Αθανασίου Ϛαγειρίτου
ΩΓΥΓΙΑ

- - - - - - - - -
ΚΕΦΑ'ΛΑΙΟΝ Ζ'.
Περί του Διονύσου.

Οκτώ Διονύσους επαριθμούσιν οι αρχαιολόγοι, λέγοντες, οτι ο μεν πρώτος ήτον υιός του Διός και της Περσεφόνης. Ο δε δεύτερος του Νείλου. Κατ' άλλους δε, ο δεύτερος ήτον υιός του Διός και της Ιούς θυγατρός του Ινάχου · ο δε τρίτος του Καπρίου, ο τέταρτος του Διός και της Σελήνης, ο πέμπτος του Νύσου και της Θιώνης, ο έκτος του Άμμωνος και της Αμαλθείας. Κατ' άλλους δε, ο πρώτος ήτον υιός του Άμμωνος και της Αμαλθείας. Ο έβδομος του Διός και της Δήμητρος, και ο όγδοος ο νεώτατος, του Διός και της Σεμέλης θυγατρός του Κάδμου. Άλλοι δε λέγουσιν, οτι ο Διόνυσος των Ελλήνων ήτον ο Όσιρις των Αιγυπτίων, κατάγοντες αυτόν εκ του Κρόνου και της Ρέας. Και άλλοι, οτι ήτον υιός της Ίσιδος. Κατ' άλλους δε, ήσαν τρεις οι επισημότεροι και γνωϛότεροι · ων ο μεν ήτον Ινδός, ο δ' άλλος Ασσύριος · άλλοι όμως αναφέρουσι γνωϛότερον τούτων τον Αιγύπτιον · ο δε τρίτος ήτον ο Θηβαίος των Ελλήνων, ο υιός του Διός και της Σεμέλης. Κατ' άλλους δε, ο Λίβυος υιός του Άμμωνος και της Αμαλθείας ήτον ο πρώτος, και Δεύτερος ο υιός του Διός και της Ιούς, οϛ τις εβασίλευσεν εις την Αίγυπτον, και κατέϛησε πρώτος τας τελετάς · και τρίτος ο Θηβαίος ο υιός του Διός και της Σεμέλης, οϛ τις ακούων τας πράξεις, και την δόξαν των προτέρων, έγινε ζηλωτής, και περιήλθε και αυτός όλην την οικουμένην · και ούτος είναι ο επιφανέϛατος πάντων, εις τον οποίον επεφόρτισαν και τας πράξεις των άλλων. Έχει όμως και ο Λίβυος ιδιαιτέραν ιϛορίαν της γεννήσεως, ανατροφής, και άλλων πολλών · όθεν ερούμεν ιδιαιτέρως περί τούτων των δύο. Η γέννησις δε και ανατροφή, του μεν Λιβύου είναι ιϛορικωτέρα, του δε Θηβαίου παντάπασι μυθολογική, και ποιητική, και επομένως παράδοξος.

Επειδή λέγουσιν, οτι ο Ζευς έχων ερωμένην την Σεμέλην, ήρχετο συνεχός προς αυτήν · η δε Ήρα ζηλοτυπήσασα, πείθει την Σεμέλην, ως ρηθήσεται εκεί, να ζητήσει χάριν ολέθριον παρά του Διός · να έλθη δηλαδή προς αυτήν θεϊκώς κεκοσμημένος, έχων όλα τα θεϊκά παράσημα αυτού, τας αϛραπάς, τας βροντάς, κεραυνούς, και όλην την Ουράνιον μεγαλοπρέπειαν · ο δε Ζευς ενόησε μεν την δυϛυχίαν, αλλά επειδή εκείνη εζήτει τούτο επιπόνως, ως σημείον της προς αυτήν αγάπης, ήλθεν, ότε εκείνη ήτον έγκυος. Δεν εδυνήθη όμως να υποφέρη την λάμψιν του πυρός, και την σφοδρότητα του κεραυνού, επειδή ήτον θνητή · όθεν και απέθανεν, ή κατεκάη, έχουσα το βρέφος εξαμηνιαίον. Ο δε Ζευς ανοίξας την γαϛέρα αυτής, και λαβών το βρέφος, το έρραψεν εις τον μηρόν αυτού, και αφ' ου ετελείωσεν ο διωρισμένος καιρός, έλυσε τα ράμματα, και εγέννησε τον Διόνυσον εκ του μηρού. Όθεν ωνομάζετο Διμήτωρ ο Διόνυσος, επειδή εγεννήθη εκ δύω μητέρων, του Διός και της Σεμέλης. Κατ' άλλους δε, είχε κέρατα το βρέφος, και ότε ήλθεν ο καιρός να γεννηθή, ετρύπησε με αυτά το δέρμα του Διός, και εξήλθε · και ωνομάσθη Διόνυξος, και έπειτα Διόνυσος, επειδή ένυξε τον Δία.

Φοβούμενος δε ο Ζευς την Ήραν, έϛειλε τον Ερμήν να φέρη το βρέφος προς τον Αθάμαντα και την Ινώ, να το αναθρέψωσι μυϛικώς, λέγοντες, οτι είναι θηλυκόν · όθεν η Ήρα κατέϛρεψε τον οίκον του Αθάμαντος, και ο Ζευς ηναγκάσθη να λάβη το βρέφος εκείθεν, να το μεταμορφώση εις έριφον, δια να μη το γνωρίση η Ήρα, και να το ϛείλη με τον Ερμήν εις την Νύσαν της Ασίας, να το αναθρέψωσιν αι εκείσε Νύμφαι, θυγατέρες του Άτλαντος (*). Δια τούτο κατηϛέρισεν αυτάς ο Ζευς, και τας ωνόμασεν Υάδας. Κατ' άλλους δε, έλαβεν αυτόν ο Ζευς εις τον Ουρανόν, και η Ήρα ζηλοτυπήσασα, τον έρριψεν εις την γην, και κατεδίωκεν αυτόν ασπόνδως.

- - - - - - - -
(*) Νύσαι ωνομάζοντο κ' άλλαι πόλεις · η μεν ήτον εις την Καρίαν, η δε εις το Καυκάσιον όρος, η δε εις μίαν νήσον του Νείλου · ωνομάζοντο δε και όρη ούτως · ένα εις την Βοιωτίαν, άλλο εις την Θράκην, άλλο εις την Αραβίαν, άλλο εις την Ινδίαν, άλλο εις την Λιβύαν, εν τη ομωνύμω νήσω, κ' άλλο εις την Νάξον.


Κατ' άλλους δε, η Σεμέλη εγέννησε μυϛικώς, και αφ' ου έμαθε τούτο ο Κάδμος, έκλεισεν αυτήν τε και το βρέφος εις λάρνακα, και έρριψεν αυτήν εις την Θάλασσαν · η δε Θάλασσα εξέβρασε την Λάρνακα εις άκραν τινά της Λακωνίας, πλησίον της πόλεως Ορεάτης πρότερον καλουμένης, και Βρασιάς ύϛερον μετονομασθείσης, απο τούτου του συμβεβηκότος (*). Ανοίξαντες λοιπόν οι Βρασιάται την λάρνακα, εύρον την μεν Σεμέλην νεκράν, το δε βρέφος ζωντανόν · και εκείνην μεν έθαψαν επιφανώς, το δε βρέφος ανέθρεψαν επιμελώς. Περιπλανωμένη δε τότε η Ινώ αδελφή της Σεμέλης, ήλθε και εκεί, και ανέθρεψε το βρέφος εις άντρον μυϛικώς. Όθεν ωνόμαζον ύϛερον οι Βρασιάται, την περί το άντρον εκείνο πεδιάδα, κήπον του Διονύσου.

- - - - - - - - -
(*) Επειδή τα υπο του κλύδωνος εκ της Θαλάσσης εις την γην ριπτόμενα, έλεγον, οτι εξεβράσθησαν · όθεν το Βρασιοί.


Kατ' άλλους δε, ανέθρεψεν αυτόν η Μάκρις θυγάτηρ του Αριϛαίου, εις το όρος της Ευβοίας Νύσαν · εκείθεν δε εδίωξεν αυτήν η Ήρα, και επέρασεν εις την νήσον των Φαιάκων, την νυν Κέρκυραν, και ανέτρεφεν αυτόν εκεί εις σπήλαιον δίθυρον καλούμενον, επειδή είχε δύω θύρας · όθεν ωνομάσθη Διθύραμβος ο Διόνυσος. Kατ' άλλους δε, ανέδρεψαν αυτόν αι Ώραι, και κατ' άλλους, καιομένης της μητρός αυτού, έλαβον αυτόν αι Νύμφαι, και <τον> ανέθρεψαν εις την Νύσαν της Νάξου. Αι Νύμφαι δε αύται ήσαν η Αυτονόη, και Αγαυή, αι αδελφαί αυτής · ή η Φιλία, Κορωνίς, και Κλύδη, ή η Ίππα, ή η Βρόμη, και Βάκχη, απο της οποίας ωνομάσθη και Βάκχος · οι Βοιωτοί έλεγον, οτι εγεννήθη και ανετράφη εκεί, και οτι έλουσαν αυτόν αι τροφοί αυτού εις την πηγήν Κισσούσαν, ή Τιλφούσαν καλουμένην · οι δε Πατρείς έλεγον, οτι ανετρέφετο εις την Αχαΐαν, εις την πόλιν Μεσάτιν, και εκινδύνευσε πολύ, επειδή κατέτρεχον αυτόν οι Σάτυροι και Πάνες · τα αυτά έλεγον και οι Τήϊοι, οι Νάξιοι, Ηλείοι, οι Κρήτες, Ελευθερείς, και άλλοι πολλοί, οικειοποιούμενοι την γέννησιν, και ανατροφήν αυτού, δεικνύοντες και σημεία εις βεβαίωσιν του δικαιώματος.

Eπειδή, οι μεν Τήϊοι έλεγον, οτι ήτον μία πηγή εκεί, εκ της οποίας ανέβλυζεν οίνος ευωδέϛατος, εις καιρούς διωρισμένους. Οι δε Ηλείοι, ότε εώρταζον την εορτήν των Θυίων λεγομένην, έκλειον τρεις λέβητας κενούς εις εν οίκημα, έπειτα εσφράγιζον τας θύρας, και το πρωί εύρισκον αυτούς πλήρεις οίνου · οι δε Άνδριοι, ότε εώρταζον την εορτήν του Διονύσου, έλεγον, οτι έτρεχεν οίνος αυτόματος εκ του Ιερού. Άλλοι δε εδείκνυον Ιερά, Ναούς, Τεμένη, και άλλα τοιαύτα εκ των παλαιωτάτων χρόνων αφιερωμένα, ως και οι Λίβυες οι παρά τον Ατλαντικόν Ωκεανόν, έλεγον, οτι εγεννήθη εκεί ο Διόνυσος, δεικνύοντες σημεία πολλά, και την πόλιν Νύσαν · ομοίως και οι Ινδοί τα αυτά λέγοντες και φρονούντες, εδείκνυον σημεία τοιαύτα, και πόλιν Νύσαν. Κατ' άλλους δε, εγεννήθη και ανετράφη εις την Ευδαίμονα Αραβίαν, όπου ήτον και η πόλις Νύσα, και τότε εφύτρωσαν τα αρώματα εκεί, και άλλα πολλά, ως το χρυσίον, και τα τοιαύτα, ώϛε ωνομάσθη η γη εκείνη ευδαίμων · και οτι, απο της Νύσης και του Διός ωνομάσθη Διόνυσος · όθεν και ο ποιητής λέγει (α).

- - - - - - - - -
(α) Ευστάθ. εν Διονύσ. Περιηγητ. 940. Ευριπίδ. εν Βακχ. Λουκιαν. Δ. Θ. θ'.


''Οι μεν γαρ Δρακάνω σ', οι δ' Ικάρω ηνεμοέσση
Φασ', οι δ' εν Νάξω, δίον γένος ειραφιώτα,
Οι δε σ' επ' Αλφειώ ποταμώ βαθυδινήεντι,
Άλλοι δ' εν Θήβησιν, άναξ, σε λέγουσι γενέσθαι,
Κυσαμένην Σεμέλην τεκέειν Διί τερπικεραύνω,
Ψευδόμενοι · σε δ' έτικτε πατήρ ανδρών τε Θεών τε,
Πολλόν απ' ανθρώπων, κρύπτων λευκώλενον Ήρην ·
Έϛι δε τις Νύση, ύπατον όρος, ανθέον ύλη,
Τηλού Φοινίκης, σχεδόν Αιγύπτοιο ροάων''.

Oύτος άρα θέλει την γέννησιν του Διονύσου εις την Αραβίαν · οι δε Κρήτες έλεγον, οτι εγεννήθη εκεί, και έκτισε πόλεις εις δύω νήσους, εις τον κόλπον των Διδύμων ονομαζόμενον, και ωνόμασε τας νήσους Διονυσιάδας. Αύτη δε η αμφιλογία συνέβη, επειδή οι Διόνυσοι περιελθόντες σχεδόν όλην την οικουμένην, αφήκεν τοιαύτα σημεία πανταχού, ως μετ' ολίγον ρηθήσεται.

Ανατραφείς λοιπόν ο Διόνυσος, και ανδρωθείς, επενόησε την φυτείαν της αμπέλου, και την κατασκευήν [(παρασκευήν)] του οίνου. Ήτον δε και ωραίος εις υπερβολήν. Αλλ' η Ήρα κατέτρεχεν αυτόν ασπόνδως, ώϛε τον έρριψεν εις μανίαν · όθεν περιεπλανάτο ένθεν κακείθεν μαινόμαινος, και ήλθε πρώτον μεν εις την Αίγυπτον, προς τον Πρωτέα Βασιλέα των Αιγυπτίων, οϛ τις υπεδέχθη αυτόν φιλοφρόνως. Εκείθεν δε ανέβη δια της Συρίας εις την Φρυγίαν, προς την Ρέαν ζητών θεραπείαν · η δε Ρέα διέτριβεν εις τα όρη της Φρυγίας Κύβαλα καλούμενα, η τις υπεδέχθη αυτόν εντίμως, τον εκαθάρισε, τον ιάτρευσε την μανίαν, τον εδίδαξε τας τελετάς, τον έδωκε και την Ιερατικήν ϛολήν. Ύϛερον όμως [(συμφώνως προς τους εναντίους)] κατεγίνετο εις τας τρυφάς, και ηδονάς, συνάξας πλήθος άπειρον γυναικών περί αυτόν. Επειδή δε απεφάσισε να ϛρατεύση εις τας Ινδίας, και πανταχού, να διδάξη την αμπελουργίαν, την κατασκευήν του οίνου, και άλλα πολλά ωφέλιμα εις τους ανθρώπους, κατέϛησε ϛρατόπεδον εκ γυναικών των Βακχών λεγομένων, εσύναξε και τους Σατύρους, και εχειροτόνησε δύο ϛρατηγούς του ϛρατεύματος, τον Πάνα και Σιληνόν. Τούτο δε το τροπαιούχον ϛράτευμα, το οποίον εκυρίευσεν όλην την Οικουμένην, άλλα όπλα δεν είχεν, ειμή μόνον δόρατα τινά περιτετυλιγμένα με κισσόν, τα οποία ωνομάζοντο Θύρσοι · ομοίως ήσαν και αυτοί όλοι εϛεμμένοι με κισσόν. Αι δε σημαίαι αυτών ήσαν εκ φύλλων της αμπέλου και κισσού · ομοίως δεν είχον και αποσκευάς πολεμικάς, ούτε μηχανάς πολιορκητικάς · αλλ' είχον άλλου είδους μηχανάς · Ληνούς, Πύθους, Ασκούς, Φιάλας, Κρατήρας, και άλλα διάφορα οινοφόρα σκεύη πλήρη οίνου · και με αυτά συγκροτούντες τας οινομαχίας, εκυρίευον αναιμωτί τας πόλεις. Είχον όμως τύμπανα, κύμβαλα, και άλλα πολλά μουσικά όργανα, ωφέλιμα εις τον σκοπόν της εκϛρατείας. Και αυτός μεν επορεύετο εις άμαξαν καθήμενος, την οποίαν έσυρον αι Τίγρεις · το δε ϛράτευμα εχόρευε περί αυτόν, κρούοντες τα τύμπανα, και κύμβαλα, και αλαλάζοντες, ως έκφρονες, και μανιώδεις · ήτον δε το ϛράτευμα διηρημένον εις τάγματα, τα οποία ωνόμαζον Θιάσους.

Εδέχοντο λοιπόν αυτόν πανταχού μετά χαράς, βλέποντες, οτι διδάσκει καλά πράγματα. Τινές ασεβείς όμως ηναντιούντο, λέγοντες, οτι εσύναξε τας Βάκχας δια την ασέλγειαν αυτού, και διδάσκει τα Μυϛήρια και Όργια, δια να διαφθείρη και τας άλλας γυναίκας · πλην εκείνοι [(που έλεγον αυτά)] ετιμωρήθησαν αξίως της ασεβείας αυτών. Επειδή δε παρεσκεύασε το ϛράτευμα εις την Νύσαν της Αραβίας, ή εις την Φρυγίαν, ή εκ της Ελλάδος επέρασε με το ϛράτευμα εις την Αίγυπτον, και εκείθεν ανέβη εις την Φρυγίαν δια της Συρίας, περιήλθε πρώτον εκείνα τα μέρη, και μάλιϛα εις την Λυδίαν, και περί το όρος Τμώλον εύρε μεγάλην υποδοχήν · εκείθεν δε επέρασεν εις την Θράκην, σκοπών να καταβή εκείθεν εις τας Ινδίας. Όμως ο Λυκούργος ο βασιλεύς των Ηδωνών, έθνους της Θράκης περί τον Στρυμόνα ποταμόν, εναντιωθείς, ηχμαλώτευσεν όλον το ϛράτευμα αυτού, τας Βάκχας, και τους Σατύρους · αυτός δε ο Βασιλεύς αναγκασθείς έπεσεν εις την Θάλασσαν, και κατέφυγε προς την Θέτιν. Όθεν οργισθείς [(o Διόνυσος)] έρριψεν εις μανίαν τον Λυκούργον · και τότε εύρε το ϛράτευμα ευκαιρίαν, και έφυγεν εκ της αιχμαλωσίας. Και ούτω συνάξας πάλιν την δύναμιν αυτού εϛράτευσεν εις τας Ινδίας.

Κατ' άλλους δε, θέλων να περάση το ϛράτευμα αυτού εκ της Ασίας εις την Ευρώπην δια του Ελλησπόντου, συνεφώνησε φιλίαν με τον Λυκούρκ[(γ)]ον, επειδή εκείνος εξουσίαζε τα Θρακικά μέρη του Ελλησπόντου · και ούτω διεπέρασε πρώτον τας Βάκχας, ως εις χώραν φίλου, αφόβως και ανυπόπτως, έπειτα επέρασε και αυτός, το δε άλλο ϛράτευμα έμεινεν, επειδή ενύκτωσε, και έπρεπε να μείνη ο Διόνυσος την νύκτα μόνον με τας Βάκχας εις την Χερσόνησον της Θράκης. Ο δε Λυκούργος έδωκε προϛαγήν εις το ϛράτευμα αυτού, να ορμήση την νύκτα εξαίφνης, και να φονεύση και τας Βάκχας, και τον Διόνυσον. Μαθών δε την επιβουλήν εγχώριός τις Θάροψ, ή Χάροψ ονομαζόμενος, εφανέρωσεν αυτήν εις τον Διόνυσον, και ούτως επρόφθασε και επέρασε μυϛικώς, με πλοιάριον εις το αντίπεραν ϛρατόπεδον. Και ο μεν Λυκούρκ[(γ)]ος, ορμήσας την νύκτα εφόνευσεν όλας τας Βάκχας, εις τον τόπον Νύσιον καλούμενον · ο δε Διόνυσος διαβιβάσας ύϛερον το ϛράτευμα, και κροτήσας μάχην, ενίκησε κατά κράτος τον Λυκούργον, ώϛε έλαβεν αυτόν και αιχμάλωτον · και πρώτον τον ετύφλωσεν, έπειτα τον εϛαύρωσε · την δε βασιλείαν των Θρακών έδωκεν εις τον σωτήρα αυτού Θάροπα, εδίδαξεν αυτόν και τα Όργια και τας τελετάς · ο δε Θάροψ εγέννησε τον Οίαγρον, τον οποίον εδίδαξε ταύτα πάντα, τον αφήκε και διάδοχον · ο δε Οίαγρος γεννήσας τον Ορφέα, εδίδαξεν αυτόν τα ρηθέντα. Άλλοι δε διηγούνται άλλως τούτο το συμβεβηκός, ως ρηθήσεται εις την ιϛορίαν του Λυκούργου.

Μετά δε ταύτα λέγουσιν, οτι κατέβη εις την Αιθιοπίαν ο Διόνυσος, και πολεμήσας ενίκησε τον εκεί Βασιλέα Δηριάδην ονομαζόμενον, ο οποίος έχων δύναμιν ικανήν, και τρεις εμπείρους ϛρατηγούς, τον Βλέμυν, Ορόντην, και Οροβάντην, ετόλμησε να αντιϛαθή. Εκείθεν δε [(ο Διόνυσος)] ώρμησεν εις τας Ινδίας, και εγεφύρωσε τον Ευφράτην με κλήματα και κισσόν, δια να περάση το ϛράτευμα. Όθεν ωνομάζετο η πόλις Ζεύγμα, απο του ζεύγματος τούτου · ομοίως ωνομάσθη και ο Τίγρις απο της Τίγριδος · επειδή επέρασεν αυτόν επί Τίγριδος οχούμενος, ως ρηθήσεται εκεί. O Μύρρανος όμως, ο Βασιλεύς των Ινδών, και τα ϛρατεύματα αυτού, ήκουσαν παρά των κατασκόπων, οι οποίοι είδον τον Διόνυσον [(και δυσφημίζοντες αυτόν έλεγον)], οτι ήτον παντάπασι νέος και [(κατά την αυτών γνώμη)] Θηλυπρεπής, εϛεμμένος με κλήματα και κισσούς, κέρατα εις την κεφαλήν έχων, την κόμην δεδεμένην ως γυνή, και χρυσά και γυναικώδη υποδήματα [(έχων)] εις τους πόδας · και το ϛράτευμα αυτού ήτον γυναίκες και Σάτυροι, μεθυσμένοι και χορεύοντες τον Κόρδακα χορόν, και Θύρσους αντί όπλων έχοντες, και Νευρίδας κρεμασμένας · έτι δε και οι ϛρατηγοί, ο μεν Σιληνός επί όνου οχούμενος, ο δε Παν κακόμορφος και δυσειδέϛατος, έχων σύριγγα εις την αριϛεράν [(χείραν)], και ράβδον καμπύλην εις την δεξιάν, τρέχων περί το ϛρατόπεδον, και πηδών, και αι γυναίκες εφοβούντο, ότε επλησίαζε προς αυτάς, και έλεγον Ευ οι · έτι δε αι γυναίκες διέκοπτον ζώντα τα θρέμματα και έτρωγον αυτά ωμά. Ταύτα λοιπόν και άλλα πολλά ακούοντες οι Ινδοί, ενόμιζον καταισχύνην να αντιπαραταχθούν εις τοιούτον ϛράτευμα. Μαθόντες όμως μετ' ολίγον, οτι ο Διόνυσος καίει τας πόλεις και τα όρη, ηναγκάσθησαν να αντιϛαθούν · όθεν παρετάχθησαν και εξήλθον εις απάντησιν, έχοντες τους Ελέφαντας εις το μέτωπον της φάλαγγος. Ταύτην δε την ασέβειαν βλέπων ο Διόνυσος, παρέταξε και αυτός την φάλαγγα, και εις μεν το δεξιόν κέρας έταξε τον Σιληνόν, εις το αριϛερόν δε τον Πάνα, και αυτός είχε το κέντρον · κατέϛησεν εκ των Σατύρων και λοχαγούς, και ταξιάρχους, έδωκε σύνθημα και το Ευ οι. Έπειτα είπε να σαλπίσωσι το πολεμικόν · και τα μεν κύμβαλα εσήμανον το πολεμικόν · εις δε των Σατύρων λαβών το κέρας ήυλησε το όρθιον · ο δε Όνος του Σιληνού εφώναξε τον Ενυάλιον. Ώρμησαν λοιπόν αι Βάκχαι πηδώσαι και αλαλάζουσαι, και ευθύς τα κύμβαλα έγιναν ασπίδες, και οι Θύρσοι δόρατα, τα οποία είχε κατεσκευασμένα τεχνηέντως, δια να μη φαίνωνται οτι είναι όπλα, και προξενούν προσοχήν εις τους Βασιλείς, και προετοιμάζονται · γενομένης δε της συμπλοκής, εμάχοντο ανδρείως αι Βάκχαι, ώϛε εξέπληξαν τους Ινδούς · οι Ελέφαντες όμως ώρμησαν εις το κέντρον, και έκλινεν ο Διόνυσος ολίγον τι, ώϛε εκοίλωσεν η φάλαγξ. Ιδών δε αυτούς ο Όνος του Σιληνού και κράξας φωνήν μεγάλη, έτρεψεν όλους εις φυγήν · ετράπησαν λοιπόν και οι Ινδοί, νιν[(κ)]ηθέντες κατά κράτος · ο δε Μύρρανος ο Βασιλεύς αυτών, και άλλοι πολλοί ελήφθησαν αιχμάλωτοι, και ετιμωρήθησαν.

Έμειναν όμως και άλλοι πολλοί ικανοί εις ανθίϛασιν. Επειδή δε το ϛράτευμα του Διονύσου δεν υπέφερεν εκείνην την υπερβολικήν, και ασυνείθιϛον θέρμην του Ηλίου, ανεβίβασεν αυτό εις όρος υψηλόν, δροσερόν και τρικόρυφον · του οποίου η μεν μία κορυφή ωνομάζετο Κορασιβίη, η δ' άλλη Κονδάσκη, την δε τρίτην ωνόμασεν αυτός Μηρόν. Έμειναν πολλά υπομνήματα αυτού εις τούτο το όρος, τα οποία εφανέρωναν την διατριβήν αυτού εκεί. Έχων λοιπόν εκεί τροφάς ικανάς, κυνήγια, οπωρικά, και άλλα, και πηγάς αφθόνους ύδατος, εϛρατοπέδευεν αναψυχών την ϛρατιάν · και ότε έβλεπε τους βαρβάρους πολλούς συναθροιζομένους, κατέβαινεν εκείθεν, και ακοντίζων εκ των υψηλοτέρων μερών, εφόνευε και διεσκόρπιζεν αυτούς, και ούτως εξουσίασεν όλην την Ινδίαν, και εδίδαξε την διδασκαλίαν αυτού, έϛησε και ϛήλας πέραν του Γάγγου ποταμού, άνωθεν του ρηθέντος όρους, και κάτωθεν πολύ των πηγών του Γάγγου · προς τας πηγάς δε του ποταμού τούτου, και κάτωθεν των Ημωδών Ορών, ήτον αι ϛήλαι του Αλεξάνδρου, εις τον αυτόν σχεδόν μεσημβρινόν · ωνόμασε και πόλιν και όρος Νύσαν, απο της Νύσης (*), ένθα εγεννήθη και ανετράφη · ομοίως ωνομάσθη Νυσαία και η πέραν του Γάγγου παραθαλάσσιος χώρα · και ούτω δύο Θηβαίοι ο Διόνυσος και [(o)] Ηρακλής, έϛησαν ϛήλας εις τας δύω άκρας της οικουμένης, ο μεν προς ανατολάς, ο δε προς δυσμάς.

- - - - - - - - -
(*) Την Νύσαν δε ταύτην τινές μεν γράφουσι δια εν σ, τινές δε δια δύο.

Εκείθεν δε [(o Διόνυσος)] λαβών συμμάχους τους Ινδούς και τας Αμαζόνας, ανέβαινεν εις την Βακτριανήν · οι δε Βάκτριοι προκαταλαβόντες τα άνωθεν του ποταμού Σαράγγου όρη, εφύλαττον να εφορμήσωσιν, όταν αυτός διαβαίνη τον ποταμόν · αυτός όμως ϛρατηγικώτερος ων εκείνων, εϛρατοπέδευσε παρά τον ποταμόν, έπειτα είπε, να περάσωσι πρώτον αι Αμαζόνες, και αι Βάκχαι · τούτου δε γινομένου, ώρμησαν οι Βάκτριοι εις τας γυναίκας να κατακόψωσιν αυτάς · αυταί όμως ανεχώρησαν οπίσω, και έσυρον αυτούς μέχρι της αντίπεραν όχθης του ποταμού. Τότε ο Διόνυσος ορμήσας με τους άνδρας, κατέκοψεν όλους τους Βακτρίους, οι οποίοι δεν εδύναντο να φύγωσιν, έχοντες όπισθεν τον ποταμόν. Υποτάξας λοιπόν και τους Βακτρίους, ανέβη μέχρι των Καμαριτών, οι οποίοι ήτον προς τα δυτικά παραθαλάσσια της Κασπίας Θαλάσσης, και εδέχθησαν αυτόν φιλοφρόνως, ώϛε εφόρεσαν και αυτοί τα φορέματα των Βακχών, και εχόρευον με αυτάς, λέγοντες, Ευοί Βάκχε. Καταβαίνων δε εκείθεν, έϛησε χορόν εις την Παφλαγονίαν, και εχόρευσε και αυτός με όλον το ϛράτευμα, και με τους εγχωρίους πλησίον τινός ποταμού, ο οποίος δια τούτο ωνομάσθη ύϛερον Καλλίχωρος · ωνομάσθη και εκεί εν όρος Νύσα.

Υποτάξας δε όλην σχεδόν την Ασίαν, επέρασεν εις την Χίον, και εκείθεν εμβάς εις πλοίον, ήρχετο εις την Νάξον, έχων ολίγους Σατύρους μόνον. Κατ' άλλους δε, εκ της Ικαρίας εμίσθωσε το πλοίον · το πλοίον όμως έτυχε να είναι ληϛρικόν των Τυρσηνών, των περιφήμων ληϛών τότε · όθεν απεφάσισαν να τον φέρουν εις την Ασίαν, επειδή τον είδον νέον και ωραίον, και να τον πωλήσουν εκεί · δια τούτο και παρέπλευσαν την Νάξον, και έκλιναν προς την Ασίαν · αυτός όμως εν[(ν)]οήσας την επιβουλήν, μετεμόρφωσε τον Ιϛόν, και τας κώπας της Τριήρους εις όφεις, αυτήν δε την Τριήρη εγέμισε κισσόν και κρότον των αυλών και κυμβάλων · οι δε ναύται εμμανείς γενόμενοι, επήδησαν εις την Θάλασσαν, και μετεμορφώθησαν εις Δελφίνας, επειδή, άγριοι, ωμοί, και βάρβαροι όντες, δεν υπέφερον τον ήχον της μουσικής. Ύϛερον δε περιήλθε και τας λοιπάς νήσους, και εδίδαξε τα Όργια αυτού. Μετά δε ταύτα λέγουσιν, οτι επέϛρεψε μετά θριάμβου εις τας Θήβας επί ελέφαντος καθήμενος · και ούτως εϛράτευσε πρώτος εις τας Ινδίας, και πρώτος μετεχειρίσθη την θριαμβευτικήν είσοδον εις την πατρίδα αυτού, κομίσας και άπειρα λάφυρα. Επειδή δε διήρκεσε τρεις χρόνους η εκϛρατεία αυτή, μέχρι της επανόδου αυτού εις τας Θήβας, κατέϛησαν την εορτήν Τριετηρίδα καλουμένην, την οποίαν εώρταζον κατά τριετίαν.

Κατέπεισε δε ύϛερον και τας γυναίκας των Θηβαίων να αφήσωσι τας οικίας αυτών, και τα τέκνα, και να αναβώσιν εις τον Κιθαιρώνα, να βακχεύωσιν · οίον να εκτελώσι τα Όργια αυτού με τας Βάκχας · ο Πενθεύς όμως, ο Βασιλεύς τότε των Θηβών, ος τις ήτον υιός της Αγαυής αδελφής της Σεμέλης, και εξάδελφος του Διονύσου, εις τον οποίον έδωκεν ο Κάδμος την βασιλείαν, δεν ήθελεν αυτούς τους νεωτερισμούς · όθεν έϛειλε και έδησεν αυτόν, δια να τον παιδεύση ως νεωτεριϛήν, και ταραχοποιόν · αυτός δε δείξας πολλά θαύματα, έφυγεν εκείθεν, και αφήκε Ταύρον δεδεμένον αντ' αυτού. Πρώτον μεν εφάνη πυρ εις τον τάφον της Σεμέλης, έπειτα φως εις την αυλήν του Πενθέως, τέλος δε έπεσε και ο οίκος του Πενθέως. Και μεταξύ ταύτης της ταραχής έφυγεν ο Διόνυσος, και ανέβη πάλιν εις τον Κιθαιρώνα, και τότε εξεβάκχευσε περισσότερον τας γυναίκας, ώϛε ήλθεν εκεί και η μήτηρ του Πενθέως Αγαυή, και αι αδελφαί αυτής, Ινώ, και Αυτονόη, και εβάκχευον. Τότε ο Πενθεύς υποπτευόμενος άλλως το πράγμα, ανέβη εις το όρος να κατασκοπεύση, και ιδών τα άτακτα τρεξίματα, και κινήματα, και τας φωνάς, απεφάσισε πάλιν να τα εμποδίση · αλλ' εφονεύθη υπο της μητρός αυτού, ως ρηθήσεται εκεί. Ετιμώρησε δε και τας Μινυάδας θυγατέρας του Μινύου, δια την αυτήν αιτίαν.

Εδίδαξεν μεν και εις τας Θήβας τα Όργια αυτού, και έδειξεν οτι ήτον Θεός, όμως ηνάγκασεν αυτόν ο Πενθεύς να φύγη εκείθεν. Και ούτως ήλθεν εις την Αττικήν, οδηγούμενος υπό τινός ελευθερέως Πηγάσου ονομαζομένου, κατά τον αυτόν καιρόν, ότε ήλθε και η Δήμητρα εκεί, επί της βασιλείας του Πανδίωνος, και εφιλοξένησεν αυτόν εκεί ο Ικάριος · όθεν εδίδαξεν αυτόν την οινοποΐαν · και επειδή εφόνευσαν τον Ικάριον ύϛερον τινές ποιμένες μεθυσμένοι, ετιμώρησε και αυτούς ο Διόνυσος, ως ρηθήσεται εκεί.

Εκείθεν δε ήλθεν εις την Καλυδώνα της Αιτωλίας προς τον Οινέα, ος τις υπεδέχθη αυτόν φιλοφρόνως εις τον οίκον αυτού, ώϛε εγέννησε και εκ της Αλθαίας γυναικός του Οινέως την Διηάνειραν, δευτέραν γυναίκα του Ηρακλέους · όθεν εις ανταμοιβήν της τοιαύτης υποδοχής, έδωκεν αυτώ κλήμα αμπέλου, εδίδαξεν την αμπελουργίαν, και οινοποιΐαν, και είπεν να ονομάση το υγρόν εκείνο απο του ονόματος αυτού · όθεν ωνόμασεν αυτό οίνον απο του Οινεύς · επειδή, κατά τινας, αυτός εδιδάχθη πρώτον εις την Ελλάδα υπό του Διονύσου, και κατεσκεύασε τον οίνον.

Ήλθε δε και εις το Άργος · και επειδή δεν εδέχθησαν αυτόν, ενέβαλε μανίαν εις τας γυναίκας, αίτινες έφυγον εις τα όρη, και [(συμφώνως προς τους εναντίους)] έτρωγον τας σάρκας των επιμαϛιδίων παίδων αυτών. Εβασίλευε δε τότε εις το Άργος ο Περσεύς, και εναντιωθείς ενίκησεν αυτόν εις μάχην μεγάλην, και εφονεύθησαν πολλαί Μαινάδες, οίον Βάκχαι, τας οποίας είχε συνηγμένας εκ των νήσων του Αιγαίου πελάγους · και φαίνεται οτι εκ της Θαλάσσης έγινεν η αποβίβασις εις το Άργος · έθαψαν δε τας γυναίκας ύϛερον οι Αργείοι όλας εις μνημείον κοινόν, και ωνόμαζον αυτό τάφον των Αλιάδων, θαλασσίων, οίον, νησιωτών γυναικών, ος τις ήτον έμπροσθεν του Ιερού της Λητούς, και εσώζετο επί Παυσανίου, ούτως ονομαζόμενος. Πλησίον δε του Ναού της Τύχης ήτον άλλος τάφος Χωρίας της Μαινάδος ονομαζόμενος. Αύτη δε η Χωρία, ή κατ' άλλους Χωρεία, ήτον η επισημοτάτη των Βακχών · όθεν έθαψαν αυτήν εις τάφον ιδιαίτερον.

Μετά δε ταύτα περιήρχετο ζητών την μητέρα αυτού, και ερωτών τον τυχόντα. Νέος δε τις Πολύσυμνος, ή κατ' άλλους, Πολύυμνος ονομαζόμενος, [(συμφώνως προς τους εναντίους)] υπεσχέθη να δείξη αυτώ την Σεμέλην, αν υποσχεθή και αυτός, να αγαπήση εκείνον ερωτικώς · υποσχεθέντος δε του Διονύσου, είπεν ο νέος, οτι η Σεμέλη ήτον εις την Λέρνην λίμνην, και ήρχοντο και οι δύο δια Θαλάσσης εκείσε · αλλ' o νέος απέθανεν εις τον δρόμον, και ο Διόνυσος [(συμφώνως προς τους εναντίους)] ελυπήθη πολύ, επειδή δεν επλήρωσε την υπόσχεσιν · όθεν κατεσκεύασεν αιδοίον εκ ξύλου συκίνου, και εφύλαττεν αυτό εις ενθύμησιν του ερωμένου · δια τούτο ωνομάσθη και Ενόρχης · άλλοι δε λέγουσι και άλλην αιτίαν την ονομασίας ταύτης, ως εν άλλοις ρηθήσεται. Ήλθε λοιπόν ύϛερον εις την Λέρνην, όπου ήτον η εις Άδου κατάβασις, κατά την συμβουλήν του νέου, και καταβάς εις τον Άδην έλαβε την μητέρα αυτού, την οποίαν μετωνόμασε Θυώνην, έπειτα ανέβη με αυτήν εις τον Ουρανόν, και συνηριθμήθη και αυτός εις την τάξιν των δώδεκα Ολυμπίων Θεών, δια την τοσαύτην προς τους ανθρώπους ευεργεσίαν. Τινές δε λέγουσιν, οτι εκ της Τροιζήνος κατέβη εις τον Άδην. Κατ' άλλους δε, εκ της πηγής του Άργους Αλκυωνίας καλουμένης · και οτι ελθών ποτέ εις την Περσεφόνην εκοιμάτο τρεις ολοκλήρους χρόνους · έπειτα εσηκώθη και εχόρευε, και επήδα ακαταπαύϛως με τας Νύμφας και τροφούς αυτού.

Κατ' άλλους δε, κατεσπάραξαν αυτόν οι Τιτάνες εις την Τιτανομαχίαν, επειδή μετεμορφώθη εις λέοντα, και έδωκαν τα μέλη αυτού να τα φυλάττη ο Απόλλων εις τους Δελφούς, βαλμένα εις Λέβητα · ο δε Απόλλων έβαλεν αυτά πλησίον εις τον Τρίποδα · όθεν ετιμάτο και ο Διόνυσος εκεί · και οτι η Αθηνά έλαβε την καρδίαν αυτού, και έφερεν αυτήν προς τον Δία, ός τις ανέϛησεν αυτόν πάλιν, και η Ρέα προσήρμοσε τα μέλη αυτού εις τους οικείους τόπους · και οτι ήλθε μέχρι της Πορτογαλλίας, έχων ϛρατηγούς τον Πάνα, Λούσον και Κισσόν. Και απο μεν του Λούσου ωνομάσθη η Λουσιτανία, απο δε του Πανός η Ισπανία · είχε δε και δύω Νύμφας Συκήν και Σταφυλήν ονομαζομένας [(ονόματα Αμαδρυάδων, ιδε κεφάλαιον Περί Νυμφών)], τας οποίας μετεμόρφωσε, την μεν εις συκήν, την δ' άλλην εις ϛαφυλήν, αφ' ου απέθανον · ομοίως μετεμόρφωσε και τον Κισσόν εις το ομώνυμον φυτόν. Και ταύτα μεν περί του Διονύσου της Σεμέλης και του Διός. Κατ' άλλους δε, ο Διόνυσος είχε πρώτον το Μαντείον των Δελφών.

Άλλοι δε λέγουσιν, οτι ο Ζευς ερασθείς την Περσεφόνην, μετεμορφώθη εις όφιν, και εξηπάτησεν αυτήν, εξ ης εγέννησε τον Ζαγραίον · και ούτος ήτον ο Διόνυσος του Διός και της Περσεφόνης, ος τις εδίδαξε τα μυϛήρια εις την Ελευσίνα Ίακχος ονομαζόμενος, τον οποίον κατέκοψαν οι Τιτάνες παρακινούμενοι υπό της Ήρας, και έβραζον τα μέλη αυτού · εν[(ν)]οήσας δε ο Ζευς το γεγονός εκ της οσμής, εκεραύνωσε τους Τιτάνας · έπειτα είπε να θάψη ο Απόλλων τα μέλη αυτού εις τον Παρνασσόν. Κατ' άλλους δε, η Αθηνά έκλεψε την καρδίαν αυτού παρά των Τιτάνων, και έφερεν αυτήν εις τον Δία, ος τις έκαμεν αυτήν κόνιν, και την επότισε την Σεμέλην · όθεν εγκαϛτρώθη τον δεύτερον Διόνυσον, τον υιόν αυτής.

Κατ' άλλους δε, αφ' ου ενικήθη υπό του Περσέως και έφυγεν εκ του Άργους, επέϛρεψε πάλιν μετ' ολίγον φιλικώς, και εφιλιώθη με τον Περσέα · και δια τούτο ετίμησαν αυτόν οι Αργείοι. Κατ' άλλους δε, εφονεύθη εις τούτον τον πόλεμον, και ενταφιάσθη εις τους Δελφούς, και ο τάφος αυτού ήτον πλησίον εις το άγαλμα του Απόλλωνος, όπου ήσαν τα όπλα του Αυγούϛου αφιερωμένα, και η κιθάρα του Νέρωνος · τούτο έλεγον και οι Δελφοί, και το επίϛευον · όθεν και εθυσίαζον θυσίαν απόρρητον, εις τιμήν αυτού · πλην άλλοι νομίζουσιν, οτι εκείνος ήτον ο Ζαγραίος Διόνυσος, τον οποίον έθαψεν ο Απόλλων εις τον Παρνασσόν. Κατ' άλλους δε, με τον Ακρίσιον επολέμησε ο Διόνυσος, και ουχί με τον Περσέα.

Έλαβε δε γυναίκα νόμιμον την Αριάδνην, ως ρηθήσεται εκεί, και εγέννησε τον Οινοπίονα, Στάφυλον, Θάλητα, Ταυρόπολιν, Λατραμύν, και Ευάνθην · εκ δε της Αφροδίτης εγέννησε τον Υμέναιον, και Πρίαπον · εκ της Νύμφης Αλεξιαρείας τον Κάρμωνα · εκ δε της Χρονοφύλης τον Φλίαντα, εκ της Φυσκόας τον Ναρκαίον, και εκ τινος άλλης τον Θυωνέα, και εκ της Νικαίας τους Σατύρους · υιος δε τούτου ήτον και ο Βακχίας, ος τις διέτριβεν εις την Κόρινθον, και εκ του οποίου κατήγετο το γένος των Βακχιάδων λεγόμενον, το επισημότατον και ευγενέϛατον των Κορινθίων · τον Οινοπίονα και Στάφυλον, λέγουσιν άλλοι, οτι εγέννησεν εκ του Θησέως η Αριάδνη, ως ρηθήσεται και εκεί.

Εζωγράφιζον δε αυτόν νέον και [(συμφώνως προς τους εναντίους)] θηλυπρεπή, Νεβρίδα εις τους ώμους έχοντα, ϛέφανον εκ κλημάτων και κισσού εις την κεφαλήν, Θύρσον εις την δεξιάν [(χείραν)], και κάλαθον πλήρη ϛαφυλών εις την αριϛεράν [(χείραν)] κρατούντα · καθήμενον εφ' άρματος, το οποίον έσυρον αι Τίγρεις, και Παρδάλεις, και περί αυτόν εχόρευον αι Βάκχαι αλαλάζουσαι, και διάφορα όργανα μουσικά κροτούσαι, και ϛεφάνους ομοίως εκ κλημάτων και κισσού φορούσαι · όπισθεν δε αυτού ηκολούθη το πλήθος των Σατύρων, ως εν παρατάξει, άπαντες εϛεμμένοι με ομοίους ϛεφάνους, και Θύρσους εις τας χείρας κρατούντες. Ο δε Παν και Σιληνός, ος τις εκάθητο εις τον όνον αυτού, εφαίνοντο ως αρχηγοί και συνταγματάρχαι, διατάττοντες το ϛράτευμα, και τους χορούς των Θιάσων · έμπροσθεν δ' αυτού ίπτατο η Νίκη χρυσάς πτέρυγας έχουσα.

Ενίοτε δε εζωγράφιζον αυτόν μόνον, γυμνόν και όρθιον, και τα παράσημα αυτού έχοντα, την Νεβρίδα, τον ϛέφανον, και τον Θύρσον. Ενίοτε δε και επί κλήματος επερειδόμενον, ή και λεκάνην κρατούντα, και ϛαφυλάς θλίβοντα, και πλησίον αυτού είχε κλήμα, και υποκάτω εις αυτό ήτον χοίρος, πίθηκος, και λέων. Ενίοτε και εις Τίγριν καθήμενον, και ποτε και κέρατα έχοντα, ή και κεφαλήν ταύρου · και ως γέροντα ενίοτε. Τινές εζωγράφισαν περί αυτόν, τας Μούσας και τον Απόλλωνα, εν[(ν)]οούντες τον Όσιριν των Αιγυπτίων.

Ενομίζετο λοιπόν ευρετής του οίνου, και έφορος αυτού, λαμβανόμενος και αυτός αντί του οίνου αλληγορικώς. Όθεν και οι άτακτοι και μανιώδεις χοροί περί αυτόν, και τα θηρία, τα οποία όλα είναι σύμβολα των μεθυόντων, και ως θηρίων γινομένων · η δε Νεβρίς, δέρμα ελάφου θηλαζούσης έτι, ζώου δειλού και ανάνδρου, σύμβολον των καθυπερβολήν περί τον οίνον καταγινομένων · ή κατ' άλλους, ο μέτριος οίνος εξημερώνει ως ελάφους, και τα άγρια ήθη των ανθρώπων · το αυτό σημαίνουσι και αι Τίγρεις και Παρδάλεις · οι δε Σιληνοί απο του Σιλαίνειν του ορμάν · ο δε κισσός σύμβολον επιθυμίας, απο του κισσάν του επιθυμείν · σύμβολα των μεθυόντων άρα και ταύτα · νέον δε και γέροντα έπλαττον αυτόν, επειδή είναι αρμόδιος ο οίνος και εις τους νέους, και εις τους γέροντας, και ωφέλιμος μετρίως πινόμενος · αμέτρως δε, επίσης βλαβερός. Λέγουσιν οτι ο Όμηρος έπλασεν αυτόν Θηλυϛολούντα και δειλόν · όθεν και μετά τον Όμηρον η γυναικεία ϛολή ελέγετο Διοννύς · και παροιμία, διονυσιάζειν, δια τους πίνοντας τον οίνον λεγομένη. Ο Όμηρος γράφει τον Κδ' υμνον εις αυτόν · και τον Ε', Διόνυσον, ή ληϛάς επονομαζόμενον, όπου διηγείται τον μετά των ληϛών πλουν αυτού, και τα λοιπά, και τινα άλλα λείψανα · ο δε Ορφεύς γράφει τον Κθ' ύμνον · τον Μδ', τον οποίον ονομάζει, Διονύσου Βασσαρέως Τριετηρικού · τον Με', Διονύσου Λικνίτου · τον Μϛ'. Βάκχου · τον Μζ'. Σαβαζίου · τον Μθ'. Λυσίου Ληναίου επιγραφόμενον, και τον Να', του Τριετηρικού λεγόμενον · και τον Νβ', του Αμφιετού.
[(Tέλος Κεφαλαίου Ζ')]

[(Περιεχόμενα "Ωγυγίας")]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχολιάστε, ρωτήστε, προτείνετε: