Αθανασίου Ϛαγειρίτου
ΩΓΥΓΙΑ

- - - - - - - - -
ΚΕΦΑ'ΛΑΙΟΝ Η'.
Περί του Λίβυος Διονύσου.
 
Τούτον δε τον Διόνυσον εγέννησεν ο Άμμων εκ τινος ερωμένης αυτού Αμαλθείας καλουμένης, και φοβούμενος την γυναίκα αυτού Ρέαν, έϛειλεν αυτόν προς τα ενδότερα της Λιβύας μυϛικώς, εις την πόλιν Νύσσαν, να ανατραφή εκεί. Αύτη δε η πόλις ήτον εις μίαν νήσον του Τρίτωνος ποταμού · η δε νήσος ήτον περίκρημνος, και μόνον μίαν είσοδον είχεν, η οποία ωνομάζετο πύλαι Νύσιαι. Εύφορος όμως και χαριεϛάτη, έχουσα λειμώνας, κήπους, δένδρα παντός είδους καρποφόρα, αμπέλους αυτοφυείς, και αι περισσότεραι αναδενδράδες, ύδατα πολλά και καλά, και αέρα υγιέϛατον, ώϛε οι εγχώριοι ήτον μακροβιώτατοι. Ήτον δε και αυλωνοειδής, και παντάπασι κατάσκιος, δια τα πολλά και υψηλά δένδρα, η πρώτη είσοδος. Εις ταύτην δε την νήσον ήτον εν σπήλαιον κυκλοτερές, απεριγράπτου ωραιότητος και καλλονής · επειδή είχε πέτρας με διάφορα χρώματα, και δένδρα προς την είσοδον θαυμαϛά, και κάρπιμα, και άλλα αειθαλή, εις τα οποία ενόσσευον διάφορα όρνεα, και έψαλλον διαφόρους μελωδίας. Έσωθεν δε εις το σπήλαιον ήτον άνθη διάφορα ευωδέϛατα, και ϛρωμναί φυσικαί των Νυμφών θεοπρεπώς κεκαλωπισμέναι · ο Ήλιος έλαμπε διαυγέϛατα, και φύλλον εις την γην δεν εφαίνετο, δια την αιώνιον ευκρασίαν, και το αειθαλές των δένδρων.

Εις τούτο λοιπόν το θεοπρεπέϛατον άντρον, ελθών ο Άμμων, αφήκε τον Διόνυσον να ανατραφή, διωρίσας τροφόν την Νύσαν Θυγατέρα του Αριϛαίου, και επιϛάτην αυτόν τον Αριϛαίον, άνθρωπον πεπαιδευμένον και συνετώτατον, και φύλακα την Αθηνάν, κατά των επιβουλών της Ρέας · επειδή η Αθηνά εγεννήθη εκεί ολίγον πρότερον, και διέτριβε περί τον Τρίτωνα ποταμόν. Ανατρεφόμενος ουν, και διδασκόμενος εκεί ο Διόνυσος, έγινεν ωραιότατος, ρωμαλαιότατος, αγχινούϛατος, και πολλών επιτηδευμάτων κάτοχος, και φιλότεχνος, και εφευρετικός, ώϛε παις έτι ων επενόητε την οινοποιίαν, και χρήσιν του οίνου, θλίψας ϛαφυλάς εκ των αυτοφυών αμπελων · και κατ' ολίγον εφεύρε και την αμπελοφυτείαν και αμπελουργίαν, και πάντα τα λοιπά προς τούτο αναγκαία. Όθεν διενοείτο να περιέλθη την οικουμένην, δια να διδάξη αυτά πανταχού, νομίζων οτι οι άνθρωποι θέλουσι τον τιμήση ως Θεόν, δια την ευεργεσίαν ταύτην.

Διεφημίσθη όμως η δόξα και η αρετή αυτού, και έμαθεν η Ρέα οτι ήτον υιός του Άμμωνος. Όθεν ηθέλησε να τον πιάση, και μη δυνηθείσα έφυγε, και ήλθεν εις τους αδελφούς αυτής Τιτάνας, και έλαβεν άνδρα τον αδελφόν αυτήν Κρόνον, τον οποίον διήγειρε κατά του Άμμωνος. Στρατεύσας λοιπόν ο Κρόνος, έχων και την Ρέαν, ενίκησε τον Άμμωνα, οϛ τις αναγκασθείς και υπο της σιτοδείας, έφυγεν εις την Κρήτην, και λαβών γυναίκα την Κρήτην, θυγατέρα των τότε βασιλευόντων εκεί Κουρητών, έλαβε και την βασιλείαν της νήσου, και ωνόμασε αυτήν, απο της γυναικός αυτού, Κρήτην, η οποία ωνομάζετο πρότερον Ιδαία. Ο δε Κρόνος κυριεύσας τους τόπους του Άμμωνος εις την Λιβύαν, ένθα εξουσίαζεν αυϛηρώς, εϛράτευσε προς την Νύσαν με μεγάλην δύναμιν κατά του Διονύσου.

Ο δε Διόνυσος μαθών την δυϛυχίαν του πατρός, και την κατ' αυτού εκϛρατείαν του Κρόνου, και των Τιτάνων, εσύναξε ϛράτευμα εκ της Νύσης, εκ του οποίου είχε διακοσίους νέους συντρόφους πιϛούς και ανδρείους · έτι δε έλαβε και άλλο πολύ ϛράτευμα εκ της πλησιοχώρου Λιβύας, και τας Λιβυκάς Αμαζόνας, και την Αθηνάν · έπειτα διαιρέσας αυτό εις δύο μέρη, έλαβεν αυτός την ϛρατηγίαν των ανδρών, και η Αθηνά των γυναικών, και εξήλθεν εις απάντησιν των Τιτάνων, και ενίκησαν αυτούς εις μεγάλην μάχην, κατά κράτος, όπου έπεσον πολλοί αμφοτέροθεν, επληγώθη και ο Κρόνος. Ο δε Διόνυσος έδειξε μεγάλας ανδραγαθίας εις την μάχην ταύτην, καρπούς της παιδείας και ανατροφής αυτού. Και ούτως οι μεν λοιποί Τιτάνες ανεχώρησαν πάλιν εις τους Αμμωνίους τόπους, ο δε Διόνυσος συνάξας απείρους αιχμαλώτους, επέϛρεψεν εις την Νύσαν, και παρατάξας το ϛράτευμα αυτού ένοπλον περί τους αιχμαλώτους, είπε πολλάς κατηγορίας κατά των Τιτάνων, ώϛε έδωκεν υποψίαν, οτι μέλλει να σφάξη τους αιχμαλώτους · έπειτα δε συγχωρήσας αυτούς, είπεν, οτι έχουσι την άδειαν να πηγαίνουν, όπου και αν θέλωσιν, ή να ϛρατεύσωσι με αυτόν · όθεν οι δυϛυχείς, ιδόντες το παράδοξον της σωτηρίας, προέκριναν να μείνωσι με αυτόν, και τον προσεκίνησαν ως Θεόν · αυτός δε έδωκεν εις όλους σπονδήν οίνου, και εξώρκισεν αυτούς να μείνωσι πιϛοί. Και εκ τούτου λέγουσιν, οτι έμεινεν η συνήθεια ύϛερον, να ονομάζωσι σπονδάς την ειρήνην μετά τον πόλεμον.

Παρασκευαζόμενος δε να ϛρατεύση πάλιν κατά του Κρόνου, έλαβε και τους ευγενεϛάτους της Νύσης, τους καλουμένους Σιληνούς, απο του Σιληνού του πρώτου Βασιλέως αυτών, του οποίου το γένος ήτον άγνωϛον, δια την αρχαιότητα, και πρώτος εκείνος εβασίλευσεν εις την Νύσαν · και επειδή είχεν εκείνος ουράν, εφόρουν και οι μεταγενέϛεροι αυτού Σιληνοί ουράν, ως παράσημον, μιμούμενοι εκείνον. Ότε δε εξήρχετο το ϛράτευμα εκ της Νύσης, εθυσίασεν ο Αριϛαίος ο επιϛάτης εις τον Διόνυσον, ως εις Θεόν · και αύτη η θυσία λέγουσιν, οτι εθυσιάσθη πρώτον εις θνητόν άνθρωπον. Αφ' ου δε εϛράτευσε, και επέρασε πολλήν χώραν της Λιβύας έρημον, και άνυδρον, εϛρατοπέδευσεν εις την πόλιν Ζάβιρναν, όπου εφόνευσε το θηρίον Κάμπην, και έλαβε μεγάλην υπόληψιν, και δόξαν ανδρείας, παρά τοις εγχωρίοις · έκτισε και μνήμα μεγαλώτατον του θηρίου, εις ενθύμησιν αιώνιον.

Αναζεύξας δε εκείθεν, εϛράτευε με μεγάλην ευταξίαν, ευνομίαν, και φιλανθρωπίαν, ώϛε έδωκεν υπόληψιν, οτι ϛρατεύει δια να παιδεύση τους κακούς, και να ευεργετήση τους καλούς · όθεν οι άνθρωποι θαυμάζοντες την μεγαλοπρέπειαν και γενναιότητα αυτού, και την ευνομίαν του ϛρατεύματος, εδέχοντο αυτόν πανταχού φιλοφρόνως, δίδοντες προθύμως και όλα τα αναγκαία, και συϛρατεύοντες και αυτοί. Ο δε Κρόνος νικηθείς απεφάσισε να καύση την πόλιν, και τα παλάτια του Άμμωνος, και να φύγη την νύκτα με την Ρέαν, και με ολίγους φίλους · ο Διόνυσος όμως προλαβών έλαβεν αυτούς αιχμαλώτους, και τους μετεχειρίσθη ως γονείς, δια την συγγένειαν. Και η μεν Ρέα ηγάπα αυτόν ως υιόν εις όλην την ζωήν αυτής · ο Κρόνος όμως ήτον πάντοτε επίβουλος και ύποπτος. Κατά τούτους δε τους χρόνους εγέννησαν τον Δία, τον οποίον είχεν ο Διόνυσος εις μεγάλην τιμήν.

Επειδή δε είπον προς αυτόν οι Λίβυες, προ της μάχης ταύτης, οτι ο Άμμων αναχωρών εκείθεν προείπεν εις αυτούς, οτι μέλλει να έλθη, και να αναλάβη την πατρικήν βασιλείαν, ο υιός αυτού Διόνυσος, και αφ' ου γένη και όλης της οικουμένης κύριος, θέλει νομισθή Θεός, αυτός νομίσας οτι ο πατήρ αυτού ήτον μάντις, κατέϛησε το χρηϛήριον του Άμμωνος εκεί, διώρισε και τιμάς θεικάς εις τον Άμμωνα, και Ιερείς και επιμελητάς αυτών, ανέκτισε και την πόλιν. Και επειδή έλεγον οτι ο Άμμων είχε κεφαλήν Κριού, έπλασαν και τον Διόνυσον κερατίαν, όμοιον του πατρός αυτού δηλονότι · ο Άμμων όμως είχεν εις την περικεφαλαίαν τοιούτον παράσημον · ή κατ' άλλους είχε τους κροτάφους φυσικώς προβεβλημένους ως κεράτια. Ερωτήσας δε έπειτα αυτός πρώτος το χρηϛήριον τούτο, περί της εκϛρατείας αυτού, έλαβε χρησμόν, οτι αν ευεργετή τους ανθρώπους θέλει απολαύση την αθανασίαν · εκείθεν δε ήλθεν εις την Αίγυπτον, και κυριεύσας αυτήν, κατέϛησεν εκεί Βασιλέα τον Δία, τον υιόν του Κρόνου και της Ρέας, νέον έτι όντα, και επιϛάτην και διδάσκαλον αυτού, τον Όλυμπον · όθεν ονομάσθη και Ολύμπιος δια την αρετήν του διδασκάλου.

Διδάξας δε τους Αιγυπτίους την αμπελουργίαν, οινοποιίαν, και την χρήσιν των ακροδρύων, και άλλων καρπών, περιήλθε και εξημέρωσεν όλην την οικουμένην · και όπου δεν εδέχετο η χώρα την αμπελουργίαν, εδίδαξε την κατασκευήν του ζύθου εκ της κριθής, και άλλα τοιαύτα · επέϛρεψε δε εκ της Ινδίας δια Θαλάσσης εις την Αίγυπτον, ότε οι Τιτάνες εσύναξαν δύναμιν πολλήν, και επέρασαν εις την Κρήτην κατά του Άμμωνος, και ήλθε και ο Ζευς εκ της Αιγύπτου εις βοήθειαν του Άμμωνος, και εμάχοντο σχεδόν. Προφθάσας δε και αυτός με την Αθηνάν, και με άλλους τινάς συμμάχους Θεούς, και κροτήσας μάχην μεγάλην, ενίκησε και εξωλόθρευσεν όλους τους Τιτάνας · και μετά τον θάνατον αυτού και του Άμμωνος, εβασίλευσεν ο Ζευς εις όλην την οικουμένην, εν ειρήνη, μη έχων άλλον αντίζηλον. Τον δε Διόνυσον ετίμησαν πανταχού ως Θεόν, δια την ευεργεσίαν.

Ταύτα έλεγον οι Λίβυες, κατά Διόδωρον, περί του Διονύσου αυτών, απλώς και ιϛορικώς, και ουχί καθώς τα έπλαττον οι Έλληνες ποιητικώς · και τούτον έλεγον πρώτον Διόνυσον. Δεύτερον δε τον Αιγύπτιον, τον υιόν του Διός και της Ιούς, ος τις εβασίλευσεν εις την Αίγυπτον, και κατέϛησε τας τελετάς, μιμούμενος τον πρώτον. Τρίτον δε και τελευταίον τον ρυθέντα Θηβαίον, τον υιόν του Διός και της Σεμέλης, ος τις ζηλώσας την δόξαν των δύο προτέρων, περιήλθεν όλην την οικουμένην διδάσκων τα ρηθέντα, όσα, και όπου δεν εδίδαξαν οι άλλοι, εύρε και αυτός πολλά, και άλλα πάλιν ετελειοποίησε, και μετέβαλεν εις το καλήτερον · και καθώς εκείνος είχε τας Αμαζόνας, ούτως έλαβε και αυτός τας Μαινάδας. Τινές δε λέγουσιν, οτι είχε και ούτος Αμαζόνας συμμάχους, ως προείρηται, πλην λανθάνουσι συγχέοντες αυτούς, ως και εις άλλα πολλά.

 
[(Tέλος Κεφαλαίου Η')]

[(Περιεχόμενα "Ωγυγίας")]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχολιάστε, ρωτήστε, προτείνετε: