Κωστής Παλαμάς
Η ΦΛΟΓΕΡΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ

ΛΟΓΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ

Γεννήτρα γη, κυματιστά, σ' εσένα ειν' όλα, Ελλάδα!
Γιαλός, κ' ένα ανατρίχιασμα και στη γαλήνη σου είναι,
κορμί γυναίκας, και όλα σου, κι απο κορφή ως τα νύχια,
κι ανάερα και καμαρωτά λυγιένται, και σα στέκουν.

Καταποντήρας ο Καιρός πέρασε κι απο σένα,
και, σα ν' αλλαξοπίστησες και τ' όνομά σου αλλάζεις,
κι ακούεσαι Μεγαλοβλαχιά, και κάτου απο τα πόδια
του Γόθου, του Ουνογούντουρου, 

του Σέρβου και του Βλάχου
σπαράζεις, καθώς σπάραζες και πρώτα κάτου απ' άλλα
ποδάρια μ' άλλα ονόματα ·  μα η Θεσσαλία και πάντα.
 

Σ' εσέ πρωταναβρύσανε θεοί και ισόθεοι. Χαίρε!
Το χώμα σου πολύκαρπο, το ποταμοθρεμμένο,
και τα λιβάδια ολόδροσα, χαμπηλά τα λαγκάδια,
φυτρώνει το γρασίδι σου βιός, κ' είναι σαν το μέλι,
και τα γελάδια σου το τρων, πληθαίνουν και θεριεύουν.
Σαν το πολύκαρπο το χώμα, η Φαντασία σ' εσένα
κάρπισε, με τον έλληνα το νου γλυκοσμιγμένη
και γέννησε ελληνόπουλα ζωγραφιστά, τους Μύθους,
και ειν' αρμονίες των ποιητών, του διαλεχτού λατρείες,
ίσα με τώρα αγέραστοι, χαρές του κόσμου ακόμα,
κι αγνάντια τους και τίποτε δε στέκεται για ταίρι,
και ταίριασμα μονάκριβο τα θαμασμένα Τέμπια,
γιατι κι αυτά σα μυθικά, της φύσης παρθενώνας.
Δουλευτικά σου τ' άλογα,  

μα οι γιοί σου ανάμελοι είναι,
σα χτυπητοί απ' αγερικά, σαν αποκαρωμένοι,
κι απάνου απο τ' αλόγατα 

κι απάνου απο τους γιούς σου,
φαρομανήτρες, τρόμασμα της νύχτας, οι γυναίκες,
οι ξελογιάστρες μάγισσες, στρίγλες, 

καρποί της γης σου,
που τα δεντρόφυλλα μετράν και τ' άστρα λογαριάζουν
και δέρνουν κατεβάζοντας κι αρμέγουν το φεγγάρι,
παίζουν απάνου στην παλάμη τα μαργαριτάρια,
το σιδερόχορτο τρυγάν, τ' αντίψυχο μαζώνουν,
τα μαγιοβότανα πιοτά, για κέρασμα, ρουφάμε
τον έρωτα ή το σίχαμα, γεια σας χαρά σας, φρένα!
Η δόξα σου είναι πιο πολύ στο χάϊδεμα του Μύθου
κι όσο δεν είναι στη φωνή της Ιστορίας  ·   και λέει
την αρχοντιά σου η δόξα σου, 

πανάρχαια, στων Ελλήνων
πρωτογραμμένη το χρυσό βιβλίο κι απο την ώρα
τη μακρινή που ο Κένταυρος ο αθάνατος, η βρύση
κάθε σοφίας και μουσικής, και των θεών καμάρι,
τον έθρεψε με τον αφρό και του πουλιού το γάλα,
με το μυαλό του λιονταριού, και με ορφική μιά λύρα
των αντρειωμένων τ' όνειρο, τον ήρωα που γιομίζει
την Ιλιάδα σου, Όμηρε, των τραγουδιών τραγούδι.

Και πουθενά δεν έχει η γη μεγαλοσύνη τέτοια,
πάντα χυμένη σύμμετρα κι όσο θρασά κι αν είναι,
(σα να στοχάζεται με νου μιάς τέχνης πάντα η πλάση),
και πουθενά δεν έχει η γη μεγαλοσύνη τέτοια
σαν την αγεροκρέμαστη μεγαλοσύνη που έχουν
οι βράχοι, οι βράχοι, οι βράχοι σου, στης γης σου ολόρθοι το έμπα,
κυκλώποι βράχοι της στεριάς, 

βράχοι του πέλαου σκύλλες,
μοναχιασμένοι, απάτητοι, κι άμοιαστοι, τινασμένοι
τάχα απο ποιό κατακλυσμό προτού τα φέξη ο κόσμος,
βράχοι, σα βάθρα, 

απάνου τους  για να δεχτούν, ποιος ξέρει,
στημένα ποιών ισόθεων αγάλματα και σκιάχτρα
και ποιών του κόσμου απαρνητών ασκηταριά, ποιός ξέρει!
Βράχοι, που μόνο τ' ουρανού τα σύγνεφα σαν παίρνουν
πρόσωπα χίλια φανταχτά αζωγράφιστα μπορούνε
κι αγνάντια στην αγριάδα τους 

κι ομπρός στην ομορφιά τους
να παραβγούν. Και τώρα, λες, ξεπίτηδες φυτρώσαν
για να κατευοδώσουνε και να καλωσορίσουν
το διάβα του προσκυνητή λαού του νικηφόρου.
Το Πήλιο δασοφούντωτο, τετράψηλη μιά βάρδια,
τους ξάνοιξε, και οι πλούσιες του βαλανιδιές το βουΐξαν
και οι θεριεμένες καστανιές, και ο Κίσσαβος τους είδε
κ' έγνεψε
προς τον Όλυμπο που τη θωριά στυλώνει
σαν πιο ψηλή κι ακόμα πιο ξεχωριστή, 

γιατ' είναι πάντα κρυψώνας 
και θεών και αρματωλών, και κάποιο
λόγο που ψιθυρίσανε, γύρω τόνε γρικήσαν,
τον άκουσε κι ο Σαλαμπριάς που τρέχει ανάμεσό τους
βασιλικά και πομπικά, βουνών και κάμπων κύρης,
κι
αλαργεμένα τα κρατά τα δυό λεβεντοβούνια,
γιατ' είναι πάντα αντίμαχα 

κ' έχει έγνοια μην πιαστούνε, 
τον πήρε, τόνε σκόρπισε στα παραπόταμα όλα
που τα χωνεύει μέσα του κι όλο απο κείνα πλάθει
πλατιό μακριό το ρέμα του και πλείσια την ορμή του.
[(απο τα δύο αντίμαχα... λεβεντοβούνια)] 



[...] 


Η ώρα δε σήμανε, δεν ήρθε η λύρα η σκαλισμένη
σε ξύλο απάνου δρυϊδικό με τις χρυσές τις κόρδες
στ' ολάσπρο φως των Όλυμπων απο της Αρμονίας
τα χέρια για να μας το πη το πέρασμα του γόη
του στρατοκόπου Αλαμαννού και σαν αναβρυσμένου
απο του Ρήνου τα νερά τα νεραϊδοπαρμένα
στη μέση απο σκουτάρηδες βαράγγους καβαλλιέρους,
χτιστή και ξεθεμελιωτή, τραβώντας προς τη Σπάρτη,
γαμπρός,
για νάβρη της ιδέας τη νύφη, την Ελένη,
καθώς την πρωταγνάντεψε στο μαγικό καθρέφτη,
πως αγναντεύουν οι άγγελοι στο θρόνο την Παρθένο,
και κόσμοι δυό να σμίξουνε 

για τον καινούριο κόσμο.
Και μεγιστάνοι του η Μαντώ 

η προφήτισσα, οι Σειρήνες,
λάμιες, νεράϊδες, κένταυροι, 

κι αρχαίοι και νέοι δαιμόνοι.
Και μαγεμένος κι ο Πηνειός, και νείρεται πως τρέχει
φέγγοντας μεσ' στων Ηλυσίων τ' αμάραντα λιβάδια.
Για μέναν' η ώρα σήμανε. Φλογέρα στοιχιωμένη,
κάποιου άλλου διάβα άλλης φυλής, 

μεγαλοσύνης, άλλης,
κι όσο κι αν είμαι ανάξια, να με, εγώ ειμ' η διαλαλήτρα.

Κι απο της Γκούρας το βουνό περάσανε, κι ο κόρφος
του Ζητουνιού τους γέλασε το μπλάβο γέλασμά του.
Κι ο κάμπος ο κατάσπαρτος που τρέχεις, Αλαμάνα,
τους δέχτηκε, και στις μυρτιές μιλήσανε τα βούρλα,
τα χαμοδέντρια στα δεντρά και τα δεντρά μιλήσαν 
προς τα πουλιά ·  και γέρανοι και περιστέρια, τα όρνια,
και οι σιταρήθρες της αυγής, ίσα με τα τριζόνια
τα βραδινά, απο τον αϊτό στην πεταλούδα, και όλα,
κι όσα φτερά κι όσα φωνές, μήνους και χρόνια ζούνε
μ' αυτό το ονειροπέρασμα.

Και πήγαν και πατήσαν και το στενό. Του βασιλιά της 
Σπάρτης το πλατύναν και των τριακοσίων τα κορμιά, 
το κάμανε σαν κόσμο.
Κ' είδαν και τον Καλλίδρομο, κι απ' την Υπάτη απάνου 
την Καταβόθρα, βίγλα της ·  
και ξεσκεπάζει ομπρός τους 
να κ' η Αλαμάνα φάντασμα το κάστρο που είταν όλο 
χτιστό απ' ανθρώπων κόκκαλα και αλόγων
της το υψώσαν 
του Νικηφόρου τ' Ουρανού 
τα νικηφόρα ασκέρια 
κατάνακρα στις άκριες της, να τόχη για προικιό της. 
Κάστρο, κι ολάσπρο ολόφεγγε στον ήλιο διαλαλώντας 
τον Έλληνα που ξέκαμε το Βούργαρο. Και κάστρο 
κι ολάσπρο πάντα ολόφεγγε και στο φεγγάρι, με άλλην 
ασπράδα. Μόλις τόγγιζε τ' ονειρεμένο φέγγος
του ξύπναε μέσα την ψυχή των ξωτικών και κάτι 
τόκανε που είταν πάγανο και τυλιμένο κάτι 
σφιχτά σε νεκροσάβανο με χίλιες μύριες δίπλες.
Πάγανο, και στα πόδια του κυλούσε κ' η Αλαμάνα 
το ρέμα της και κοίταζε να το δροσολογήση 
μην ξεδιψάση στα στερνά και λίψη ανάπαψη εύρη
όσο που τ' αβασίλευτα τα μάτια να σφαλίση.
Γιατι διψούσε μιά σκληρή, παντοτινή, μιά δίψα,
γιατί και πάντα απόμενε στοιχιό καταραμένο
το μέγα καυκαλόκαστρο, μήτε που του φελούσε 
το κρύο νερό, μηδέ νερό διψούσε ·  γύρευε αίμα.
Το αίμα διψούσε και ήθελε, το αίμα το χυμένο 
στης Αλαμάνας τα βαθιά, το αίμα το περίσσιο 
να πάρη απο τον ποταμό, 
και να το ξαναβάλη στις φλέβες
και να ξαναμπή στην πλάση και στη ζήση.
Και της Κωσταντινόπολης ο βασιλιάς ο βράχος,
σαν είδε με τα μάτια του το στοιχιωμένο κάστρο,
δεν πρόφτασε το πέρασμα στα σπλάχνα του να κόψη 
κάποιας πνοής που θάλεγες ανατριχίλα θα είταν,
αυτός που τ' ανατρίχιασμα δεν τόνιωσε ουδέ τότε 
(στην ώρα την ανάξια του και στη σκληρότατη ώρα)
που απο μπροστά του πέρασαν κατά την προσταγή του 
στου τυφλωμού την κόλαση για πάντα βυθισμένοι 
του συντριμμένου Σαμουήλ οι αντρείοι πολεμιστάδες,
απο στραβό μονόματο συρμένοι ο κάθε λόχος,
και στην αδήγητη όψη τους, 
της μοίρας μπαίγνιο, ο τσάρος 
ξαφνοχτύπητος έπεφτε σαν απ' αστροπελέκι.

Και πάνε προς τα Σάλωνα, και οι καταρράχτες όλοι
μεσ' απ' τα σύλλογγα βουνά τους βροντοχαιρετήσαν. 
Τα περιβόλια φουντωτά, και μεσ' στη βλάστηση όλη 
να σαλωνίτισσα κ' η ελιά πιο αδρή, πιο φουντωμένη.
Της Αττικής ιερή κ' η ελιά και της ιδέας εικόνα,
κ' εδώ καλοπιθύμητη σα μεστωμένη σάρκα.
Μαυρολογάνε τα βουνά μέσ' απο έλατα άλλα 
κι άλλα μεσ' απο σύγνεφα. Λαγκάδια και λιβάδια,
και είναι χορτάτα απο νερό, και πλούσια κι απο δέντρα,
και σα γνοιασμένους λογισμούς 
απλώνουν κάποιους ίσκιους,
πρινάρια και βαλανιδιές, οι πεύκοι, τα πλατάνια,
αλλά στους βράχους καρφωτά και στις κορφές ολόρθα, 
κι άλλα σκυφτά στις ποταμιές, πάντα μ' αυτές δεμένα.
Και μεσ' απ' τον Καλλίδρομο και απο την Οίτη μέσα
και μεσ' απο τον Παρνασσό τα ρέματα και πάντα
φιδοκυλάν και χύνονται παιγνιδιστά στον κάμπο
κι όσο να βρουν τον Κηφισσό να τα γοργορρουφήξη
και σα να κοντοστέκονται ζητώντας να ταιριάσουν 
με του στρατού το πάτημα και το δικό τους δρόμο.
Κορφοί, ποτάμια, διάσελα, κάβοι, ζυγοί, κλεισούρες,
βουνά που ξεχωρίζουνε μονά, βουνά δεμένα
τόνα με τ' άλλο, ξακουστά βουνά, βουνά σβυσμένα
κι απο τη μνήμη του θνητού κι άσβυστα πάντα μέσα
στην πλάση την τετράπλατη, μ' όποιο όνομα αν ακούνε,
της Λιάκουρας, του Μέτσοβου, 
της Γκούρας βουνοτόπια,
Βαρδούσια, Γκιόνα, Οξιά, Χλωμέ, 
Προφήτη Λία, Βελούχι,
κ' εσύ κορφή του δίζυγου του Πίντου, Περιστέρι, 
και ω ράχη που το χάρηκες 
το μακελλιό του οχτρού σου 
απο χαντζάρι ελληνικό και κράζεσαι απο τότε
Βουργάρα! Με των πεύκω[(ν)] σας 
τις μοσκοβολισμένες πνοές, 
και με τα ελάτια σας λαμπαδωτά πιο απάνου,
κι αλλού ψηλά με τους γυμνούς ζυγούς 
και με τα χιόνια, τους είδατε ·  
τους βλέπετε κι ακόμα στα όνειρά σας 
που ξαγναντεύουν πιο μακριά κι απ' των αϊτών τα μάτια! 


[...] 


Γρικά τον ήχο ο Παρνασσός και το λαό αγναντεύει,
τραγούδι αρχίνησε κι αυτός, γιατι τραγούδι είν' όλος,
ασώπαστο, ριζόκορφα, σαν τη Φλογέρα εμένα.
Και το τραγούδι το είπανε τα στόματα και οι λύρες 
των όσα ανθούνε και πετάν κι όσα κυλάν και στέκουν 
στα πλάγια, στα λαγκάδια του, στα σπήλια, στις κορφές του:

- Διπλές εμένανε οι κορφές, διπλό και τ' όνομά μου,
ο γέρος είμαι ο Παρνασσός και η Λιάκουρα η λεβέντρα.
Κ' είμαι σαν ένα αντρόγενο
κ' είμαι σα δυό, σαν ταίρι 
σφιχτοδεμένο αχώριστο, μιά πλάση κ' ένας κόσμος,
π' όσο κι α δείχνονται άμοιαστα, τα κάνω εγώ και μοιάζουν.
Είμαι άντρας κόσμος 
και γυναίκα πλάση ·  αρχαίος κόσμος,
νιός ήλιος πάντα 
στ' ουρανού του νοητού τ' αστέρια.
Τα δυό τα πάναγνα, το φως και το νερό εδώ πέρα,
πήρανε σάρκα, γίνανε πλάσματα, γίναν πλάστες 
και τόνα υψώθηκε θεός, Απόλλωνα τον είπαν, 
και τ' άλλο βλάστησε θεά, 
κ' είναι η θεά, ειν' η Μούσα 
η εννιάδιπλη κ' η εννιάψυχη 
κ' η εννιά φορές μητέρα.
Κι αγάπες πλέξαν και χορούς και χόρεψαν εδώ πέρα 
θεϊκούς η δροσοστάλαχτη κι ο φωτογεννημένος.
Και να! στα πόδια μου ο ναός ο αλαφροκαμωμένος 
με το κερί της μέλισσας και το φτερό του κύκνου,
καρδιά της γης, προσκύνημα της οικουμένης ·  το αίμα 
του δράκοντα του στοίχιωσε τα θέμελα ·   και πέσαν 
απ' τ' άστρα κ' οι αστραπόπετρες
και τα δελφίνια πλέξαν 
απ' τους γιαλούς, και δούλεψαν για τη δική του δόξα.
Κ' έσμιξε με το βόγγο μου της δελφικής προφήτρας 
τ' άγιο το παραμιλητό, κ' η Κασταλία ποτίζει 
τον Πήγασο και υψώνει τον, κι όλα τα μπαλσαμώνει.
Κι αντάμα με τον κόσμο εμέ, που δίχως να πεθάνω,
χάθηκα και ξανάλαμψα στο ψήλος της Ιδέας
εγώ ειμ' η πλάση, 
απο φωτιά και απο δροσιά και σάρκα,
και χέρια σου και μάτια σου 
κι αυτιά σου τα γιομίζω
με το κορμί, με τη γραμμή, και με τον ήχο, κάθε 
φορά που εμένα με γρικάς, με ψηλαφάς, με βλέπεις.
Κ' εγώ είμαι σαν ξεχειλιστή κι απάνω στον καιρό της 
γυναίκα, που ετοιμάζεται να ρίξη τον καρπό της,
κ' εκεί που ειν' ετοιμόγεννη, πανώρια πάντα στέκει.
Τώρα οι θεοί και οι θέϊσσες 
πιά δεν είναι, μα για πάντα 
κ' οι λειτουργοί, οι προφήτισσες, 
τα τάματα, οι παιάνες,
τ' αγάλματα, οι χρησμοί, οι ναοί, 
κ' οι θησαυροί, και η νιότη, 
παν όλα ·  πάνε τα είδωλα, θαμμένα, ασβολωμένα, 
βαρβάροι τα συντρίψανε και Γαλιλαίοι τα διώξαν, 
και δαιμόνοι γινήκανε 
και σκιάχτρα του άλλου κόσμου ·  
όσο που νάρθη ένας καιρός να ξαναϊδούν τον ήλιο,
μεσ' στ' αργαστήρια του σοφού, 
του ωραίου μεσ' στα μνημούρια,
και λείψανα και τρίμματα να ξαναλατρευτούνε 
πιο γυρευτά και πιο ακριβά κι απο το κάθε ακέριο.
Για πάντα η ζωντανή ζωή σας έχασε, για πάντα ·  
μα εγώ δε χάθηκα μ' εσάς, και πάντα υπάρχω ·  να με!
Και μ' όλα τα διαβατικά και με τ' απέραστα όλα,
και μ' όσα ονείρατα είσαστε 
και μ' όσα πράματα είστε ·  
κ' οι αφροί και οι πέτρες ζουν εδώ 
μια ζήση αδερφωμένη.
Όλα είν' αφροί και ονείρατα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχολιάστε, ρωτήστε, προτείνετε: