οτι οι Αργοναύται έχοντες το άγαλμα της Ήρας εκ του Άργους, έκτισαν Ιερόν εις την Σάμον, αφήκαν και το ξόανον εκεί
· όθεν οι Σάμιοι ενόμιζον, οτι εγεννήθη εκεί η Ήρα, δια την αρχαιότητα του Ιερού.

Κατ' άλλους δε, εγεννήθη εις το Άργος, και ανέθρεψαν αυτήν αι Νύμφαι, Εύβοια, Πρόσυμνα, και Ακρέα, θυγατέρες του Α
ϛερίωνος. Κατ' άλλους δε, ανέθρεψαν αυτήν αι Ώραι, και κατ' άλλους, ο Ωκεανός και η Θέτις, και κατ' άλλους, ο Τήμενος υιός του Πελασγού, εις την Ϛύμφαλον · οι δε Αιγύπτιοι έλεγον, οτι εγεννήθη εις την Αίγυπτον, και αυτή, και ο Ζευς, και άλλοι πολλοί, ως προείρηται. Άλλοι δε νομίζουσιν, οτι ανετρέφετο εις την Εύβοιαν η Ήρα · όμως εις το Άργος ωνομάζετο τις λόφος Εύβοια απο της τροφού αυτής Ευβοίας · και ίσως εσυγχύσθησαν τα ονόματα.

Κατά δε τον λόγον των Σαμίων, ανατρεφομένη εκεί, εξήρχετο εις περιδιάβασιν με τας τροφούς αυτής, και ελούετο εις τον ρηθέντα ποταμόν
· τότε και ο Ζεύς περιφερόμενος ένθεν κακείθεν, μεταμεμορφωμένος και αγνώριϛος, δια τον φόβον του Κρόνου, ήλθε και εις την Σάμον, και είδεν αυτήν λουομένην · όθεν κατεδίωκεν αυτήν ύϛερον, και τέλος την ηύρεν, ως είρηται, εις την Αργολίδα, εις το όρος Θόρνακα, μόνην περιδιαβάζουσαν · και θέλων να μη τον γνωρίση και φύγη, πρώτον μεν έβρεξε ραγδαίως, έκαμε και ψύχραν, ώϛε αυτή εκάθησεν εις το μέρος εκείνο του όρους, όπου εκτίσθη ύϛερον το Ιερόν της Ήρας τελείας επονομαζομένης · έπειτα μεταμορφωθείς και αυτός εις Κόκκυγα [(κούκο)], εκάθησεν εις τα γόνατα αυτής, τρέμων υπό του ψύχους · αυτή δε λυπηθείσα, τον εσκέπασε με το φόρεμα αυτής. Και τότε μεταμορφωθείς εις το σχήμα αυτού, την εβίαζεν · αυτή όμως δεν ήθελε, λέγουσα, οτι φοβείται την μητέρα αυτής. Τέλος δε έκλινεν, αφ' ου υπεσχέθη να την λάβη γυναίκα. Κατ' άλλους δε, φεύγουσα την επιβουλήν του Διός, ήλθεν εις το Άντρον τινός Αχιλλέως γηγενούς, και ο Αχιλλεύς εκείνος κατέπεισεν αυτήν να δεχθή την δέησιν του Διός · ο δε Ζευς υπεσχέθη να κάμη ενδόξους όλους τους έχοντας τούτο το όνομα · όθεν έγινε περίδοξος και ο Αχιλλεύς του Πηλέως ύϛερον.

Ο δε γάμος αυτών έγινε και εωρτάσθη, ως είρηται, εις την Κρήτην, εις την χώραν των Κνωσίων, και πλησίον του Θήρηνος ποταμού, όπου ήτον ύ
ϛερον Ιερόν, και εώ[(ρ)]ταζον οι εγχώριοι εορτήν κατ' έτος, μιμούμενοι την τελετήν του γάμου. Εκάλεσαν δε εις τον γάμον όλους τους Θεούς, και τους ανθρώπους, και αυτά τα θηρία, και ευωχήθησαν, και ευ[(φ)]ράνθησαν όλοι ομοψύχως · καλεϛής δε ήτον ο Ερμής. Μόνον η Νύμφη Χελώνη δεν ήλθεν εις τον γάμον, και δια τούτο ετιμωρήθη, ως ρηθήσεται εκεί.

Δεν έζησαν όμως ποτέ ειρηνικώς, φιλονεικούντες, και διαφωνούντες εις όλα τα πράγματα, και μάλι
ϛα δια την ασέλγειαν του Διός, και ζηλοτυπίαν εκείνης, η οποία μη δυναμένη να εμποδίση την ορμήν αυτού, και έχουσα δύναμιν απόλυτον, ως γυνή του Διός, και Βασίλισσα, κατέτρεχεν ασπόνδως τας παλλακίδας αυτού. Είχε δε δεκατέσσαρας Νύμφας εις τον Ουρανόν η Ήρα εις την συνοδίαν αυτής, και πρώτη τούτων ήτον η Ίρις. Δια να ευχαριϛήση δε την ακόλαϛον επιθυμίαν του Διός [(η Ήρα)], κατέβαινε και ελούετο κατ' έτος εις την πηγήν της Αργείας Κάναθον καλουμένην, πλησίον της Ναυπλίας, και εγίνετο πάλιν παρθένος · επειδή το ύδωρ εκείνο είχε τοιαύτην ενέργειαν. Ο Ζευς όμως, και με τούτο δεν ευαριϛείτο, αλλ' έτρεχεν, όπου ήκουεν ωραίαν γυναίκα · η δε Ήρα εξεθύμαινεν εις τας ερωμένας αυτού · επειδή εμπόδισε την γέννησιν του Ηρακλέους επτά ημέρας, δια να γεννηθή πρότερον ο Ευρυσθεύς · μετεμόρφωσε και την Γαλανθίδα, δούλην της Αλκμήνης, εις Γαλήν [(γάτα)] · κατέτρεχε θανατηφόρως και αυτόν τον Ηρακλέα, υιόν νόθον όντα του Διός · ότε δε επόρθησε την Τρωάδα με τον Τελαμώνα, και επέϛρεφεν εις την Ελλάδα ο Ήρακλής, αυτή απεκοίμησε τον Δία δολίως, δια να μη εν[(ν)]οήση τον κίνδυνον του Ηρακλέους · έπειτα διήγειρεν όλους τους ανέμους, και κατετάραξε την Θάλασσαν, ώϛε μετά βίας εσώθη εκ του κινδύνου ο Ηρακλής. Τέλος δε έπεμψε την Σφίγγα εις τους Θηβαίους, επειδή εγεν[(ν)]ήθη ο Ηρακλής εκεί. Ομοίως κατεδίωκε και την Λητώ, την Ιώ, εξηπάτησε την Σεμέλην να κερα[(υ)]νωθή, μετεμόρφωσε την Καλλιϛώ εις Άρκτον, έρριψε την Σίδην γυναίκα του Ωρίωνος εις τον Άδην, επειδή είπεν, οτι ήτον ωραιοτέρα αυτής, διήγειρε τον Γηρυόνην κατά του Ηρακλέους, ένθα και επληγώθη υπο του Ηρακλέους, και εδοκίμασε πόνους σφοδροτάτους. Κατά δε τον Τρωϊκόν πόλεμον ήτον εναντία της γνώμης του Διός · όθεν κατεγίνετο να τον εξαπατήση με τα γυναικεία θέλγητρα · και μη έχουσα τόσον ισχυρά θέλγητρα αυτή, έλαβε τον Κεϛόν της Αφροδίτης. Τέλος δε έδειρε και την Άρτεμιν, επειδή εκείνη παρεκίνει τον Απόλλωνα κατά των Ελλήνων.

Κατά τινας δε, διήγειρε και τους Τιτάνας κατά του Διός
· ετύφλωσε τον Τειρεσίαν, κατέϛησε τον Άργον κατάσκοπον του Διός. Ταύτα δε πάντα ήσαν ανυπόφορα, ως προς την μεγαλοπρέπειαν του Διός, και εναντία της δυνάμεως και εξουσίας αυτού. Το δε μέγιϛον και παρανομώτατον ήτον η συνο[(ω)]μοσία, ως είρηται, την οποίαν συνεκρότησε κατά του ανδρός αυτής. Όθεν μη υποφέρων πλέον ο Ζευς, έδησεν αυτήν χείρας και πόδας, με αλύσους, και την εκρέμασεν εκ του Ουρανού απο της κόμης της κεφαλής · και εις τους πόδας αυτής εκρέμασε δύο άκμονας, δια μεγαλητέραν τιμωρίαν. Κατ' άλλους δε, έδησεν αυτήν, διότι εκίνησε τον τρικυμίαν, και ήθελε να πνίξη τον Ηρακλέα.

Κατ' άλλους δε, έφυγεν εκ του Ουρανού, και ήλθεν εις την Βοιωτίαν, ως είρηται, και τότε μεν έλαβεν αυτήν πάλιν ο Ζευς δια του
ϛρατηγήματος · όμως έφυγε και δεύτερον, και ελθούσα εις την Ϛύμφαλον, όπου εγεννήθη, προς τον τροφέα αυτής Τήμενον, έζησεν εκεί το υπόλοιπον, ως χήρα · όθεν ο Τήμενος έδωκεν αυτή τρεις ονομασίας · παίδα, τελείαν, και χήρα · και παίδα μεν έλεγεν αυτήν, ότε ήτον παρθένος · τελείαν δε, ότε υπανδρεύθη, και χήραν, ότε έφυγε το δεύτερον εκ του Ουρανού, και έζη εκεί ως χήρα. Περί της τεκνογονίας αυτής, είρηται εις το περί Διός [(κεφάλαιον)], και ρηθήσεται και εις έκαϛον κεφάλαιον εκείνων, οτι δεν εφύλαξε και αυτή πολλήν τιμήν προς τον Δία. Διότι, καθώς λέγουσιν, εγέννησε και τον Τυφώνα εναντίον του Διός, και τον Προμηθέα εκ του Ευρυμέδοντος πριν υπανδρευθή.

Εζωγράφιζον δε αυτήν διαφόρως, και πολλάκις ομοίως με την Ε
ϛίαν · εις το Άργος εν τω Ναώ αυτής εκάθητο επί θρόνου, και διάδημα εις την κεφαλήν έχουσα, εις το οποίον ήσαν αι Ώραι και αι Χάριτες εζωγραφισμέναι, οίον, κεχαραγμέναι · και εις μεν την μίαν χείρα εκράτει ροιάν (ρόδι) [(παρένθεσις Ϛαγειρίτου)], εις δε την άλλην σκήπτρον, και επάνω εις αυτό εκάθητο ο Κόκκυξ [(κούκος)], και πλησίον αυτής ίϛατο η Ήβη.

Αλλού δε ευρέθη έχουσα σύν[(ν)]εφον περί την κεφαλήν αυτής, την Ίριν περί αυτήν, και παγώνια αμφοτέροθεν, και μίαν γυναίκα βρέφος έχουσαν
· ενίοτε δε είχε και τας Σειρήνας εις τας χείρας · ενίοτε εκάθητο και εφ' αμάξης χρυσής, την οποίαν έσυρον τα παγώνια, ενίοτε και οι Ίπποι, και όπισθεν αυτής είχε την Ίριν · και πότε μεν είχεν ασπίδα και δόρυ, πότε δε τύμπανον και κεραυνόν εις τας χείρας, και ποτε και κέρατα εις την κεφαλήν, πότε δε και διάδημα λευκόν εις την κεφαλήν, και τον Κάϛορα και Πολυδεύκην αμφοτέρωθεν του διαδήματος, και την Ίριν, και τας Νύμφας ακολουθούσας.

Η Ήρα ενομίζετο έφορος του πλούτου, των βασιλείων, του γάμου, της ανδρείας, και του καλλωπισμού των γυναικών
· επειδή λέγουσιν, οτι αυτή εφεύρεν αυτόν, και εκαλλωπίζετο εις υπερβολήν. Φυσικώς δε αλληγορείται εις την Γην, και εις την Σελήνην, ως δηλούσι τα σύμβολα · έχει δε και τας Σειρήνας, επειδή αυτή παρεκίνησεν αυτάς εις την μετά των Μουσών φιλονεικίαν. Ο Όμηρος γράφει τον Ι'. ύμνον εις αυτήν, και ο Ορφεύς τον ΙΕ'.

[(Tέλος Κεφαλαίου Β')]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχολιάστε, ρωτήστε, προτείνετε: