Κωστής Παλαμάς
Η ΦΛΟΓΕΡΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ

ΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ 

[...]

Παράξενα και μυστικά, μουγγά κι αγέλαστα είναι ·
και με το ροδοχάραμα και με τ' αχνό το βράδι,
κι όταν, ασημογνέματα του λογισμού, κάποιοι ήχοι,
σιωπή γιομάτοι, ανάκουστοι κι απο τ' αυτιά της μέρας,
πολύβοης και βαρύκοης δουλεύτρας μεσ' στην έγνοια,
κι όταν γλιστράν και πλέκονται και ψυθυρίζουν οι ήχοι,
τότες, αλαφροϊσκιωτοι κ' οι αγεροχτυπημένοι
ξαφνιάζονται που τους ακούν. 

Και είναι φωνές που βγαίνουν
κατάβαθ' απο τα νησιά, τα τραγικά ερημονήσια,
σαν απο τ' άβαθνα πνιμών και βουλιασμένων κόσμων,
και υψώνονται και απλώνονται.


[...]

Μα ποιος θα σε διαλογιστή και ποιος θα σε μαντέψη,
εσένα, αυτοκρατόρισσα με τα ισόθεα νιάτα,
που ξέχωρη κι αταίριαστη και μιά, μεθάς τη σκέψη,
και κάνεις πέρασμα αστρικού
[(όντος)] 

της ερημιάς τη στράτα;
Ποιος με το κερομάστιχο θα πάη να θεμελιώση
τη ζωγραφιά σου αντάξια, ποια φλογέρα θα γιομίση
με το τραγούδι σου, χωρίς να συντριφτή απο κείνο;
Ποιος θα μπορέση αθάμπωτος το υπέρλευκο το κρίνο
να μυριστή, και πίνοντας τη δυνατή ευωδιά του,
τον ύπνο και το θάνατο μαζί να πιή, σαν κάτι
πολύ γλυκό και αχόρταγα πιθυμητό εδώ κάτου;
Και να την, η Σπαρτιάτισσα. 

Δεν ξέρω αν είναι η Σπάρτη
το χώμα που τη φύτρωσε, 

για η Σπάρτη αν είναι η γνώμη
που πήρε και την έζησε. Μα ξέρω πως τη λούσαν
τα ίδια νερά που λούσανε και την αρχαίαν Ελένη
μεσ' στα φιλιά των καλαμιών 

και στους καημούς των κύκνων.
Δεν ξέρω αν την πρωτόρριξε σ' άθλια ταβέρνα η γέννα,
το φως αν είδε σε χρυσό της αρχοντιάς κουβούκλι.
   

Μα ξέρω πως οι αγέννητες κ' οι φοβερές Μητέρες
που ζούνε απόξω απ' τον καιρό κι απο τον τόπο απόξω,
κρατώντας μεσ' στην άβυσσο της αγκαλιάς τους όλα
τα πλάσματα που ειν' άξια να ζουν, και δεν πεθαίνουν,
και που τα παίρνουν απ' αυτές και μας τα ξαναφέρνουν
του κόσμου ονείρατα άπιαστα πανώρια κάποιοι μάγοι,
μα ξέρω πως οι αμίλητες κ' οι αλόγιαστες Μητέρες
της δώσανε να χαίρεται τη χάρη της Ελένης.


[...]

Να την η Αυγούστα Θεοφανώ! 
[(Αυγή της ΘεοΦανέρωσης)]
Πούλια και Φούρια. Κοίτα.
Βέργα κρατά, λιγνόβεργα, και στην κορφή της βέργας
ασάλευτος ο τρίφυλλος λωτός, μαλαματένιος.
Και ειν' ο λωτός που δεν τον τρως, 

το στριγλοβότανο είναι
που με το θώρι σε χαλά, με τ' άγγισμα σε λιώνει,
κι όποιος κι αν είσαι, ασκητευτής ή χαροκόπος, ό,τι,
τα ξεχνάς όλα ·  τη ζωή, τη δύναμη, τη νιότη,
κι αν εισαι τίμιος, την τιμή, το θρόνο, αν είσαι ρήγας,
θησαυριστής, και γίνεσαι ζητιάνος κ' ερμοσπίτης,
παιδί για την αγάπη της, φονιάς για το φιλί της.
Και με τη βέργα κυβερνά, και δένει πολεμάρχους,
τους λογισμούς και τις καρδιές, 

τις χώρες και τους κόσμους,
αυτοκρατόρους Ρωμανούς, Φωκάδες, Τσιμισκήδες,
κι όσα για να κυβερνηθούν κι όσα για να δεθούνε
στου πέλαου τα πλεούμενα και στου ντουνιά τα κάστρα
ταράζουν τα γυμνά σπαθιά και τ' άξια παλληκάρια
και την ογρή φωτιά που καίει, δε σβύνει, και ρημάζει.
Κι όπως δε σβύν' η ογρή φωτιά μηδέ στο πέλαο μέσα,
και καταλύτρα και στη γη και στο νερό εκδικήτρα,
να την η Αυγούστα Θεοφανώ, 

παντού και πάντα αφέντρα,
για βασιλεύει στην καρδιά, για κυβερνά στην Πόλη. 
[(Πόλη: η ΑκρόΠολις 
και το Άνω Άκρο, 
ο Άνω Πόλος κάθε ανθρώπου)]
Σαν το δοξάρι του ουρανού του κόρφου της οι ρόγες
λάμπουν, και τις βυζαίνουνε και τρεμοκοκκαλιάζουν
το χαύνο βασιλόπουλο το γυναικοδοσμένο
κι ο νικητής ο ασύντριφτος των αμηράδων, όμοια ·
και λάμπει, βίγλα αγγελική σε ουρανική μιά πύλη,
το μουσικό χαμόγελο στα πλαστικά της χείλη.
Να την η Αυγούστα Θεοφανώ! Γλυκοτηρά και σφάζει ·
στην άκρη απο τη βέργα της πως κρέμεστε, σφαγάρια!
Και να κ' η Αυγούστα Θεοφανώ! γλυκογελά και στάζει
το φόνο και το χαλασμό, καθώς η αυγή σταλάζει
μεσ' απο τα ροδόχερα δροσομαργαριτάρια.
Του νιου το θρασομάνημα, του γέρου η ξελογιάστρα,
λυγίζει τους αλύγιστους, τα κατεβάζει τ' άστρα ·
με την ειδή της η ομορφιά σαν το χρυσό δρεπάνι,
σαν την αράχνη η σκέψη της, η αγάπη της αφιόνι.
Λύσσα και σφίγγα, σάρκα εσύ, δρακόντισσα, Αφροδίτη!

Και αλύγιστη και αχάλαστη, δέσποινα πάντα, μα ίσκιος,
ίσκιος απο μιά ολόφεγγη μέρα, τους βράχους κάνει παράδεισους, τη νύχτα αυγή, κάθε άλλον ίσκιο φέρνει
στα πόδια της κι αγνάντια της να λάμπει σα φεγγάρι
που το κορμί του θα είταν φως απ' το δικό της ήλιο.


[...]

Στων εκατοχρονίτικων βαλανιδιών τους ίσκιους,
ανατολίτικοι γιαλοί, χαλκιδικά ρουμάνια,
συχνά και καλοπρόσδεχτα με βλέπατε να σέρνω
τα πλήθια τα λαγωνικά στου κάπρου το κυνήγι.

Μα μιάν αυγή που πήγαινα για να ξεμοναχιάσω
το δυσκολόπιαστο θεριό, και παραστρατισμένος
κλείστηκα μεσ' στη λαγκαδιά, 

σε κάποιου σπηλιού το έμπα
σ' απάντησα, βασίλισσα, και σύντυχα μ' εσένα.
Με σκλάβωσες. Με υπόταξες. 

Παιδί σου. Πρόσταξέ με.
Στη σάρκα σου ειν' η χώρα μου, στα μάτια σου η φωτιά μου.


[...]

Και στη δόξα αγνάντια που φυτρώνει
στης Πορταϊτισσας Κυράς 
[(επίθετο της "Παναγίας" 
αλλ' εδώ Σύμβολο Πύλης 
και του Τρίτου Ματιού)] 
το μέτωπο και φέγγει,
του θρόνου και του θρίαμβου καταφρονώ τη δόξα.
Μα σε είδα, και αυτοκράτορας για να σ' αξίσω, να με!
Στα γόνατά σου η τιάρα μου, 

στη δούλεψή σου ο νους μου.
Και γέρος και ζηλόφτονος. Της λεβεντιάς τα βρόχια,
του κόσμου τα πλανέματα, κι όσο άφοβος, τα τρέμω.
Και πήρα κ' έκλεισα κ' εσέ και τη ζηλοφτονιά μου
και τους καημούς του αμαρτωλού 

στου Βουκολέοντα μέσα
το μέγα καστροπάλατο, κατάνακρα στο κύμα,
με τα τριπλά, τετράψηλα, και τ' άφταστα μουράγια.
Και προς τη μυστική φωνή μεσ' στ' άγριο μεσονύχτι,
την ωργισμένη, γιά ουρανού γιά κόλασης, μηνύτρα,
που ρέκαξε και μούκραξε: «Του κάκου υψώνεις, ρήγα, του καστροπάλατου τριπλά τετράψηλα μουράγια. Ανέβασ' τα ως τον έμπυρο, 

και κλειδομανταλώσου ·
πάντα θα σ' εύρη η συφορά, θα σε χτυπήση η Δίκη!» Προς την προφήτισσα φωνή μεσ' στ' άγριο μεσονύχτι
μούγγριξα κι αποκρίθηκα: Δαίμονα, δεν τρομάζω.
Κ' έπεσα και κοιμήθηκα στου λιονταριού το δέρμα  ·
κι ο λιόντας πιο πονετικός [(συμπονετικός)] 

απο τον έρωτά σου.
Και μ' έσφαξες με το σπαθί του Τσιμισκή. Τι θέλεις;
- Τον άλλο. Πρώτος πόνος μου, στερνή μου αρρώστια εκείνος. Όλοι εσείς, σας ωρέχτηκα  ·  μα εκείνου, λάτρισσα είμαι.

 
[...]
 
Κάθομαι, στέκω, περπατώ, κοιμούμαι, ξυπνητή 'μαι, αν τρώγω, αν πίνω, αφέντης μου, πάντα στο νου μου σ' έχω.
 
[...]
 
Όλοι εσείς, τα τραπέζια μου που κάθησ' ακουμπώντας κ' έφαγα, κ' ήπια, μέθυσα και νύσταξα, κι απάνου
στης νύστας τη βαργεστισιά, 

και σπρώχνοντας, με τούτο
σας αναποδογύρισα το πόδι, που σβει κόσμους.

[...]

Αγάπη για τον αρνητή, και για τον πλάνο Αγάπη! - Μα ο τρίτος ο ίσκιος, ο αρνητής και ο πλάνος, δεν ανοίγει
το στόμα του για συντυχιά, για λόγο την καρδιά του.
Βουβός. Το μέγα λάγγεμα τον άδραξε, στα δόντια
τον έτριψε, τον έλιωσε και τον κατάπιε.
 


[...] 

Το λάγγεμμα, το λάγγεμμα. 
Και πάντα μέσα του είναι,
και είτε στον κόσμο τον απάνου, 

είτε στους ίσκιους μέσα,
πάντα τον τρώει, και τρώγοντας 

τόνε βουβαίνει, εντός του
στάζοντας κάτι αμίλητο πολύ, πολύ θλιμμένο
για να το πη με στεναξιές, για να το ζήση με ήχους.
Γιατ' είναι μέγα το σπαθί πώσφαξε τον πατέρα,
γιατ' είναι μέγα το σπαθί, και μέγα και το κρίμα,
γιατ' είναι και η βασίλισσα που αρνήθη πιο μεγάλη.

Έτσι στα τραγικά νησιά, στα έρμα ομορφονήσια,
του χαλασμού βασίλισσες, και του χαμού ρηγάδες,
τους τάφους απαριάζοντας, γυρνάν και συντυχαίνουν,
μοιρολογάν τα πάθη τους και τα ξεμολογιένται
μεσ' τους αχνούς του φεγγαριού 

και μεσ' του Μάη τις γλύκες,
με της νυχτιάς το μάγεμα.


[...]

Φλογέρα εγώ προφητική κ' εγώ επική φλογέρα,
ναό σου υψώνω, ανάφτω σου λαμπάδα, υμνολογώντας
μεσ' στον καπνό του λιβανιού το κόνισμά σου. Ω! δόξα,
δόξα σ' εσέ, κενταύρισσα βασίλισσα, μητέρα
που γέννησες τον κένταυρο το ρήγα, όπως γεννήθη
μ' ένα της τρίαινας χτύπημα στη μυθοπλάστρα Ελλάδα,
απο το κύμα το πικρό, το παινεμένο το άτι.
Έτσι στους κοσμογονικούς καιρούς απο την τρύπα
που ένας σεισμός ξολοθρευτής θάχε της γης ανοίξει,
κάποιο βουνό θα υψώθηκε κάστρο της γης και σκέπη.

 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχολιάστε, ρωτήστε, προτείνετε: