[(Αθανασίου Ϛαγειρίτου
«ΩΓΥΓΙΑ»)]

- - - - - - - - -
ΚΕΦΑ'ΛΑΙΟΝ ΚΗ'.
Περί των Πλειάδων.

Αι Πλειάδες, θυγατέρες του Άτλαντος και της Πλειώνης, εγεννήθησαν εις το όρος της Αρκαδίας Κυλλήνην ονομαζόμενον. Είρηται μεν ανωτέρω, οτι ήσαν επτά ·  αλλ' άλλοι αριθμούσι μόνον εξ, χωρίς της Αϛερόπης. Επειδή δε ο αδελφός αυτών Ύας ήτον κυνηγός, και εφονεύθη υπό τινος λέοντος, ή αγριοχοίρου, εις το κυνήγιον ·   ή κατ' άλλους, κατεδίωκε να εξολοθρεύση τους όφεις, οι οποίοι ήσαν πολλοί και βλαβεροί εις την χώραν αυτών, και εδάγκασεν αυτόν μία έχιδνα και απέθανεν, αι Πλειάδες δεν υπέφερον πλέον να ζήσωσιν εκεί, δια την θλίψιν, αλλ' έφυγον με την μητέρα αυτών ·  και περιπλανώμεναι απο τόπου εις τόπον, ήλθον εις την Βοιωτίαν, όπου είδεν αυτάς ο Ωρίων ·   και δαιμονισθείς υπό του κάλλους αυτών, τας εδίωκεν αυϛηρώς. Κατ' άλλους δε, ηγάπησαν την παρθενίαν και συνεθήρευον με την Άρτεμιν, και τότε είδεν αυτάς ο Ωρίων. Και κατ' άλλους, αφ' ου ηφανίσθη ο πατήρ αυτών Άτλας, ελυπήθησαν τόσον, ώϛε δεν υπέφερον πλέον την συναναϛροφήν των ανθρώπων, αλλ' ανεχώρησαν εις τας ερημίας, ζητούσαι, κράζουσαι τον πατέρα αυτών, και θρηνούσαι ακαταπαύϛως και απαρηγορήτως. Και τότε είδεν αυτάς ο Ωρίων, και τας κατεδίωκεν επτά χρόνους, ή κατά άλλους πέντε ·   και εις την Βοιωτίαν τας έφθασε, και επεχείρησε να βιάση την μητέρα αυτών Πλειόνην. Αφ' ου λοιπόν είδον τον κίνδυνον άφευκτον, και άλλην ελπίδα σωτηρίας δεν είχον, παρεκάλεσαν τον Δία να τας ελευθερώση ·     ο δε Ζευς, μη έχων άλλον τόπον ασφαλέϛερον, κατηϛέρισεν αυτάς, και τας έβαλεν εις την ράχην του Ταύρου.

Κατη
ϛερίσθη δε και ο Ωρίων ύϛερον. Αυταί όμως, τον μισούν και εκεί, και δεν υποφέρουν να τον ιδούν. Όθεν όταν ανατέλη εκείνος, αυταί δύουσι και κρύπτονται υπο τον ορίζοντα. Είναι δε τα επτά συναγμένα άϛρα, τα οποία ονομάζουσιν εις ημάς πούλιαν ·   και τα μεν εξ φαίνονται λαμπρά οπωσούν, και παρρησιαζόμενα ·   επειδή είναι αι εξ Πλειάδες, αι οποίαι είχον Θεούς εραϛάς ·   η δε άλλη εντρέπεται να παρρησιασθή καθαρώς, η Μερόπη ·   επειδή είχεν άνδρα θνητόν και ασεβή, τον Σίσυφον. Κατ' άλλους δε, εκείνη [(η λιγότερο λαμπερή)] είναι η Ηλέκτρα, η μήτηρ του Δαρδάνου και πρόγονος των Τρωαδιτών. Και ότε κατεϛρέφετο η Τρωάς, τόσον ελυπήθη, ώϛε έλυσε την κόμην αυτής, και έφυγεν εκείθεν, δια να μη βλέπη την δυϛυχίαν των απογόνων αυτής. Έγινεν όμως κομήτης και φαίνεται ενίοτε αλλού.

Ήσαν δε αι Πλειάδες νέαι, φρόνιμοι, και ωραίαι
·   όθεν και εγέννησαν ένδοξα τέκνα εξ ενδόξων ανδρών. Επειδή, εκ μεν της Μαίας εγέννησεν ο Ζευς τον Ερμήν, εκ δε της Ταϋγέτης τον Λακεδαίμονα, και εκ της Ηλέκτρας τον Δάρδανον και Ιασίονα ·   εκ δε της Κελαινούς εγέννησεν ο Ποσειδών τον Λύκον και έϛειλεν αυτόν να κατοικήση εις τας νήσους των Μακάρων, τον οποίον εφόνευσεν ύϛερον ο Ηρακλής ·   εκ δε της Αλκυόνης εγέννησεν ο Ποσειδών την Αίθουσαν, τον Υρέα, και Υπερήνορα ·   εκ δε της Αϛερόπης, την οποίαν γράφουσι τινές και Ϛερόπην, εγέννησεν ο Άρης τον Οινόμαον. Την δε Μερόπην έλαβε γυναίκα νόμιμον ο Σίσυφος, εξ ης εγέννησε τον Γλαύκον, ως ρηθήσεται περί πάντων εν τοις οικείοις τόποις. Ωνομάσθησαν δε και Νύμφαι αι Ατλαντίδες, επειδή οι Ατλάντειοι ωνόμαζον Νύμφας όλας τας γυναίκας.
 [(Tέλος Κεφαλαίου ΚΗ')]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχολιάστε, ρωτήστε, προτείνετε: