Κωστής Παλαμάς
Η ΦΛΟΓΕΡΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ

Ο   Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ

 
Σβυσμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μεσ' στη Χώρα.

Στην εκκλησιά, στον κλίβανο, στο σπίτι, στ' αργαστήρι,
παντού, στο κάστρο, στην καρδιά, 

τ' αποκαΐδια, οι στάχτες.
Πάει κι ο ψωμάς, πάει κι ο χαλκιάς, 

πάει κ' η γυναίκα, πάνε
τα παλληκάρια, οι λειτουργοί, 

και του ρυθμού οι τεχνίτες,
του Λόγου και οι προφήτες.
Τα χέρια είναι παράλυτα, και τα σφυριά παρμένα
και δε σφυροκοπά κανείς τ' άρματα και τ' αλέτρια,
κ' η φούχτα κάποιου ζυμωτή λίγο σιτάρι αν κλείση,
δεν βρίσκει την πυρή ψυχή ψωμί για να το κάμη.
Κι απο κατάκρυα χόβολη μεστή η γωνιά, κι ακόμα
και πιο πολύ απο τη γωνιά 

που του σπιτιού η καρδιά είναι,
κακοκατάντησε η καρδιά του ανθρώπου. Κρίμα. Κρίμα.
Σκοτεινό ρέπιο κ' η εκκλησιά, και δίχως πολεμήστρες
το κάστρο, και χορτάριασε κ' έγινε βοσκοτόπι.
Κι ο μέγας Έρωτας μακριά, και ειν' άβουλος ο άντρας
κι άπραχτος, και στο πλάϊ του χαμοσυρτή η γυναίκα
κυρά της έχει τη σκλαβιά και δούλο της το ψέμα.

Σβυσμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μεσ' στη Χώρα.
Τραγούδι των ηρώων! Εμπρός, τραγούδι των ηρώων !
Απάνου απο τ' απόσταχτα, άναψε, ω φλόγα, λάμψε.
Κανένα χέρι δε θα διής απάνου σου ν' απλώση,
να θρέψη σε, να ζεσταθή, να πάρη απ' το θυμό σου,
να σπείρη σε στην εκκλησιά, στον κλίβανο, στο σπίτι,
να σε φωλιάση στην καρδιά, στο κάστρο, στ' αργαστήρι.


Φλόγα, εσύ τότε αβοήθητη 

κ' έρμη εσύ φλόγα, 
κρύψου,
και κάμε τη μνημούρι σου τη στάχτη, 

και μη σβύσης!

Γιατι θα ρθή κάποιος καιρός, 

και κάποια αυγή θα φέξη,
και θα φυσήξη μιά πνοή μεγαλοδύναμη ·   άκου!
Απο ποιό στόμα ή απο ποιό χάος θα χυθή; Δεν ξέρω.
Μπορεί απο την ανατολή, μπορεί κι απο τη δύση,
ποιός ξέρει μην απ' το βορία, 

μην απ' τα μεσημέρια ·
τάχα θα βγή απ' τα τάρταρα, 

για θα ριχτή απο τ' άστρα ; 

Δεν ξέρω
·  ξέρω πως θα ρθή, 
και με το πέρασμά της,
μέγα και θείο και μυστικό κι αξήγητο, θα σκύψουν
οι κορφές όλες, οι φωτιές θα ξαναδώσουν όλες.

Στην εκκλησία, στον κλίβανο, στο σπίτι, στ' αργαστήρι,
στο κάστρο, στην καρδιά, παντού, 

στ' αποκαΐδια, απρίλης!
Και σα θεών αγάλματα θαματουργά πλασμένα
να ηχολογάνε μουσικά, σαν τα φιλή ο κυρ Ήλιος,
(Απόλλωνας αυτός, Χριστός θαρρώ,
ή Διόνυσος νομίζω  ·
Ορφέας λένε οι πυρές όλοι τους ένας είναι)
και σα χλωρά ισκερόδεντρα που δεν τους απολείπουν
ζαχαροστάλαχτοι καρποί χειμώνα καλοκαίρι,
να! να! ο ψωμάς, και να ο χαλκιάς, 

να και η γυναίκα, να τα,
τα παλληκάρια, οι λειτουργοί, 

να του ρυθμού οι τεχνίτες,
του Λόγου να οι προφήτες!

 
Κι όταν τριγύρω σου οι φωτιές 

ανάψουν πάλε οι πλάστρες,
ξαναζωντάνεψε κ' εσύ και ρίξου, ω φλόγα, ω φλόγα,
και κύλησε και πέρασε στα διάπλατα της χώρας,
και στης ψυχής τ' απόβαθα, 

και πλάσε τα και ζήσ' τα,
γιομάτα ροδοκόκκινα παιδιά τα καρδιοχτύπια,
και πλάσε τους και ζήσε τους 

κάποιους καημούς πατέρες,
και κάποιες γνώμες πλάσε τις 

και ζήσε τις μητέρες,
και κάμε αδέρφια τα όνειρα και τα έργα! 

Εμπρός, τραγούδι!

Σβυσμένες όλες οι φωτιές, τραγούδι των ηρώων!

 

              30 του Οχτώβρη 1902.

[(Περιεχόμενα "Φλογέρας Βασιλιά")]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχολιάστε, ρωτήστε, προτείνετε: