Κωστής Παλαμάς
Η ΦΛΟΓΕΡΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ


Ο ΓΙΟΣ ΤΗΣ ΧΗΡΑΣ

[...]

Τον ίσκιο τους ανώφελο ξαπλώνουν τα πλατάνια
και σα να καρφωθήκανε τα φύλλα στα κλαδιά τους.
Στυλώνει ο γήλιος τη ματιά, ματιά πυρή φιδίσια,
τη γη, το μυριοπλούμιστο πουλί, για να βασκάνη ·
και κάθε τι καλό, γερό, και λυγερό και μέγα,
σωπαίνει και ονειρεύεται και δένεται απο μάγια.
Να πάρη λίγη ανάπαψη δεν πρόφτασε και η χήρα,
στον τόπο της αρχόντισσα και στη σκλαβιά θερίστρα,
και τρέμει, και σηκώνεται, και τρέχει στο παιδί της.
Μαραζωμένος ο άντρας της απο την καταφρόνια,
και απόμεινε με το παιδί, μονάκριβο βλαστάρι.
Κρεββάτι λευκοπράσινο, κι όσο να πάψη ο θέρος,
του στρώνει για να κοιμηθή, με κάποια χλόη σα θάμα
μέσα στη βράση, και μ' ανθούς που σα να ξεψυχούσαν,
κάτου απο δάφνης ίσκιωμα, στο ρίζωμα της δάφνης.
Μα είναι κοντούλι το δεντρί, και να! ψηλώνει ο γήλιος 

κ' οι αχτίδες του κατάσταυρα το αγόρι της χτυπάνε · 
και τ' αγναντεύει  ·  πααίνοντας για να το πάρη, βλέπει
κάτι σα μέγα σύγνεφο που γοργοχαμηλώνει
και παίρνει και ζυγιάζεται ισ' απάνου απο το βρέφος,
και να το κρύψη πολεμά και να το πάρη του ήλιου
κοιμίζοντάς το πιο βαθιά στην πυκνεράδα του ίσκιου.
Ξαφνιάζεται και λαχταρά και ξεφωνίζει η χήρα.
Δεν είναι μέγα σύγνεφο, δεν είναι αχνού μαυρίλα.
Να τος! αϊτός κυνηγητής, αϊτός καμαρομύτης,
με τα τετράπλατα φτερά, τα κλαδωμένα πόδια,
και το κορμί το παρδαλό, το κίτρινο, άσπρο, μαύρο.
Στης γυναικός τ' ανάκρασμα τρέχουν κι ακόμα τρέχουν
θερίστρες, θεριστάδες, λαός, απο παντού κ' οι αργάτες, 

κι ανάφτουν πετροπόλεμο να διώξουν τ' αγριοπούλι,
και τ' αγριοπούλι φεύγει μιά και μιά ξανασιμώνει,
κ' εφτά φορές το κυνηγάν κ' εφτά φορές γυρίζει
πάνου απ' τον ύπνο του παιδιού, 

ν' απλώση τα φτερούγια.
 

Και να! ένας γέρος δουλευτής που κάτεχε απο μάγια
κι απο μαντέματα ένιωθε, πρόβαλε και είδε και είπε: 

«Μεγάλη η χάρη του Θεού και δόξα στ' όνομά του
κι ο σταυραϊτός είναι σταλτός απο το θέλημά του.
Τον ερχομό της άνοιξης μας δείχνει το λελέκι,
κ' εσύ, χυνόπωρο, μας λες η κυκλαμιά πως ήρθε,
μας λέει τη μοίρα την τρανή κι ο αϊτός ο μακρομάτης,
η κουκουβάγια όπου ακουστή τη συφορά μηνάει,
το χελιδόνι όπου σταθή την ευτυχία μοιράζει,
κι όποιον ισκιώση σταυραϊτός, αυτός θα βασιλέψη».

[...]

Κι ακόμ' αεροζυγιάζοταν ο αϊτός με τα φτερά του.
Τέτοια δροσιά ζωντάνεψε καρδιές μαραζωμένες,
κι ας έκαιε το μεσημερνό του θεριστή λιοπύρι,
και τέτοια αυγή προφητικιά το γλυκοχάραμά της
μέσα στο νου το ξάπλωσε τ' άχαρου σκλάβου κόσμου.

Τ' όρνιο το μακροφτέρουγο φτερούγιασε και πάει,
όμως
το μάγεμα έστεκε του ίσκιου του για πάντα.
Κ' έτσι απο κείνη τη στιγμή κι απο τη μέρα κείνη
το νιό τον είχαν κόνισμα και τόνε προσκυνούσαν.


[...]
 

1886, 1906.
[(Περιεχόμενα "Φλογέρας Βασιλιά")]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχολιάστε, ρωτήστε, προτείνετε: