Αθανασίου Ϛαγειρίτου
ΩΓΥΓΙΑ

- - - - - - - - -
ΚΕΦΑ'ΛΑΙΟΝ Δ'.
Περί της Κυβέλλης.


Οι εγχώριοι της Φρυγίας έλεγον, οτι εβασίλευσε το πάλαι εις στην Φρυγίαν και Λυδίαν ο Μήων, ος τις έχων γυναίκα την Δινδύμην εγέννησε τέκνον θηλυκόν · και μη θέλων να το αναθρέψη, έϛειλε και το έρριψαν εις το Κύβαλον όρος · εκεί δε εύρον το βρέφος αι παρδάλεις, και οι λέοντες, και άλλα τοιαύτα άγρια θηρία, και το ανέτρεφον. Έπειτα δε ευρόντες αυτό τινές ποιμένες, το έλαβον και ανατρέφοντες το ωνόμασαν Κυβέλλην, απο του όρους. Ανατραφείσα λοιπόν ούτω, και αυξηνθείσα η Κυβέλλη, έγινεν αξιόλογος κατά τε το κάλλος, και την σύνεσιν. Επειδή αυτή επενόησε πρώτον την πολυκάλαμον Σύριγγα, τα κύμβαλα, και τύμπανα, τας παιδιάς και χορείας, και τους καθαρμούς δια των χόρτων, και ιάτρευεν ανθρώπους τε και ζώα με τους καθαρμούς, και επωδάς, και μάλιϛα τα βρέφη. Επειδή δε ενηγκαλίζετο φιλοφρόνως, και επιμελείτο τα νήπια, ωνόμασαν αυτήν Ορείαν μητέρα. Δια ταύτας τας αρετάς είχε και ο Μαρσύας φιλίαν με αυτήν, ος τις εθαυμάζετο τότε δια την φρόνησιν και σωφροσύνην αυτού, ώϛε διεφημίσθη, οτι απέθανε παρθένος. Μιμούμενος δε τους φθόγγους της πολυκαλάμου Σύριγγος της Κυβέλλης, μετέβαλε την αρμονίαν εκείνην εις τους αυλούς (*). Αγαπήσασα δε τον Άττιν εγκαϛρώθη η Κυβέλλη.
- - - - - - - - -
(*) Όθεν λέγουσιν, οτι ο Μαρσύας εφεύρε το μητρώον αύλημα, [(με)] το οποίον έψαλλον εις τας τελετάς αυτής.


Κατά τούτον ουν τον καιρόν, αναγνωρίσας αυτήν ο Μήων, την έλαβεν εις τα βασίλεια, νομίζων οτι ήτον παρθένος. Αλλ' εννοήσας μετ' ολίγον, και ερευνήσας το πράγμα, τον μεν Άττιν και τας τροφούς αυτής εφόνευσε, και έρριψε τα σώματα αυτών άταφα, αυτήν δε εδίωξεν. Όθεν
ύϛερον έγινεν ως έξω φρενών, δια την λύπην του ερωμένου και των τροφών, και έτρεχε πανταχού μόνη ολολύζουσα [(αλαλάζουσα)] και τυμπανίζουσα, έχουσα την κόμην λελυμένην, και οίκτον μέγαν εις τους ορώντας κινούσα · ηκολούθη και ο Μαρσύας δια την προτέραν φιλίαν, ος τις έδειξε μεγάλην συμπάθειαν προς αυτήν τότε. Ούτω δε περιπλανώμενοι εις πάσαν χώραν, ήλθον και εις την Νύσαν προς τον Διόνυσον, όπου ήτον τότε και ο Απόλλων τιμώμενος και θαυμαζόμενος, δια την κιθαρωδίαν. Και τότε συνέβη εκεί η φιλονεικία αυτού [(του Απόλλωνος)] και του Μαρσύου περί μουσικής. Μετά δε τον θάνατον του Μαρσύου, ο Απόλλων μετανοήσας, έρριψε την κιθάραν και τους αυλούς εις το άντρον του Διονύσου, και εξουθένισε την μέχρι τότε ευρεθείσαν αρμονίαν · και ύϛερον εύρον αι Μούσαι την μέσην, ο Ορφεύς και Θάμυρις την υπάτην και παρυπάτην, και ο Λίνος την λιχανόν · αγαπήσας δε την Κυβέλλην, ήλθε με αυτήν μέχρι των Υπερβορείων, ο Απόλλων.

Συνέβη ύ
ϛερον νόσος εις την Φρυγίαν σφοδρά, και αφορία · ο δε χρησμός είπε, να θάψωσι το σώμα του Άττεως, και να τιμήσωσι την Κυβέλλην ως Θεάν, δια να παύση το κακόν. Και επειδή το σώμα ήτον διαλελυμένον και ηφανισμένον τότε δια την πολυκαιρίαν, κατεσκεύασαν άγαλμα όμοιον αυτού, και θρηνήσαντες, και πενθήσαντες έθαψαν αυτό · το οποίον έκαμνον ύϛερον οι Φρύγες μέχρι των νεωτέρων χρόνων · εις τους βωμούς δε της Κυβέλλης, τους οποίους έκτισεν αυτή πρότερον εις τιμήν άλλων Θεών, εθυσίαζον κατ' έτος εις τιμήν αυτής · ύϛερον δε επί Μίδου του βασιλέως έκτισαν ναόν αυτής μεγαλοπρεπέϛατον, και πολυτελέϛατον, εις την Πεσινούντα, και κατέϛησαν θυσίας και τελετάς ετησίους, και μεγαλοπρεπείς · πλησίον δε του αγάλματος της Κυβέλλης, παρέϛησαν λέοντας και παρδάλεις, επειδή αυτά τα θηρία ανέθρεψαν αυτήν το πρώτον, ως είρηται. Ταύτα έλεγον οι Φρύγες περί της Κυβέλλης, της μητρός των Θεών νομιζομένης.

Ταύτα τοίνυν τα διάφορα συμβεβηκότα μαρτυρούσιν, οτι ήσαν πολλαί γυναίκες του αυτού ονόματος. Άλλη ήτον η Βασιλεία, άλλη η Ρέα αδελφή και γυνή του Κρόνου, και άλλη η Κυβέλλη, η οποία ήτον σύγχρονος του Μαρσύου, και εκ της Φρυγίας, και εμίχθησαν αι ι
ϛορίαι αυτών. Υπό το όνομα Ρέαν ελάτρευον την Γην αλληγορικώς, παράγοντες το όνομα απο του ρείν, και τείρεα ποιείν · οίον, φθαρτά, παρά το τείρω · όθεν ωνόμασαν αυτήν μεγάλην μητέρα, και μητέρα των Θεών.

Εις τούτο το όνομα όμως έδωκε νύξιν και η ιϛορία, και η σύγχυσις των ονομάτων · επειδή η μεν Βασιλεία ωνομάσθη μεγάλη μήτηρ, επειδή ανέθρεψε τους αδελφούς αυτής Τιτάνας, ως μήτηρ φιλόϛοργος · η δε Κυβέλλη, ωνομάσθη Ορεία μήτηρ, ως προείρηται · η δε Ρέα εγέννησεν εξ τέκνα, τους μεγίϛους και επιφανεϛάτους Θεούς · τον Δία, Ποσειδώνα, Πλούτωνα, Εϛίαν, Δήμητραν, και Ήραν · όθεν δεν ήτον δύσκολον, ούτε άτοπον, να ονομασθή μεγάλη μήτηρ, και μήτηρ των Θεών, ιϛορικώς. Αλλού δε λέγει ο Διόδωρος, οτι τα μυϛήρια της μεγάλης μητρός εωρτάζοντο πρώτον εις την Σαμοθράκην, ένθα εγεννήθη ο Δάρδανος και Ιασίων, και ο Ιασίων έλαβεν εκεί γυναίκα την Κυβέλλην, εξ ης εγέννησε τον Κορύβαντα · και μετά τον θάνατον του Ιασίωνος, ο Δάρδανος και η Κυβέλη επέρασαν εις την Φρυγίαν, έχοντες και τον Κορύβαντα, και τότε έφερον και τα μυϛήρια ταύτα εκεί, και η Κυβέλλη έλαβεν άνδρα τον Μουσικόν Όλυμπον, μαθητήν του Μαρσύου, και εγέννησεν εξ αυτού μίαν θυγατέρα Αλκήν ονομαζομένην · τότε δε η Κυβέλλη ωνόμασεν αφ' εαυτής Κυβέλλην την Θεάν εκείνην, την Γην, την μεγάλην μητέρα ονομαζομένην.

Εζωγράφιζον δε αυτήν συνήθως γυναίκα εύρρωϛον, και ως έγκυον, έχουσα πύργους εις την κεφαλήν και πόλεις, ως ϛέφανον, ένδυμα ποικιλόχροον, και κλειδία εις την χείρα · εις άμαξαν καθημένην, την οποίαν έσυρον οι λέοντες, και όπισθεν τους Κούρητας ακολουθούντας, και κρούοντας τα τύμπανα και Κύμβαλα. Ιϛορικώς μεν είρηται περί των συμβόλων τούτων, οτι αυτή επενόησε τους πύργους, και τα φρούρια, και τ.λ. Αλληγορικώς δε, το έγκυος, δηλοί την ευφορίαν της γης, το ένδυμα, τα διάφορα άνθη και φυτά, οι πύργοι και αι πόλεις, τον καλλωπισμόν της γης δια τούτων, τα κλειδιά, οτι τον χειμώνα η γη κλείει τους καρπούς, και την άνοιξιν ανοίγει πάλιν τας αποθήκας αυτής · άμαξα δε εννοείται αυτή η γη, και οι λέοντες, οι τέσσαρες καιροί του χρόνους, ή οι τέσσαρες άνεμοι [(ή τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα κλπ)]. Άλλοι δε λέγουσιν, οτι μετεμόρφωσε τον Ιππομένην και την γυναίκα αυτού Αταλάντην εις λέοντας, επειδή συνουσιάζοντο εις τον ναόν αυτής · και τούτους τους λέοντας μετεχειρίζετο ύϛερον εις την άμαξαν. Κατ' άλλους δε, επειδή οι λέοντες είναι τα επισημότερα θηρία της γης · τα δε τύμπανα και κύμβαλα αλληγορούσι τον κρότον των χαλκών εργαλείων, με τα οποία ειργάζοντο την γην, πριν ευρεθή ο σίδηρος · το τύμπανον όμως αλληγορεί και τον αέρα.

Ενίοτε δε εζωγράφιζον αυτήν και εις λέοντα καθημένην, και κρόταλον εις την χείρα έχουσαν · άλλοτε δε επί θρόνου καθημένην, και τους λέοντας αμφοτέροθεν έχουσαν · και άλλοτε πάλιν μόνην ιϛαμένην, και σκήπτρον, ή κύμβαλον κρατούσαν, και πύργον, ή πίλον [(καπέλο όπως έχουν και οι Διόσκουροι)] φρύγιον εις την κεφαλήν έχουσαν · ενίοτε δε και με τον Κρόνον, έχουσαν τα ιδιαίτερα σύμβολα. Το δε άγαλμα αυτής, το οποίον έφερον οι Ρωμαίοι εκ της Πεσινούντος με μεγάλην πομπήν εις την Ρώμην, ως ρηθήσεται εκεί, δεν είχε παντελώς τοιαύτα παράσημα. Εζωγράφιζον δε αυτήν και άλλως διαφόρως, έχουσαν όμως αείποτε τα κυριώτερα παράσημα. Ο Ορφεύς έγραψε τρεις ύμνους εις ταύτην την θεότητα · τον Ιγ' ένθα ονομάζει αυτήν Ρέαν · τον Κϛ'. και λέγει αυτήν μητέρα των Θεών · και τον Μ'. ένθα ονομάζει αυτήν Μητέρα Ανταίαν · επειδή, κατα τινας μεν, ήτον εναντία των Τελχίνων, κατ' άλλους δε, επειδή ήτον ασυνάντητος, και αλιτάνευτος · σώζεται δε και του Ομήρου ο Ιβ', εις μητέρα Θεών επιγραφόμενος · ο Ορφεύς γράφει και εις τον άνδρα αυτής τον Κρόνον τον Ιβ' ύμνον, και τον Γ' εις τον πατέρα αυτής Ουρανόν.

[(Tέλος Κεφαλαίου Δ')]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχολιάστε, ρωτήστε, προτείνετε: