[(Αθανασίου Ϛαγειρίτου
«ΩΓΥΓΙΑ»)]

- - - - - - - - -
ΚΕΦΑ'ΛΑΙΟΝ ΚϚ'.
Περί της Πανδώρας.

Αφ' ου ο Προμηθεύς έκλεψε το πυρ εκ του Ουρανού, ο Ζευς αγανακτήσας, είπε · πανούργε Προμηθεύ, με εξηπάτησας και έκλεψας το πυρ, επειδή επιθυμείς πυρ να καύσης την Γην λοιπόν, εγώ να σοι δώσω πυρ, ουχί τοιούτον ωφέλιμον, αλλ' άλλο ολέθριον εις εσέ και εις τους απογόνους σου · έπειτα εκέλευσε να πλάση ο Ήφαιϛος μίαν γυναίκα ωραίαν εκ του Πηλού · επειδή δεν ήτον πρότερον γυναίκες · έπειτα έδωκαν αυτή όλοι οι Θεοί δώρα πολύτιμα · η μεν Αφροδίτη κάλλος, η δε Αθηνά εδίδαξεν αυτήν τα γυναικεία έργα, αι δε Χάριτες έδωκαν αυτή όρμους, αι Ώραι άνθη, ο δε Ερμής εδίδαξεν αυτήν λόγους ϛωμύλους, πολυλογίαν, το ψεύδος, ήθος απατηλόν και πανούργον. Συνάξας δε κα τα κακά όλα και κατακλείσας αυτά εις εν κιβώτιον, έδωκεν αυτή και το κιβώτιον. Έπειτα εκέλευσε να φέρη αυτήν ο Ερμής εις τον Επιμηθέα. Τινές δε λέγουσιν, οτι έϛειλεν αυτήν πρώτον εις τον Προμηθέα · εκείνος όμως δεν την εδέχθη, εν[(ν)]οήσας την επιβουλήν · όθεν έϛειλεν αυτήν ύϛερον εις τον Επιμηθέα ·


Ο δε Επιμηθεύς ιδών αυτήν ωραίαν εις υπερβολήν, αλησμόνησε την παραγγελίαν του αδελφού αυτού, και την εδέχθη. Ιδών δε και το κιβώτιον, έλαβε μεγάλην περιέργειαν να ιδή τι έχει, και παρεκίνει αυτήν να το ανοίξη. Το άνοιξε λοιπόν δια να τον ευχαρι
ϛήση. Αλλ' ευθύς εξώρμησαν τα κακά ως χείμαρος. Βλέπουσα δε η Πανδώρα ταύτα, έκλεισεν αυτό πάλιν · ανωφελώς όμως, επειδή εξήλθον όλα, και μόνον η ελπίς έμεινεν εις τον πάτον · επειδή τα άλλα ήσαν ελαφρά και ευκίνητα · εκείνη δε ήτον βαρεία, και αργοκίνητος · έτι δε και αμελής, ώϛε απεκοιμήθη, και έμεινεν εκεί κεκλεισμένη μέχρι τούδε. Τα δε άλλα κακά διεσκορπίσθησαν πανταχού, και έκτοτε άρχισαν οι νόσοι, το γήρας, και πάντα τα λοιπά. Πρότερον δε έζων οι άνθρωποι εν ησυχία και ευδαιμονία, έχοντες όλοι επίσης όλα τα καλά.

[(Tέλος Κεφαλαίου ΚϚ)]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχολιάστε, ρωτήστε, προτείνετε: