Κωστής Παλαμάς
Η ΦΛΟΓΕΡΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ

ΛΟΓΟΣ ΤΡΙΤΟΣ

[...] 


Κι απάνου απ' όλα η δόξα του 
πάει προς τη χώρα που είναι
το Πάγγαιο το λογάρι της 
κ' ειν' η Θεσσαλονίκη
βασίλισσά της, 
κ' η Έδεσσα μάννα της, 
βρυσομάννα,
κ' είναι του Σλάβου τ' όνειρο 
και του Ρωμιού η λαχτάρα.
Απλώνεται και οργώνεται κι ανθίζει και πατιέται
στη μέση του Αλιάκμονα και του Αξιού που πάντα
ποτάμια ντεληπόταμα, Βαρδάρι και Βοστρίτσα,
δε στέκουν, όλο ξεχειλάν κι αγριεύουνε και τρέχουν,
και τη φυλάγουν και τη ζουν τη χώρα, μα του κάκου,
γιατι νεροσυρμές λαών κ' έθνων κατοποτήρες
κυλάνε πάντα απάνου της και τήνε πλημμυρίζουν,
πολιτισμένοι, βάρβαροι, παλίες, καινούριες φάρες,
και τιποτένιοι και ακουστοί γοργά και αργά διαβαίνουν,
ψάχνουν εδώ, σκάφτουν εκεί, χτυπάν, παραμονεύουν,
σα να ζητάν όλοι να βρουν κάπου στα χώματά της
το γιγαντένιο τ' άγαλμα, χρυσοπελεκημένο
που κάποτε στυλώνοταν και θάμπωνε τα μάτια
στο Σλατοβρέκι το βουνό, σε μιά κορφή του απάνου ·
και πολεμάνε τ' άγαλμα να βρουν, και δεν το βρίσκουν,
και τους θαμπώνει τ' όραμα, κ' η χώρα κ' η ίδια στέκει
σαν όραμα θαμπωτικό τη φαντασία χτυπώντας.

[...]

Και ξέχωρα, παράμερα, σαν καταφρονεμένη,
και λιόκαφτη και λιόκαλη στη φτώχια και στους πόνους
η Αθήνα, χέρι απλώνοντας να ζητιανέψη, και όμως
αλύγιστη, με το κεφάλι ορθό, με του μετώπου
στοχαστική την πλατωσιά και τη μεγαλωσύνη,
γαληνό μέτωπο, γυμνό, και σα να περιμένη
χέρι, της Τέχνης το διαμάντι να του ξαναβάλη.
Και ο νικητής κι ο βάρβαρος που αποζητούσε κάτι
σαν ταίριασμα, ίσκιο για δροσιά, για ανάπαψη λιμάνι,
Ρώμη, δε στάθηκε σ' εσέ, δε σε ωρέχτηκε, Πόλη,
μηδέ σε διαλογίστηκε Ιερουσαλήμ, και μήτε
ρήγισσα εσένα βιθυνή με τους διακόσιους πύργους,
Νίκαια! Μακεδονίτισσα Θεσσαλονίκη, μήτε 

κ' εσέ, μπρος στην Εφτάλοφη που δείχνεσαι, σα νάσαι
καμιά πατρίκισσα Ζωστή στο πλάγι της Αυγούστας.
Μήτε κ' εσύ, της προσευκής και της Χριστιανωσύνης
βωμέ γιγάντικε, που καις και το θυμίαμα υψώνεις
αγκρέμιστος νυχτοήμερα, χαλκιδικό Αγιονόρος.
Πέργαμο, εσέ, κι Αντιόχεια εσέ, κ' εσέ Αλεξάντρα; Μήτε.
Αθήνα, εσέ ερωτεύτηκε ·  τράβηξε προς εσένα!

[...]

Πίσω στα χίλια δεκαοχτώ. Μπρός, πίσω, πάαινε κ' έλα,
λάλα, φλογέρα βάρβαρη και στοιχιωμένη γλώσσα
στο στόμα του βρικόλακα, που κράζει κι ο ερχομός του
πως αν η δόξα είναι καπνός, η δόξα είναι και βράχος.
Γιατί δε δύνεσαι να πης, καθώς θωρείς τον έτσι,
σκιάχτρο για τ'αναγέλασμα, πως ειν' εκείνος ο ίδιος ·
και μήτε που μπορεί να πης πως είναι κάποιος άλλος,
τι κ' έτσι που τόνε τηράς, με τόνομά του μόνο
πέφτεις και τόνε προσκυνάς. Εγώ η φλογέρα, η μία,
στο αχείλι του βρικόλακα, κι αυτός μαντατοφόρος
του κάτου κόσμου, 

απ' τη νυχτιά της άβυσσος σταλμένος,
ζη τη ζωή πιο δυνατά και πιο φωτολουσμένα
κι απ' των ανθρώπων τη ζωή που χαίρονται τον ήλιο.
Εγώ, φλογέρα βάρβαρη, κι αγιάζω το σκοπό μου,
και παίρνω αέρα σίβυλλας, και γίνομαι μαντεύτρα,
κι όμορφη απο την ομορφιά και των αιώνων όλων,
σιμώνω εγώ τα μακρινά, και τα θαφτά ξεθάφτω,
το πρωτινό το νόημα στ' ανόητα ξανδίνω,
και ξεσκεπάστρα τ' αυριανού, ξένου ήχου ξεφωνήτρα,
σοφού, που σαν πρωτάκουστος 

ξεσπά και σας ξαφνιάζει,
τα ορέγομαι όλα τ' αγαθά, τ' αληθινά, τα ωραία,
τα χαίρομαι, τα χαιρετώ, και πολεμώ να κάμω
να χαιρετίσετε κ' εσείς κ' εσείς να το χαρήτε
ξεχωριστά, και πιο πολύ απο τ' άλλα, απάνου απ' όλα,
το ευγενικώτατο αγαθό. Σας πάω προς την Αθήνα.

Εσ' είσαι που κορώνα σου φορείς το Βράχο; Εσ' είσαι,
Βράχε, που το ναό κρατάς, κορώνα της κορώνας;
Ναέ, και ποιος να σ' έχτισε,
(που μέσ' του Βράχου σκίζοντας, εσύ τα σώθια ναίεις)
μεσ' στους ωραίους ωραίο,
για την αιωνιότητα, με κάθε χάρη Εσένα;
Σ' εσέ αποκάλυψη ο ρυθμός, κάθε γραμμή, και Μούσα ·
λόγος το μάρμαρο έγινε, κ' η ιδέα τέχνη, και ήρθες 

στη χώρα τη θαυματουργή που τα στοχάζεται όλα
με τη βοήθεια των Ωρών των καλομετρημένων,
ήρθες απάνου απ' τους λαούς 

κι απάνου απ' τις θρησκείες,
κυκλώπειε, λυγερόκορμε, και σα ζωγραφισμένε.
Όμοια τα πολυτίμητα παντοτινά μαγνάδια,
ίδια στη στέγνια, στη νοτιά [(υγρασία)]

στο φως και στο σκοτάδι, 
που χέρι δεν ξεϋφαίνει τα, και χρόνια δεν τα φτείρουν,
και μάτι δε μπορεί να βρη πως απ' αρχής πλεχτήκαν,
κι ανήμπορ' είναι η μαστοριά να τα ξαναρχινήση,
στοιχιά γιατι τ' αργάστηκαν απο δροσοσταλίδες
και νέραϊδοι με τους αφρούς και αγγέλισσες με αχτίδες.
Έτσι κ' εσύ. Ούτε δύνοσουν αλλού, ναέ, να ζήσης
παρά όπου πρωτοφύτρωσες. 

Ανθός, κ' η Αθήνα γ[(λ)]άστρα.
Εδώ του αθάνατου η πηγή, της ερμιάς τώρα η κλάψα.
Στην ίδια γη, στων ίδιω[(ν)] σου θεών το κατατόπι,
καθώς φυτρώναν απο των αθάνατων τα δάκρυα
και απο μακάρων αίματα, που στάζαν εδώ κάτω
και βοήθαγαν τη γέννα τους, φύτρωσες ως φυτρώναν
οι νάρκισσοι κ' οι υάκινθοι 

και οι δάφνες κ' οι ανεμώνες
κι όσα απ' τ' ανθρώπου το κορμί 

στου λουλουδιού περνούσαν.
Κι όπου σου πήρανε βλαστό 

και σπόρο όπου σου κλέψαν,
το ξαναφύτρωμα άμοιαστο, 

για πάει του κάκου ο σπόρος.
Ναέ, τα θέμελά σου εσέ δεν είναι ριζωμένα
σα να τη γγίξαν τρίσβαθα την τέλειωση του κόσμου,
μηδέ το μέτωπό σου εσέ πάει πέρα απο τα γνέφια,
σαν πυραμίδας κολοσσός απάνου σ' ερμοτόπι
της Αφρικής [(αναφορά στη Μεγάλη Πυραμίδα)]
Ανάλαφρα κρατάν εσέ στου αέρα
τη διαφανάδα τη γλαυκή των Ολυμπίων τα χέρια.
Κ' η αρχοντική κορφή σου εσέ δίχως θρασά να πάη
για να χαθή στα απέραντα που μάτι δεν τη φτάνει,
το Πνέμα προς τ' απέραντα ξέρει απαλά και φέρνει.
Εσένα δε σε χτίσανε τυραγνισμένων όχλοι,
καματερά ανθρωπόμορφα σπρωγμένα απ' τη βουκέντρα
φαρμακερά και αλύπητα δυνάστη αιμοπότη.
Εσένα με το λογισμό κ' εσέ με το τραγούδι
σε υψώσαν των ελεύτερων οι λογισμοί εκεί όπου
και ο Νόμος σαν πρωτόγινε της Πολιτείας προστάτης,
με το ρυθμό πρωτόγινε, κ' είταν κι αυτός τραγούδι ·
και ο δαμαστής σου, μάρμαρο, ναέ, 

και ο πλαστουργός σου,
δίχως να ιδρώση νικητής, δίχως αγώνα πλάστης.
Κι ακούστε! Πρέπει κι ο άνθρωπος, 

κάθε φορά που θέλει
να ξαναβρή τα νιάτα του, νάρχεται στο ποτάμι
της Ομορφιάς να λούζεται. Σ' όλα μπροστά τα ωραία
να στέκεται αδιαφόρευτα και γκαρδιακά να σκύβη
προσκυνητής, ερωτευτής, τραγουδιστής, διαβάτης.
Κι αφού όλων πάη ταξίματα και μεταλάβη απ' όλα,
πάλι και πάντα να γυρνά σ' εσένα μ' έναν ύμνο.
Μ' εσένα το ξανάνιωμα του κόσμου ν' αρχινάη
του κόσμου το ξανάνιωμα μ' εσέ να παίρνη τέλος.
Που να τη βρω, και σαν τη βρω, που να την καταλάβω
της καλλονής σου την ψυχή, ναέ, και της ψυχής σου
το μυστικό πως να το πιώ, τι δάχτυλα, ποια χέρια
θα μου το παίξουνε, και ποια πνοή θα μου κυλήση
το μυστικό σου μέσα μου σα ροδοκόκκινο αίμα
για να το κάμω λάλημα, που να τ' αξίζη εσένα;
 
[(λογοπαίγνιο πιώ / πω)]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχολιάστε, ρωτήστε, προτείνετε: